Ὁ ναυαγός τῶν Χριστουγέννων - Χαραλαμπία Καρούσου-Τσελέντη (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Ὁ ναυαγός τῶν Χριστουγέννων - Χαραλαμπία Καρούσου-Τσελέντη (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022)




Ὁ ναυαγός τῶν Χριστουγέννων  
ἔνα διήγημα για το δωδεκαήμερο στο νησί 

Ή ἐσπέρα ἤτο εἴς την δύσιν τῆς και ἡ νῦξ , κατήρχετο, ὑποβασταζομένη ὄλον το κρύον καί τον βοριάν,  ἄτινα συντροφεύουν τἄς ἠμέρας τῶν Χριστουγέννων και τοῦ δωδεκαημέρου την ελληνικήν ὕπαιθρον. Ἥ χιῶν, ἐπρόβαλλεν άπό τῆς παραμονῆς τῆς ἐορτής, καλύπτουσα, τά δένδρα, την φύσιν, τάς στέγας τῶν  οικιῶν, ὄλην τῆν κοινωνίαν και ἐνίοτε τάς καρδίας τῶν διερχομένων έκ τῆς νῆσου. Ὁ διαβάτης στεκόταν  και ευφραίνετο ἀπό το τοπίο. 
Βορείως τῆς νῆσου, ἐστεγάζετο παραθαλάσσιον ίδρυμα, παρομοιωδώς καλουμένον χωρίον. Καθότι ούχί  χωρίον, οὔδε πόλις δύναντο τίς νά κατονομάσει την γειτνίασην τῶν μετρημένων είς τάς παλάμας  κτισμάτων ἄτινα συγκροτούσαν τό ἴδρυμα τούτο. Έπί τῶν τῶν θυρῶν, τῶν παραθῦρων, ἐπί τῶν ἰδίων  δοματων, καθικοέδρευε καί ήκμαζε ἡ συκοφαντία, το ψέμα καί ἡ κακία. Ὀλοι αύται αἱ φθονεραί  συνοδοιπόροι τοῦ βίου, ὧς φαίνεται, ἕφερον ἀμέριστον την στοργήν και καλούντο «ἀρετάς τῆς νῆσου»  έκ τῶν κατοίκων. Τόσην δε ἥτον ή αγάπη τούς, ἔτι γαρ έξεδίωκον, συγγενείς, τεκνία, γονείς καί ένίοτε  τούς ίδίους έαυτούς έκ τῶν οἰκιῶν τούς, όπως άπολαύσωσιν μόνες αύτές, τήν θαλπωρήν καί την χαράν  τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως. Τί δυστυχία! 
Μία έκ τῶν οἰκιῶν τοῦ, έστέγαζε τήν οίκογένειαν τοῦ γέρου -Ἤροδότου, παλαιού ναυτικοῦ, ὄστις  βαρύμενος ἐκ τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ είς τήν «κοκκώναν» θάλασσαν, ἄγκυροβόλησε ἀστόχαστα ἔπί τῆς  ἄμμου, ἔνυμφεύθει, ἀπέκτησε παιδία και ἐγγόνια. Ἔπειτα ,τά παιδία,ἐχάθησαν εἴς τόν φλοίσβο τοῦ κύματος ὀμοῦ μέ την ἄγκυραν καί ὁ γέρων, ἀπέμεινεν μόνος μετά τῆς γριᾶς καί τῶν ορφανῶν ἐγγονῶν  τοῦ, ἄτινα ἤσαν ὄπως λέγει καί τό δημῶδες, δίς παιδία διά αὐτόν. 
Ἀλλά είς τί ἔπταιον τά δύο ὀρφανά εἄν ἀτυχώς ἐγεννήθησαν; εἴς τί ἔπταιον εἄν ἦσαν έξορισμένα ἐκ τοῦ κόσμου, συντροφεύοντες τά στοιχεία τῆς φύσεως, συχνούς ἐπισκέπτας τῆς ἐστίας τῶν; Ἡ σκέψις και ἡ καρδία τῶν ἤτο βεβαρημένη. Διπλό βάρος ὄμως ἔφερεν και τό γηραιόν ζεύγος, διά την φροντίδαν και  την προστασίαν τῶν ἀγνών αυτῶν ἀγγέλων, ὀμοιάζοντες τῶν πεσόντων ἐπί τῆς γῆς τῶν Σοδόμων  προγόνων τούς. Διότι, ὄσαι αἱ παρακλήσεις τῶν διά την ἐξοικονόμησην, οὐχί τοῦ ἐναυσίου, άλλά τοῦ ἠμερίσιου ἄρτου, τοῦ κυνηγημένου ἀπό τον φυλάργυρον και τοκιστή παρέδρου τοῦ χωρίου, τόσος καί ὁ τρόμος, μή τά παιδία διδαχθώσι ὕπό τῶν κόλπων τῆς κακίας και πορευθώσι ὀμοῦ με τούς  συγχωριανούς τούς εἴς τήν ἀτέρμονον ἄβυσσον. 
Ἡ μάστιγα, ἡ καλουμένη ὥς εὐδαιμονία ἀπό τούς κατοίκους, εκεκατέστει ἐπί τῶν τέκνων τούς. Πρώτα ἡ κόρη, το σέμνωμαν τῆς οἰκίος, ὑψηλή, εὔμορφη, με ὠραιοτάτην κόμην , σπινθιρίζον το βλέμμα και  ριζοσπαστικόν πνεύμα ἀπό τῆς πρώιμους παιδικής νεότητος, ὕπανδρεύτει, και καθότι, εἴς έν κοτέτσιον ουδέποτε στεγάζονται δύο κοκόρια, μετά δύο ἐτῶν , ἐγκατέλειψεν οἰκίαν, τέκνα, σύζυγον, και ἐν μία  νυκτί κατέστει ἄφαντος. Μετά δεκαετίας, άνεφάνει ξανά είς το ἀτυχές ὑποστατικόν τῶν γονέων τῆς, οὔκ  ἐγνων ἀληθῶς τόν λόγο πράξαι τούτο, άνεζητών το ἀπό έτῶν ἐγκαταλελειφθές κοράσιον τής. Τό  παιδίον, άπήντησεν εἴς τό μητρικόν κάλεσμα καί τήν ἠκολούθησεν είς τήν ἐσπερίαν ὄπου πλέον  στεγάζετο, κατανοούσα μετά πολλῶν κόπων καί βασάνων, ότι δύναται καταστεί εἴς κόκορας έπί ἑνός  κοτετσίου.
Ὕστερον δέ, ὁ υἱός, τό στερνοπούλι, μή δυνάμενος ἔσται το σέμνωμα τῆς οἰκίος, μετά σπουδής καί  τολμηρίας κατέβαλα τήν μέγιστην προσπάθειαν διά τήν έξαφάνισης τοῦ χωρίου και εἴ δυνατόν τῆς  νήσου ἔκ τοῦ χάρτου. Εὐτυχές δε ἤτο τό γεγονός, ὄτι εἴς συμπατριώτης τοῦ είχεν ἐπετύχει το τόλμημα  πρό καιρού, ὄπως μάς λέγει γνωστός μυθιστοριογράφος1, καί ἐλθών δεύτερος ὁ Γρηγόριος, ὤς  ονομάζετῳ, ἠρκέσθει στάς ἐπιπλήξεις καί τούς σωφρονισμούς τῶν δασκάλων τοῦ. Ὧ, πόσαι αἱ παρακλήσεις τοῦ καραβοτσακισμένου πατέρα, πόσαι αἱ προσφοραί σέ πεσκέσια, διά να ολοκληρώσει ὁ άκάματος υἱός του, το δημοτικό καί να ἀκολουθήσει τον χορόν τῶν συνομιλίκων τοῦ εἴς τό γυμνάσιον.  Ἔπειται, μη ἔχων καλύτερον τί πράξαι, έθεσεν το ἄτομον τοῦ εἰς ἀπάνεμον ὄρμον νοτίως τοῦ χωρίου  ἀπηλαύνων την θαλπωρήν τῆς πατρικής εστίας, ἧσπερ ουδέποτε ἐκοπίασε διά νά θερμάνει. Ὁ Γρηγόριος εἴχεν οἰκονομήσειν ἀπό τόν ἀτυχή γάμον τοῦ τά δύο ὀρφανά. Τά παιδία ἠτο ἄρρενες,  ἀκμαιοτάτοι, εὔμορφοι, με ὕψηλόν βλέμμα, προθύμοι δε διά ἄπασαν ἐργασίαν. Δύναται δικαίως να  ἄπορεί τίς, ἐάν ἤσαν πραγματικῶς τεκνία τοῦ διηλίζοντα τόν κόνωπα πατρός τῶν. 
1 Μ. Καραγάτσης, «το χαμένο νησί»
Τὀ ἔτος ἐκείνο, ἠ χιῶν ἐπρόβαλλεν πλουσία, σκεπάζουσα το τοπίον ἠδη ἀπο την εἰκοστήν δεκεμβρίου, διακόπτουσα την συνήθην νησιώτικην βοή τῶν κατοίκων. Ἥσυχην ἀνέτελεν ἡ ἠμέρα, ἀνταλάσσουσα  ψιθύρους μετά τῆς σελήνης είς την δύσην. Το μοναδικόν ἐκπαιδευτικόν ἴδρυμα τοῦ χωρίου, ἐσχόλασεν  προῶρος τούς μονάζοντας μαθητάς, καί ὁ διδάσκαλος μετέβει εἰς τήν πρωτεύουσαν ἴνα μετά σπουδης  καί λαμπροτητος ἐορτάσει τά Χριστούγεννα. 
Ὁ Βασίλης, ἦτο ὁ πρεβύτερος τῶν ἐγγονῶν τοῦ γέρου Ἡροδότου, διανύων οὐκ ἔγνων εἰς ποιάν ὀδον  ἐβρίσκεται, τό εἰκοστόν πρῶτο ἔτος. Εἶχεν μικρους, φιλοπερίεργους ὀφθαλμούς, μέ ἀραιόν ὑπόξανθον  πόγωνα καί ὑψηλός τό ἀνάστημα. Εἰσῆλθεν δρομεύς καί ἀλόφρων εἰς τήν οἰκίαν τοῦ γέρου Ἡροδότου,  κρούων ὄπισθεν τοῦ τήν θύραν, ἀποστάξας όλόκληρος ὑδατος και ἐκραξεν ὠσάν να ἐκάλει το κοπάδιον  εἴς τά ὀπίσω: 
- Ἔρωντα ἔρωντα! 
Τοιούτῳ τρόπο καλούσε τόν πάππου τοῦ, βραχύνον το Ηρόδοτος είς ἡρως καί μετέπειτα εἴς Ἔρως και  μετεβιβάσας δέ τό γέρων εἴς κατάληξην, δημιούργησεν τό Ἔρωντα. Ὀ Βασίλης πεντάρφανος ἤν και  μόνον ἡ λέξις ἔρωντας ἐκάλυπτε το κενό τῆς γονεϊκῆς ἀπουσίας. 
- Ἐρωντα Ἔρωντα, προσέφει τετράκις ὁ νεανίς, στον κόλπο τοῦ Ἀγίου Ἀνδρέα μπροστά μάς, ξέβρασε το  κῦμα ἄνθρωπο, ναυαγό! Ἔλα να πάμε στον καφενέ που τον στεγνώνουν να δούμε. 
- Καί γιατί νά μας μέλει ἐμάς; Σάμπως γλυτώσαμε ἀπό τί σκοτούρες και ψάχνουμε άλλού; ἐστέναξεν ὁ γέρος. 
- Σού λέγω έλα να δείς, ἔκραξεν ὁ Βασίλης, ὁ ναυαγός εἷναι γυναίκα! 
Είς το ἄκουσμα τούτο, ὁ γἐρων ανἐβλεψεν, βραδέως ἐσήκωσεν τά ὄμματα και εδιασταυρώθει μετά τῆς  συζύγου τοῦ ἥπερ συνέλεγε το ἀποστάζων ὕδων ἐκ τῶν ενδυμάτων τοῦ ἐγγονοῦ τῆς. Ἡ γραῖα,  ἀσθμαίνουσα ἐξέλαβεν κουράγιο, ἀνορθώθει καί ἔφη: 
-Ἄλλος ἕνας δυστυχισμένος. Δεν καθόταν νά τόν τυλίξει τό κύμα, παρά ἐδώ πέρα βρήκε να ξεβραστεί; Σέ  αὐτόν τόν τόπον τον ἐλεηνόν; Ἄστον στην μοίρα τοῦ. Σήμερα θαρρείς θα τον μαζώξουμε, αύριο θα  τρέχει τσι ρούγες μέ τον προκομένον τόν γιό μοῦ. Ἠ φωνή τῆς διεκόπη. Ἐκάθισεν.  
- Καλῶς τά δεχτήκαμε λοιπόν, προσέφη. Πλούσιοι και πένητες ευφρανθείτε. Η τράπεζα στρώθηκε και ὁ λαός άς χορτάσει. Ἡ ἠθική καί ὁ νόμος εἷναι καλά φυλαγμένα στή κασέλα τοῦ πάρεδρου. Δέν πρόκειται  να βγοῦν ὄξω με τέτοιο χιονιά. 
- Σοῦ λέω ὁ ναυαγός εἷναι γυναίκα, δεν ἀκούς; ἐτράξαντεν ἀπό τούς ὤμους τή γραῖα. Ὁ παίς , μή  δυνάμενος ἶνα ἐννοείσει τούς λόγους της, ἐξῆλθεν καί κατέστει ἕν σῶμα μέ τό λευκάζον τοπίο. 
Τό οἴκημα τοῦ γέρου Ἡροδότου ἐχωρίζετο εἰς τρεῖς θαλάμους. Τό κεντρικό δῶμα μέ τήν ἑστίαν ὄπερ  ανήκε εις τό ζεῦγος καί δύο θαλάμους δια τούς 3 ἐγγονούς. Ὁ δέ Γρηγόρης εἶχεν θέσει τό ἄτομον τοῦ εἵς τόν πάτον τοῦ βαρελίου τοῦ καφενέ καί ἐλησμόνει και οἰκία και οἰκογένεια. Εἵς τό γειτονικόν δῶμα,  εἴχον ἐπιστρέψει ἐκ τῆς νυκτερινῆς τῶν ἐργασίαν ὤς ναυτοπαίδες , ὁ Διονύσης και ὁ πρεσβύτερος κατά  δύο ἔτη Κωσταντής, κομίζοντες ἱχθύες διά την Πρωτοχρονιάν. Ἀκούοντες την συζήτησην, έξήλθον και  παρετήρησαν ὁμού: 
- Αλήθεια παππού ἔπεσε ἔξω καμμιά σκούνα;  
- Είχε γυρίσει το φεγγάρι ἐχθές, ἀλλά καιρό δεν ἔφερε ἀπό τόν βοριά, προσέφει ὁ Νιόνιος.
Τά δύο παιδία, ἔφερον ἄμέριστον σεβασμόν και λατρεία διά τον γέρο καί τη γραῖα ὄσον και συμπόνια  διά τον πατέρα τῶν. Ἤσαν δέ οἱ μόνοι διασώστες τῆς ἀνεμοδαρμένης ταύτης βρατσέρας ἤτις ἐκαλείτο  οἰκογένεια. 
- Ἀφήστε τά αὐτά σείς και πηγαίνετε στη ψάθα σάς να αποκάμετε. 
- Μά νόνα μοῦ, παρενέβη ό Κωσταντής, ὁ Βασίλης πήγε στον καφενέ και το χιόνι θά ξαναρχίσει, να πάμε  νά τον φέρουμε; 
- Να φέρουμε τά μουσαφιρλίκια, να τα τσουβαλιάσουμε όλα να φέρουμε καί τσι κότες στο δώμα να τσου  δώκουμε τή κάμαρη για ύπνο. Η γραῖα ἀσθμαίνων βαρέως και λαβών χρέη πλοτάρχου ἐν τῃ σκούνα τῆς  οἰκογενείας, ἐγειρεν δεξία το πηδάλιον και εἶτα προσέφη: 
- Ἐδὠ να καθίσετε, καί ὁ ἄλλος Ὁ ἀνεπρόκοπος ἄς κάνει ὄπως νομίζει. Αὔριο ξημερώνει τοῦ Ἄγίου  Βασιλείου. Να μᾶς βρεῖ ὁ νέος χρόνος στα σπίτια μᾶς, και ὄχι να γυρίζουμε τσι ροῦγες και να κάνουμε  σπάντζο. Την κλείσανε πού την κλείσανε την εκκλησιά γιατί ο παππά γεράσιμος θα πάει στη πόλη, μην  προκαλούμε τα ταγκαλάκια. Σταυρωκοπήθει :ξορκισμένα νάναι τά δαιμονισμένα καί μακριά ἄπό ἔμᾶς  Ἄγιε μοῦ Γεράσιμε. Μᾶς ξέχασε ὁ Θεός καί μᾶς θυμήθηκε ἡ θάλασσα μαθές! 
Ἤτο δε πρόθυμη ίνα να απαριθμήσει ἄπασας τάς «ἀρετάς» διά τίς ὄποίες εφημίζετο το χωρίον. Οἱ λόγοι  τῆς ὄμως διεκόπησαν, ἐκ τἦς θυρός, ἥτις ἀνοίχθη βιαίως καί νέον πρόσωπον ἀνεφάνει ὑπό τό ἀμυδρό  φῶς τῆς λυχνίας.Τόν ἐπισκέπτην ἀκολούθησεν ὁ Βασίλης, καί βαστάζων τό ἀπολεσθέν ἄτομο τοῦ, ὁ Γρηγόρης. Τό βλέμμαν τοῦ, ἐξέφρασε τινά μορφήν ἐκπλήξεως, ἀνωτέρας ξένου ὅστις προσεγγίζειν  ἄγνωστην χώρα. Ἐλησμόνει ὁ δύσμοιρος, το μέγεθος τῆς οικίος, το δυσανάλογον τῆς πενίας ὄπερ  εδέσποδε τῇ πατρική ἐστία. Ἀλλά ἄς ἐξελάβωμεν ὅμως καιρόν εἰς τήν περιγραφήν τοῦ ξένου. Ἦτο γυνή,  ὑψηλή, με μέγας ὀφθαλμούς καί ἀναγενησιακήν μορφήν. Αἱ καλλιτέχναι τῆς ἐποχῆς θά τήν  ἐξελάμβαναν ὡς πρότυπο δια τήν ἀπεικόνισην τῶν ἀναγεννησιακῶν παρθένων. Τό κάλλος τῆς  ἐσυγκέντρωνε δέ, ὅλο τό ἐνδιαφέρον ἑκάστου παρισταμένου ἔναντι αὔτης. Ἔφερεν μέγαν ναυτικόν  ἔνδυμα ὅπερ ἐσκέπαζεν τούς κόλπους καί τά ἄκρα της, ἀλλά μή δυνάμενο ἵνα καλύψεις τούς  χρυσίζοντας βοστρίχους τῆς κόμης της. ἦτο ἀνυπόδητος καί ὡς λέγουσι οἱ ναυτικοί «ἑίχε ξυλιάσει», τά  ἐνδυματα της δέ ἔφερον ὁμοῦ μέ τό ὕδωρ καί τήν ἀλμύρα τῆς θαλάσσης. Ὁ Γρηγόρης ἦλθεν εἰς ἑαυτόν,  καί φέρων μέγαν κορμόν ὅστις ἐχρησίμευε ὡς κάθισμα, τόν ἔθεσε παρά τῇ ἑστία, καί λαβων τήν  ἄγνωστη ἐλάληλε: 
- Νά, νά, ἐδώ ἔχουμε φωτιά, νά νά κάθισε ἐδῶ νά ζεσταθεῖς, ἔχουμε καί τόπο νά πλαγιάσεις ἔχουμε  καιφαγί. 
Μάνα σούπα, κρέας γρήγορα, ἕνα ζεστό γιά τήν κοπέλα. Ἐναυάγησε μέ τήν βάρκα τῆς ἀπό ἀπέναντι. Πρό δέ τίς δυνηθεῖ ἰνα φέρει ἀντίρρησην ἤ συμφωνίαν, ὁ Βασίλης, μετέβει εἰς τόν δεύτερον θάλαμον,  καί επέστρεψε φέρων ζεστά ὑποδήματα τά ἰδικά του, ἀπερ ἐφύλα δια τς ἑσπερινάς ἐκδορμάς του εἰς  τήν πολίχνην τῆς νήσου. 
- Ορίστε, πρσέδη εἴς ἴδιον τόνον να παπούτσια, θα σου φέρω και τη μάλλινη κουβέρτα, καί θα σοῡ βρούμε καί ρούχα ζεστά, καθαρά. Να, τώρα θα πάγ στη κυρά Ναυσικά ἀπό ἀπένατι να μοῦ δώκει. Τῷ όντι ὁ νεανίς, θέτων εἴς τούς κόλπους τοῦ Κωσταντή τά ὑποδήματα, εξήλθε προς την ἀνέυρεσιν τῶν  ενδυμάτων. 
Ἡ γραία, ἐνόησεν ότι ἡ σκοῦναν τῆς οἰκογενείας είχεν λάβει ρότα διά βέβαιον ναυάγιον, ἐξέλαβε το  πηδάλιον, και προσελκύσαν την ἄγνωστην ἔφη:
-Ἔλα κόρη μου να καθίσεις ἐδώ να ζεσταθείς, και μόλις μέ τό καλόκοπάσει ὁ άνεμος κι ἀγιαστούν τά  νερά, θα στείλουμε ἀπέναντι να μάθουν για σέ, να ἔρθουν να σέ μαζέψουν οἱ δικοί σοῦ. Τῷ ὄντι ἡ γραία ἤτο εὑστροφην καί διπλωμάτης, διδαχθείσα ἐκ πείρας. Το χωρίον τοῦτο, εἴχεν συγκεντρώσει  ἄπαντες τούς συντρόφους τῆς ἀμαρτίας. Και οἱ κάτοικοι ἀπελάμβαναν τά πάθη τῶν. ‘Oποιαδήποτεν  ἐργασίαν ἤ τόλμημα ἔμελεν ἀποβεί μοιραίον διά τον συνάθρωπων, ἤτο ευτυχία δια ταύτους. Ὁ ἀτυχής  ἀνθρωπος ἤτις έμελλε να ευρίσκεται τυχαίως εἰς τον ανταγωνιστικόν στόχο τῶν, ἐναυαγούσε. Ἠ δολιότης τῶν ἐπιστράτευε πᾶν μέσο, ὥστε ὁ ναυαγός οὐδε τά ιστία τοῦ πλοίου νά συλλέξει δυνάμενος  είη. Ήτο δε ικανοί ίνα προμηθεύσωσι είς τον μέλλοντα ναυαγόν τήν ἰδίαν σκούνα ἄτινα έμελλον να  βυθίσουσι. Ἀφού δε επέλθει το ναυάγιον, βεβαρημένοι, φέρων το προσωπείο ἀμερίστου θλίψεως,  ἐσυνηγόρουν τον δύστυχον ἄνθρωπον ὠσάν να ἤτο ¨Η μόνη σανίς σωτηρίας ἕπί τῆς θαλάσσης, ἡτις ὁ δημιουργός ἐστέρησεν την φωνήν, ίνα κραυγάσει την ἀλήθειαν. 
Ἐπί τῆς βρατσέρας δε τῆς οἱκογενείας τοῦ γέρου -Ἡροδότου ή μόνη θιασώστης ἠτο ή βασανισμένη έκ  τῶν πολλών ναυαγίων γραία.  
Την ὀλιγόλεπτον σιγήν, διέκοψεν ἡ δευτέραν ἄφιξης τοῦ Βασίλη, φέρων ὑπό τούς κόλπους τοῦ μέγα  καλάθιον μετά ἐνδυμάτων διά την ξένην. 
-Τά φερα, ἀνέκραξε ὁ νεανίς, να ἀλλάξεις και να πάς μέσα να ξεκουραστείς. Να να , έλα να σε πάγω  δίπλα να ἀλλάξεις. Ο νέος, διά να καλύψει την ντροπήν τῆς γυμνότητος τοῦ οἰκήματος, ἀνεφώνει δίς είς  κάθε πρότασιν το να, ἐλπίζων ὄπως ἐγεμίσει την κάμαρην με προθέματα. 
Ευθύς δε, άφηκε το καλάθιον ἐπί τοῦ δαπέδου, και έλαβε την χείρα τῆς γυναικός διά να πράξει τά  λεγόμενα τοῦ. Ουδεμίαν άντίστασην αἰσθάνθη. Ἡ γυνή εἴχεν εκστατικόν το βλέμμα. Πρώτα ἐπί  ἀγνώστου σημείου, εἴτα ἐπί τοῦ δαπέδου, εἴτα ἐπί τῆς ἐστίος. Οἱ οφθαλμοί τῆς μυδρίαζαν. Ἔκανεν  βραδίαν κίνησην προς τον Βασίλην, ἀλλά αἱ προσπάθειες τῆς διακόπησαν ἐξ’ ἀποτόμου ἤχου: κάποιος  έκρουε την θύραν. 
- Τί ζητάτε; έκραξεν ἡ γραία. 
- Ἀνοιξε μαγκούφα πού σοῦ λέω, η Νίτσα εἴμαι , έλα πού να σε πάρει , κάμε γρήγορα, ἠκούσθει  γυναικεία και στιβαρή φωνή ἔξωθεν. 
Ἡ γραία ἄνοιξε την θύραν και γυνή με μέγα ἀνάστημα, ἀσκεπής, εισήλθεν. Εξέφρασεν ἀπορία τινά έπί  τῆς ὄψεως τοῦ Γρηγόρη. Ἡ κυρά Ἀναστασία, ἤτο έκ τῶν παλαιών γυναικών τοῦ χωρίου. Όλη ἡ περιουσία  τής ἐπωλήθει ἔναντι ἑνός πινακίου φακής, διά να σώσοι τίς «πομπές τῆς κόρης τῆς», τῆς «προκομένης»,  τῆς «ἀστεφάνωτης», τῆς ντροπής τῆς οικογενείας. Ὁ δε σύζυγός ἤτο εἰς έκ τῶν συντρόφων τοῦ Γρηγόρη  είς τον καφενέ. 
- Ἔχετε μαζευτεί πολλόι βλέπω, έκραξεν μετά σπουδῆς. Ααα και ο Γρηγόρης, τί κάνεις Γρηγόρη, πώς παν  τά καράβια, τα βρήκες στον πάτο του βαρελιού ή τα ψάχνετε ακόμα μέ τόν ἄλλον τόν προκομένο,  ἐννούσα τόν ἄνδρα τῆς. 
- Εἰπέ μοῦ γρήγορα τί θές για΄τι έχουμε βλέπεις μουσαφίση, τή διέκοψε ή γραία. - Καλά ντε, κάτσε να κάτσω, πονούσι τά πόδια μου μέχρι να έρθω ἀπό τόν ἀνήφορο. Ἐδέησε αὐτός ὁ πάρεδρος γιά νά φταχτεί ὁ δρόμος, ξέρει τίποτα μαθές ὁ ἄνδρας σου; 
- Πού να ξέρουμε, φτωχοί ἄνθρωποι εἴμαστε, παρενέβη ὁ γέρων, τέτοιες άγιες μέρες, ἀς μήν λογιόμαστε  τά πολιτικά.
- Ναι μωρέ Ἠρόδοτε, είς τόν ἴδιο τόνο προσέφη, είδαμε ποτέ προκοπήν; ἐδώ εἴναι ὄτι πιάσεις. Μαθές  ὄμως για ἄλλο ἤρθα, και πώς δεν γκρεμοτσακίστικα να λές. Γιά τά μουσαφιρλίκια σου, δεικνύων την  ξένην είς χαμηλότερο τόνο λέγουσα, ἤρθα. Εἴναι κάτω στής Μιμίκας και την ζητούν οι λιμενικοί και την  ψάχνουν. 
- Τήν κοπέλα, φώναξαν ἔκληκτοι έν χορώ ὁ Βασίλης καί ὁ Γρηγόρης. 
- Ναίσκε νά σέ χαρώ,απήντησεν ἡ γυνή, ἔχουν πληροφορία ὄτι ἔφυγε εχθές ἀργά με την βάρκα, εἶναι ἡ κόρη τοῦ Ραφαήλ Συμιτζή τοῦ δημάρχου ἀπό ἀπέναντι. Πρίν δύο εβδομάδες τῆς ἔδωκαν τόν καπετάν  Γεράσιμο τον γιό τοῦ Φωκᾶ από το Ἀργοστόλι, ἀλλά αυτή ἤθελε ἕναν ἄλλον πού μπαρκάρησε με ξένη  γολέτα και πρίν λίγες μέρες μάθανε ὄτι ναυάγησε. Ἐχθές το πρωί λοιπόν, ἔφυγεν ἡ κοπέλα, καί τήν  
ψάχνουν σέ ὄλο τό νησί. 
- Τί λέγεις; ἡ γραῖα κοιτούσε την γειτόνισσαν ἔκπληκτην. Μά μπορούσαμε να κάνουμε ἐμείς ἀλλιώς;Να  αφήναμε ξένον ἀνθρωπο ἀβοήθητο; 
- Ἀφήστε, θα πάω ὄπως με ζητούν. Ἀκούσθει λεπτή, τρεμάμενη ἡ φωνή τῆς κόρης. Δεν θέλω να σᾶς εἶμαι  βάρος τέτοιες μέρες. Αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, ψέλλισε. Ἠγέρθει και προσέγγισεν την θύραν ὄπως ἐξέλθει. Ὄλη δε ἡ ὄψη τῆς ἐξέφραζε άμέριστον πόνον. ΟἹ πύρινοι ὁφθαλμοί τῆς, παρετήρησεν ὁ Κωσταντής, ἐξέφραζον ἀπελπισίαν και τρόμον ὀμοῦ, ὠσάν άδικοχαμένον ορφανόν ἄτινο προέβει είς  ἐπαιτείαν διά τά ὀλίγα ψυχία τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου, βέβαιο δε ὀτι οὑδέποτε θα τα ἐλάμβανε. Ὄλη  ἡ σκηνήν, διήρκεσε στιγμάς. Ή κίνηση τῆς νέας ευρέθει άντμέτωπη μέ το σκυφτό σώμα τῆς γραίας 
- -Και που ξεύρουμε ἐμείς, ὄτι ψάχνουν αὐτή και ὄχι κάποια ἄλλη; ρώτησε Μά εἶσαι ἐσύ κόρη μοῦ αὐτή  καθώς λένε; Και ἐφυγες μονάχη σου; Δεν φοβήθηκες μην θαλασσοπνιγείς μέ τέτοιον καιρό; Ἡ γραία  ἐστέναξεν. Είς την μνήμην τῆς ταξίδεψε ἡ πτωχή και στερημένη, πλήν ὄμως πλήρης αἰσθημάτων  νεότητα τῆς. Μεταβάλων τό ὔφος και την χρειάν τῆς, ἀπευθύνθην είς τῆν νέαν: 
- Στάσου, πού πας; 
- Καθώς με ζητούν, άπήντησεν ἡ γυνή, ἀληθώς χωρίς αἴσθηση τῶν λόγων τῆς. 
- Θέλεις να ἐπιστρέψεις στο σπίτι σοῦ κοπέλα μου; παρενέβει ὁ γέρων, τότε γιατί ἔφυγες; - Δεν ξέρω,πρσέφη ἡ γυνή χαμηλή τῇ φωνή. 
Λαβών την ξένην, ἔθεσεν αὔτην παρά τήν εστία, καί ἡ γραια παρακαθίσασα πλησίον τῆς ψυθίρισεν: -Πές μοῦ, δέν σαγαπάει ὁ άνδρας σοῦ; δέν σου φέρεται καλά; 
- Ὄχι ὄχι ἀπήντησεν ὤσαν νά ἐτραντάχθει ἀποτόμως έκ βαρέου ὔπνου. Ἴσα ἴσα με προσέχει, μόνο  πού… 
- Ἄγαπάς ἄλλον, παρενέβην ἡ γραῖα. 
- Ναί, μορμύρισε. Τά χείλη τῆς συσπάσθησαν. 
- Και προτίμησες να φύγεις μακριά ἀπό την στέγην σού , ἐπειδή ἔχασες την ἐλπίδαν. Μά αὐτός κόρη μου  χάθηκε, τί θα ἐπήγαινες να βρείς; 
- Δεν ηξεύρω, δέν σκέφτηκα τίποτα. Ή κόρη εἴχεν ἐπέλθει εἰς εαὑτόν. ἤθελα μόνο να φύγω. - Και τί θα κάνουμε τώρα, έκραξεν ὁ Βασίλης, ἤτις ηκροάσθη ἄναυδος την συνδιάλεξην τῶν γυναικών.Δεν  μπορούμε να σέ αφήσουμε να φύγεις. 
- ὀχι θά ὑπάγω, ἔφη ἡ γυνή, θά ἔχουν ἀνησυχήσει καί οἱ γονείς μου. 
Ἡ γραία ἀντελήθφην την νέα τροπή τῶν γεγονότων, καί ἀπευθυνθει είς την γειτόνισσαν :
- Ἄκου κυρά Νίτσα, πώς ἔχουν τά πράματα. Ἡ κοπέλα, νά σέ χαρώ, βγήκε βόλτα μέ τή βάρκα, σηκώθηκε  μαϊστρος, καί ὄπως καταλλαβαίνεις ἔχασε τόν ἔλεγχο. άλές δόξα σοι ὁ Θεός πού τήν ἐβρήκαμε κιόλας.  Θά τήν ἐπάμε κάτω τώρα, νά γυρίσει μέ ἀσφάλεια σπίτι τῆς. Ἐπιτάσσασα τό βλέμμα τῆς, προστακτικό  ἐπι τοῦ Γρηγόρη, ὄστι ἔφερεν έκπληξην ὀμοῦ με τρόμοείς τήν ἔκρασην, προσέφη: 
- Γρήγορα Γρηγόρη, να πάτε την κοπέλα κάτω και να ἐξηγήσετε την κατάσταση , ὄπως την είπα!Νά πάγει  ἡ κοπέλα στόν ἄνδρα τῆς νά γιορτάσουν τόν Άι -Βασίλη. Κατάλλαβες; 
Ὁ Γρηγόρης, πλησίασε, ἔκλεινε τήν κεφαλήν καί ἐσυμμορφώθει εἰς τάς διατάξεις τῆς γραίας. 
- Στις δουλείες μᾶς ὄλοι τώρα, και να γυρίσεις γρήγορα, ἀποπήρε τον υἱό τῆς. Θα ἔρθουν τά παιδιά με τίς  ἀρμόνικες και τά μαντολίνα σέ λίγο. Μην έβρουν ἄδειο τό σπίτι. 
- Πάω και γώ, εἴπεν ἠ κυρά- Νίτσα. Δεν ἤξερα πώς τούτη ἐχάθηκε. Βέβαια εἶναι να ἀπορείς για το πώς  χάθηκε, ἐσκέφθη. Ἐμένα, προσέφη, ἀλλα με εἴπε ὁ γιός τοῦ συγχωρεμένου τοῦ Γιάννη. - Να μάθεις να μην πιστεύεις ὄτι λένε και να ξεσπιτώνεσαι γριά γυναίκα μές στο κρύο να ἀνέβεις ὄλη την  ἀνηφόρα. Ἄντε Κωσταντή, εστράφει εἰς τον νεανία,βοηθησε την κυρά -Νίτσα να γυρίσει σπίτι τῆς. - Ἀμέσως νόνα μοῦ. ὀ Κωνσταντής. Ἀπνευστί λαβών την παλαιάν πατατούκαν του, ἰκανή διά να σκεπάζει  μόνον τούς αθλητικούς ὤμους τοῦ, ἐβάσταξεν την γραῖα και ἐξήλθαν. 
Ησυχίαν ἐπήλθεν ἐν τῇ οικία. Ο Διονύσης μετέβει είς τον ἔτερον θάλαμον τοῦ οικήματος και ἡ γραῖα  ρίπτων ὀλἰγους κλαδους εἰς τἠν φλεγόμενην ἐστίαν, τον ηκολούθησε.
Μετά τριών ὠρών, τό σκότος εσκέπασεν ὄλον τον τόπον και τά παιδία, λαβόντα τόν εξολπισμό τῶν  εξήλθον ἴνα ψάλλωσι τά κάλαντα. Αὔτη ἡ εργασία τῶν, ἐλάμβανε χώρα τετράκις καθ’ ἔτος: τήν  παραμονην τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιάς, τῶν Φώτων και το Σάββατο τοῦ Λαζάρου. Εἴς την  ἐξόρμισήν τῶν, ἐπεθύμουν ὤπος συλλέξουσι και το τελευταίον χαρούπιν ἐκ τῶν κερασμάτων, ὄπως  λάβουσι και την τελευταίαν πεντάραν. Ἐγένετο δε καθ’ ἔτος μάχη είς την μοιρασιάν: τίς θα ἐλάβει το  κέρασμα, τίς το γλυκό και το φούτο. Οἱ μάγκες, έστηνον παζάριον ἀγοροπωλησιών με βαρύ  κοστολόγιον, καθότι μία πεντάραν ἀνταλλάσετο μέ τρία γλυκίσματα, καί δύο χούφτες καρύδια μέ ἤμισυ  τῆς πεντάρας. Τό παζάριον δέ, ἐσχολαγεν ἀποτόμως ἐκ των αλαλαγμών τῶν γονέων ἄτινες μετά  ἀπειλών καί φωνάς ἐκαλούσαν τά τέκνα τῶν. 
Τά παιδία ἔψαλον τον Αί Βασίλη, έφυλέυφθηκαν τρία χαρούπινα και μία χούφτα καρύδια, και έν τῇ οικία τού γέρου Ἠροδότου, ἐτοιμάζετο το πρωτοχρονιάτικον δείπνον. Η γραῖα είχεν επιμελώς  τυλιγμένον μέ τήν κεντητήν πετσέτα το χριστόψωμο με την σφραγίδαν είς το μεσόν ,και οἱ ἱχθύες  ανέμενον ἐντός της πυροστιάς την αλλαγή τοῦ ἔτους. 
Ἄπαντές οἱ νέοι θερμαίνοντο παρά την εστίαν. 
- Ἐλάτε παιδιά μοῦ να κενόσωμεν εἴπεν ἡ γραῖαν , έννοούσα, ἐλάτε διά νά δειπνήσωμεν. Πριν δε  πληρωεθί ὁ λόγος τῆς, εισήλθεν είς το δώμα, ὁ Γρηγόρης, φέρων ογκώδες και βαρύ αντικέιμενο  κεκρυμένον ὑπό τῶν κόλπων τοῦ. 
- Θυμήθηκες το πατρικό σοῦ, πῶς και αυτό;ἐλεγα ότι μετά το σημερινό θα ανταμώναμε ξανά τά Φώτα  στή παραλία μπροστά στόν καφενέ. Άντε δεν πειράζει, καλά πού ἤρθες, ἔλα να φάμε. 
Ὁ Γρηγόρης ἁπηλευθέρωσε τούς κόλπους τού, ἀποκαλύπτων μέγα ταψίον με ψητόν γουρονόπουλο. 
- Πού το βρήκες αυτό; ἔκραξεν ὁ Κωσταντήν λαβών το μοσχομυρισθέν ψητόν. 
- Μου το δωκε ο φούρναρης για 30 δραχμες, απήντησεν ο Γρηγόρης.  
- Και που βρήκες εσύ τόσα λεφτά;διερωτήθει ὁ γέρων, ἤτις προσέλκει το ψητόν ευφραινόμενος ἐκ τῆς  ὀσμής. 
- Μου τά δωκε ὁ σύζυγος τῆς κοπέλας, ἀπό την χαρά τοῦ πού την ἐβρήκε. Διακόσια τάλαρα μοῦ δωκε και  μια χρυσή λίρα. Ευθὐς εξέλαβε έκ τοῦ θυλακίου τοῦ την λίραν και την ἔθεσεν ἐπί τῆς τραπέζης. Ὁ χρυσός ἐλαμψε ὑπό το φώς τής ἐστίας. 
- Ὦ, ἀνεφώνησαν ἄπαντες πλήν τῆς γραίας.  
- Καλώς , είπεν, ας φάγωμεν. Ὁ Θεός γνωρίζει και ἐβοήθησεν και ἐμάς καί τήν κοπέλαν. Ας  προσευχηθούμε καί ἄς φάγωμεν. Μεγάλη ἡ χάρη Του, ἐσταυρωκοπήθει. 
- Νόνα μοῡ, θά περάσουμε ὄλον τὀν χειμώνα μέ αυτά τά χρήματα, έκραξεν ευτυχής ὁ Κωσταντής. Ὁ δε  Βασίλης εἴχεν ἀποσπάσει γενναιόδωρον τεμάχιον ὄψου. 
Ἐκάθισαν άπαντες, σταυροκοπήθησαν και ευχήθησαν είς το καινόν ἐτος. 
Εἰς υγείαν τῆς ναυαγοῦς, εἴπεν ὁ Γρηγόρης, λαβών το ποτήριον εἰς θέσιν προπόσεως. 
Τά ποτήρια τσουγκρίσθησαν καί ἡ γραία φέρων το μειδίαμα τῆς ευτυχίας ἀντιφώνησεν : Εἰς ὑγείαν  τῆς, ἐπεστρεψε ὁ κάθε ναυαγός στον τόπο τοῦ.


Χαραλαμπία Καρούσου-Τσελέντη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!