Tο ευώδες σύννεφο
Άγιες οι μέρες που έφταναν κι όπως κάθε χρόνο πάλι φέτος οι ευωδιές απ' τα γλυκίσματα ήταν αυτές που με τον χειμωνιάτικο βοριά πετούσαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά,θυμίζοντας πως ετούτο το διάστημα πρέπει να ξεχωρίζει όπως έλεγαν οι γιαγιάδες. Οι νοικοκυρές έτρεχαν από νωρίς στα μπακάλικα της μικρής πόλης, φροντίζοντας για την προμήθεια των υλικών, με την ελαφρά αγωνία μήπως και τελειώσει το βούτυρο γάλακτος...μήπως της γειτόνισσας οι κουραμπιέδες γίνουν καλύτεροι.
Αυτή τη χρονιά οι μαγευτικές ευωδιές απ' το φρέσκο βούτυρο, τα καβουρδισμένα αμύγδαλα για τους κουραμπιέδες,την κανέλλα για τα μελομακάρονα, το γαρύφαλλο για τον μπακλαβά θα έκαναν τόσο, μακρύ ταξίδι!
Ένα άσπρο σύννεφο με χρυσοστολισμένη άμαξα που την έσερναν δυο περήφανα κόκκινα άλογα σταμάτησε έξω από το παραθυράκι της κουζίνας, με τα πλεκτά κουρτινάκια -έργα της προγιαγιάς- και το πεντακάθαρο τζάμι αφού εκείνο το σημείο αποτελούσε το παρατηρητήριο της νοικοκυράς καθόσον έβλεπε στον κεντρικό δρόμο του τόπου.
Η άμαξα σε ελάχιστο χρόνο πήρε τις ευωδιές και το ταξίδι ξεκίνησε..Απ' όπου κι αν περνούσαν όλοι γύριζαν προς τον ουρανό γιατί ήταν η πρώτη φορά που οι χιονονιφάδες ανέδυαν αρωματικές σταγόνες.
Η δεκαετία του '70 έστελνε πολλούς Έλληνες στην ξενιτιά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, οι οποίοι όσα χρόνια κι αν πέρασαν δεν έπαψαν να έχουν την πατρίδα στην καρδιά τους.
Στην άλλη άκρη του κόσμου, η αρχοντική γυναικεία παρουσία καθόταν στη βελουδένια πολυθρόνα της, μπροστά απ' το τζάκι, ακούγοντας τους ψίθυρους απ' τα ξύλα που έλεγαν μεταξύ τους τα καμώματα των Δρυάδων, βλέποντας τον χορό της φωτιάς, έχοντας μπροστά της, τις ανεξίτηλες εικόνες από το πατρικό της σπίτι, απ΄τη μικρή της πόλη, απ' τα παιδικά της χρόνια μέρες Χριστουγέννων. Περίμενε να έρθουν τα δυο παιδιά της και τα έξι εγγόνια για να φτιάξουν μαζί τα γλυκά όπως έκανε η μάνα της. Τους είχε μυήσει στην ελληνική παράδοση κι αυτό αποτελούσε μια από τις πιο ευφρόσυνες στιγμές για τη ζωή όλων τους στη μακρινή χώρα.
Όταν έφτασαν οι δυο οικογένειες, ήδη τα μάτια της ήταν βουρκωμένα για μια ακόμη φορά...από τον βαρύ πόνο που η αδυσώπητη μοίρα της δημιούργησε.
Αμέσως όμως οι αγκαλιές και τα γέλια απ' τα μικρά την έκαναν να αφήσει στην άκρη τη μελαγχολική διάθεση.
Μπαίνοντας στην κουζίνα με τα μικρά γύρω της, ξαφνικά η μεγάλη τζαμαρία έγινε κάτασπρη και σχήματα μικρών αγγέλων, αστεράκια, καμπανούλες την διακόσμησαν..ανοίγοντας εκείνη, την πόρτα για να διερευνήσει τι συμβαίνει, η κουζίνα γέμισε από ένα άσπρο σύννεφο ζάχαρης άχνης με ευωδιές του τόπου της, έβλεπε τη φιγούρα της μητέρας της με τις γειτόνισσες να τρέχουν για τα υλικά, τον φούρναρη με το μεγάλο ξύλινο φτυάρι, όπως πάντα χαμογελαστός, έτοιμος για το επαγγελματικό του καθήκον... οι αναμνήσεις της μαζί μ' αυτό το "δώρο" των γονιών της (έτσι το ένιωσε) γέμισαν την καρδιά της φως! Ένιωθε πως ήταν κοντά οι δικοί της που πλέον είχαν φύγει απ' τη ζωή, τη διαπέρασε ένα κύμα αγαλλίασης σαν εκείνο που νιώθει ο πληγωμένος όταν η πληγή του θρέφει, σαν το μωρό σε ζεστή αγκαλιά, η αισιοδοξία ξανάρθε κοντά της. Αυτή η απρόσμενη κατάσταση αποτέλεσε την πηγή για να μιλήσει στα εγγονάκια της για την ψυχή, το μόνο αιώνιο..Γιατί το άσπρο ζαχαρένιο σύννεφο που ευωδίασε σχεδόν όλο τον κόσμο ήρθε αυτές τις γιορτές που εκείνη ήταν μαραζωμένη από τις ταλαιπωρίες της ζωής της, ήρθε αυτή την εποχή που είχε τόση ανάγκη για κάποια ευοίωνη ένδειξη...
Σοφία Αγραπίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!