ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΔΗΛΑΤΑΚΙ
(μια μικρή αληθινή ιστορία)
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1962 στην Αθήνα. Ένα μικρό αγοράκι περίπου πέντε ετών, με ένα σε μπεζ χρώμα μακρύ παντελονάκι με τιράντες, έχει ανέβει στην ταράτσα της παλιάς μονοκατοικίας στην οδό Χαιρέτη στα Κάτω Πατήσια.
Τι όμορφη που του φάνηκε ότι ήταν η πόλη από εκεί ψηλά. Για πρώτη φορά έβλεπε πως ήταν τα σπίτια και οι δρόμοι της συνοικίας που έμενε. Από εκεί φαινόταν και το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα. Φαινόταν ακόμη και ολόκληρο το μπαλκόνι του σπιτιού που έμενε ο θείος του ο Γιώργος. Ακόμη και το περίπτερο που χθες πήγε με τη γιαγιά του και του αγόρασε μερικά πολύχρωμα μπαλονάκια. Μεγάλη όμως εντύπωση του έκανε το ότι στις ταράτσες των πιο πολλών σπιτιών υπήρχαν συσωρευμένα κάθε είδους παλιά αντικείμενα.
Και τότε ήταν που το μικρό αγγελουδάκι πρόσεξε και κάτι άλλο που τον εντυπωσίασε ακόμη πολύ περισσότερο. Ήταν ένα πολύ μικρό κόκκινο παλιό ποδηλατάκι με τρεις μαύρες ρόδες. Ήταν αφημένο επάνω σε μια σχεδόν σκουριασμένη σκάφη σαν αυτές που οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα.
Ο μικρούλης έχει κολλήσει αρκετή ώρα επάνω στα κάγκελα της ταράτσας να κοιτάζει το ποδηλατάκι. Δεν θυμάται πόση ώρα. Το κοιτάζει και κάνει όνειρα. Ονειρεύεται ότι μόλις το έχει καβαλήσει και το οδηγεί πέρα δώθε, από την μια στην άλλη άκρη του λιβαδιού με τις κόκκινες παπαρούνες. Και συνέχεια γελάει, γελάει και χαίρεται.
-Άγιε Βασίλη σε παρακαλώ. Τα μεσάνυχτα που θα περάσεις από εδώ για να δώσεις δώρα σε όλα τα παιδάκια, θέλω σε εμένα να μου φέρεις για δώρο ένα κόκκινο ποδηλατάκι με τρεις ρόδες. Να, σαν και αυτό που είναι εκεί επάνω στη διπλανή ταράτσα. Α, Άγιε Βασίλη. Και να θυμηθείς ότι επειδή το σπίτι μας δεν έχει καμινάδα για να μπεις, άφησε το έξω από την πόρτα. Σου υπόσχομαι ότι θα ξυπνήσω πολύ πρωί για να το πάρω.
Όμως ένας ξαφνικός θόρυβος έβγαλε το μικρό αγγελουδάκι από την ευτυχία που ζούσε στο όνειρό του. Μια γυναίκα μόλις έχει βγεί από την πόρτα της διπλανής ταράτσας. Είναι ντυμένη με μια ρόμπα πολύχρωμη και στα χέρια της κρατάει μια μακρόστενη σκάφη γεμάτη με βρεγμένα ρούχα. Ακουμπά τη σκάφη στην τσιμεντένια ταράτσα και αρχίζει να απλώνει τα ρούχα στα σχοινιά που ήταν περασμένα από την μια ως την άλλη πλευρά της ταράτσας για να στεγνώσουν. Τότε ο μικρούλης πήρε τη μεγάλη απόφαση.
-Κυρία αν δεν θέλετε εκείνο το κόκκινο ποδηλατάκι, σας παρακαλώ θα μου το δώσετε;
Η κυρία ξαφνιασμένη γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος της λεπτής παιδικής φωνούλας. Τρόμαξε πολύ έτσι που είδε μόνο του το μικρό αγοράκι να είναι ακουμπισμένο στα σχεδόν σάπια κάγκελα.
-Αγόρι μου μόνος σου είσαι εκεί; Σε παρακαλώ πήγαινε λίγο πιο πίσω μην τυχόν σπάσουν τα κάγκελα που ακουμπάς και βρεθείς στο κενό.
Ενστικτωδώς ο μικρούλης έκανε ένα βήμα πίσω. Όμως δεν έφυγε. Έμεινε εκεί και περίμενε την απάντηση από την κυρία. Η επιθυμία του να αποκτήσει ποδηλατάκι τον είχε κάνει να ξεπεράσει την ντροπή που ένοιωθε.
Ναι. Ο μικρούλης ήταν πραγματικά ένα πολύ ντροπαλό παιδάκι. Όμως πολλές μέρες τώρα έβλεπε τα τρία γειτονόπουλα της ηλικίας του στο διπλανό διώροφο, με την μεγάλη αυλή, να έχουν από ένα τέτοιο ποδηλατάκι και να παίζουν.
Ήθελε και ο μικρούλης να παίξει έτσι. Όμως δεν είχε ποδήλατο. Πάλι καλά που ο θείος του ο Γιώργος του είχε αγοράσει από τη λαϊκή της γειτονιάς ένα μικρό πουλμανάκι που σε μάκρος, ήταν και δεν ήταν ίσα με το πλάτος της παλάμης του θείου του. Έτσι με αυτό μπορούσε και έπαιζε στη χωμάτινη αυλίτσα του σπιτιού.
-Σας παρακαλώ κυρία θα μου δώσετε εκείνο το κόκκινο ποδήλατο που είναι επάνω στη σκάφη αν δεν το θέλετε; Βρήκε ξανά το θάρρος ο μικρούλης να πει.
-Αυτό εκεί θέλεις αγόρι μου; λέει η κυρία δείχνοντας το κόκκινο ποδηλατάκι.
-Ναι, ναι, αυτό κυρία.
-Να σου το δώσω παιδί μου αλλά δεν ξέρω αν λειτουργεί.
-Δεν πειράζει...Θα το φτιάξω εγώ κυρία.
Η κυρία χαμογέλασε με την ατάκα του μικρούλη. Με λίγη προσπάθεια κατέβασε το ποδηλατάκι από την κορυφή της σωρού που ήταν στοιβαγμένο και το ακούμπησε στο δάπεδο της ταράτσας. Η καρδούλα του μικρούλη χτυπούσε γρήγορα από τη χαρά του. Θα είχε και εκείνος ποδήλατο. Τι όμορφα.
-Αγόρι μου δεν μπορώ από εδώ να σου το δώσω. Θα το κατεβάσω πρώτα κάτω. Κατέβα και εσύ προσεκτικά από τη σκάλα και φώναξε τη μητέρα σου να το πάρει.
-Ευχαριστώ κυρία, ευχαριστώ πολύ, είπε ο μικρούλης και τρέχοντας κατέβηκε την εξωτερική σιδερένια σκάλα.
-Γιαγιά, γιαγιά έλα έξω, φωνάζει δυνατά, σχεδόν επιτακτικά ο μικρούλης.
Η γιαγιά του ακούγοντας τις φωνές του μικρού εγγονού της ανησύχησε. Έκλεισε άρον άρον τον διακόπτη της γκαζιέρας που του έκανε τηγανητές πατάτες για μεσημεριανό φαγητό και βγήκε έξω.
Και δεν ήταν καθόλου παράξενο που ο μικρούλης απευθύνθηκε στη γιαγιά του. Αυτό γιατί η μητέρα του και η υπόλοιπη οικογένειά του, τότε έμεναν στην επαρχία. Και τον μικρούλι, που ήταν ο πρωτότοκος από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, η γιαγιά του τον έπαιρνε συχνά μαζί της στην Αθήνα όπου ζούσε με τον μικρότερο και ανύπανδρο ακόμη τότε γιό της.
-Δημητράκη γιατί φωνάζεις έτσι; Τι σου συμβαίνει; τον ρωτάει δικαιολογημένα ανήσυχη η γιαγιά του.
Ο μικρούλης χωρίς να μιλάει, έδειχνε με το δάχτυλο του την κυρία πίσω από τον φράκτη που χώριζε τα δύο σπίτια.
...Ο μικρούλης δεν άκουσε ή δεν θυμάται τι ακριβώς είπαν η κυρία με την γιαγιά του για να μας το διηγηθεί. Το μόνο που θυμάται ήταν να ανεβαίνει στο κόκκινο ποδηλατάκι με τις τρεις ρόδες και να προσπαθεί να το οδηγήσει όπως τόσο καιρό έβλεπε να κάνουν τα τρία γειτονόπουλα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΠΟΛΙΤΗΣ, Αθήνα 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!