Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Ειρήνη Χιώτη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Η Λογοτεχνία, έτσι όπως θα βρίσκαμε τον ορισμό της σ’ ένα σχολικό βιβλίο, είναι η τέχνη που χρησιμοποιεί τον γραπτό λόγο για ν’ αποδώσει συναισθήματα και εικόνες.
Για να χρησιμοποιήσω κάποιες πληροφορίες που βρήκα στο βιβλίο των Maurice Delcroix – Fernand Hallyn : «Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας», θα μπορούσαμε να πούμε πως Λογοτεχνία είναι η συστηματική παρατήρηση ενός φαινομένου ρεαλιστικού ή συναισθηματικού και η κωδικοποιημένη μετέπειτα μεταφορά της παρατήρησης αυτής στο χαρτί. (σελ. 187)
Αν ήθελα τώρα να δώσω ένα περισσότερο προσωπικό και ποιητικό ορισμό για τη λογοτεχνία, αυτός θα ήταν ένας περίπατος μέσα σ’ ένα φθινοπωρινό δάσος με κυκλάμινα. Για ‘μένα αυτό είναι η λογοτεχνία, ένα περίπατος μέσα στα μυστικά μονοπάτια ενός δάσους που σε τραβάει γοητευτικά μεν αλλά που πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να συναντήσεις το κακό λύκο εκεί μέσα ή να χαθείς εκεί και να δυσκολευτείς να βρεις το δρόμο της επιστροφής στην «κανονικότητα».
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Για εμένα προσωπικά, η λογοτεχνία είτε ως ακόλουθός της (όταν διαβάζω βιβλία δηλαδή), είτε ως δημιουργός (όταν γράφω κάτι), στέκεται πάντα θαρρώ ως καταφύγιο και παρηγοριά στα δύσκολα όποια και αν είναι αυτά. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, η σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία έχει χρέος να σταθεί ως αντίδοτο απέναντι στη μεγάλη πολιτιστική και πνευματική παρακμή που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, παρακμή που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου τυχαία αλλά μάλλον εκπορευόμενη απ’ όσους αρέσκονται στο να κρατάνε τους ανθρώπους σε πνευματικό σκοτάδι και σε αμάθεια ώστε να τους χειραγωγούν ευκολότερα.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Οπωσδήποτε τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο, θεωρώ πως έχουμε περάσει περίδο μεγάλης πνευματικής παρακμής, η οποία οδήγησε τη χώρα και στην οικονομική κρίση στη συνέχεια, καθώς επεσήμανε και ο αείμνηστος Θάνος Μικρούτσικος. Προσωπικά τη βίωσα και με τη μορφή έντονης εργασιακής περιθωριοποίησης και ανεργίας σε πολλούς τομείς της ζωής μου, ξεκινώντας από την απαξίωση των πρώτων μου σπουδών (των Φιλολογικών δηλαδή) όπως και χιλιάδες συνάδελφοι από διάφορους κλάδους στην Ελλάδα, εκπαιδευτικούς και μη, και γενικότερα υπάρχει μια μεγάλη στροφή τα τελευταία χρόνια στις υλικές αξίες στην κοινωνία μας, στον υπερκαταναλωτισμό και στην υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση υλικών αγαθών και όχι από την αναζήτηση άλλων προτύπων ζωής, όπως το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι ή να μελετάμε και να διαβάζουμε περισσότερο. Έτσι η κατάκτηση της γνώσης ως αξία πέρασε σε δεύτερη μοίρα κι ενώ παλαιότερα η απόκτηση μόρφωσης ήταν ένας μοχλός κατά κάποιο τρόπο, κοινωνικής ανόδου και καταξίωξης, σταδιακά νομίζω, περάσαμε σε μια άλλη νοοτροπία, εκείνη που θεωρεί όπως είπε και μια συνάδελφος κάποτε πως: «Δε χρειάζεται η γνώση για να πετύχεις στη ζωή». Αρκεί να είσαι όμορφος ή να μπορείς να βρεις ένα τρόπο να βγάζεις χρήματα. Το χρήμα έγινε κυρίαρχη αξία και κύρια οδός κοινωνικής ανόδου. Τώρα τι ρόλο μπορεί να παίξει η ποίηση μέσα σε όλη αυτή τη φρενίτιδα του υλισμού; Για εμένα ο ρόλος του δημιουργού είναι να στηλιτεύει ό,τι θεωρεί πως είναι άδικο ή πως είναι κακώς κακωμένο σ’ ένα σαθρό σύστημα αξιών! Θεωρώ πως όταν ένας άνθρωπος που γράφει, σωπαίνει απέναντι σε μια αδικία σε μια κρίση ή σε μια περίπτωση εκμετάλλευσης τότε έχει μερίδιο ευθύνης. Μ’ εκφράζει σε μεγάλο βαθμό η φράση του Μπρεχτ: «Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί. Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;» Ελπίζω σταδιακά να βρει η ανθρωπότητα μια ισορροπία ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη και θέλω να πιστεύω πως η ποίηση, η λογοτεχνία θα σταθούν πνευματικοί φανοστάτες απέναντι στην προαιώνια μάχη ανάμεσα στο πνευματικό σκοταδισμό και το φως της επιστήμης και της γνώσης. Κάτι ελπιδοφόρο που είδα στα social τελευταία να κυκλοφορεί είναι πως: «όπου πέφτει το φως το σκοτάδι φεύγει».
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Ποίηση με τη στενή έννοια του όρου είναι η έμμετρη αποτύπωση εικόνων και συναισθημάτων στο χαρτί. Για ‘μένα προσωπικά επειδή γράφω και στίχους δύσκολα νοείται ποίηση που δεν είναι έμμετρη και δεν έχει ομοικαταληξία, αν και γράφω και καμιά φορά σε πιο ελεύθερη δομή (όχι πολύ συχνά). Νομίζω το παρακάτω ποίημα μου περιγράφει αρκετά καλά το πως βιώνω τη σχέση μου με τη ποίηση:
ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ:
Το πέταγμα του πελαργού
μοιάζει ανάσα του καιρού
στο τέλος του καλοκαιριού
ο Αύγουστος σαν φεύγει
Αφήνει πίσω τη φωλιά
ανοίγει τ’ άσπρα του φτερά
και φεύγει από το βορρά
στο νότο ξεμακραίνει
Κι όταν θελήσει να σταθεί
στο δρόμο για την Αφρική
σε κάποια στάση του πικρή
ο θάνατος προσμένει
Μου μοιάζουνε οι πελαργοί
σαν τη ψυχή του ποιητή
που και να θέλει δεν μπορεί
στον τόπο του να μένει
Και το ταξίδι τον καλεί
να φύγει να ξενιτευτεί
κι ας το γνωρίζει κι ας το ζει
πως στο φτερό πεθαίνει
13/01/2009
Το ποίημα γράφτηκε με αφορμή μια είδηση σε περιοδικό εκείνη την εποχή για το πως βρίσκουν τραγικό θάνατο οι πελαργοί από τα καλώδια που η ΔΕΗ αφήνει γυμνά και τα οποία ακουμπάνε όταν πηγαίνουν να ξεκουραστούν στο ταξίδι τους προς την Αφρική...
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο ένας άνθρωπος ξεκινάει να γράφει κάτι, ούτε μια συγκεκριμένη στιγμή. Απλώς προϋπάρχει μια ψυχική ανάγκη μέσα του να εκφράσει αυτά που νιώθει ή αυτά που βλέπει γύρω του με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι και το να γεμίζεις σελίδες τετραδίων. Θυμάμαι πως έγραφα κάτι στιχάκια από το Δημοτικό αλλά πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου ν’ αρχίσω να τα βγάζω στο χαρτί κι ακόμα περισσότερα, ώστε ν’ αρχίσουν ορισμένα από αυτά να βρίσκουν κάποιο δρόμο ας πούμε μεγαλύτερης δημοσιοποίησης. Και αρκετές «πληγές» να θεραπευτούν επίσης μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή, ώστε να βρεθούν οι ισορροπίες εκείνες, που θα μου επέτρεπαν να γράφω χωρίς ενοχές γι’ αυτό που τελικά αισθάνομαι πως είμαι και χωρίς να νιώθω πως πληρώνω ακριβά την όποια «διαφορετικότητα», που νιώθω πως έχω σαν άνθρωπος, ζώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα, συχνά ανάμεσα σε ανθρώπους πιο «κανονικούς» ή που αδυνατούν να αντιληφθούν τη δική μου διαφορετικότητα ή και να την αποδεχτούν ακόμα..
6. Γιατί γράφετε;
Δύσκολη ερώτηση. Γράφω ό,τι μου προκύπτει από τη ψυχή και το μυαλό. Σίγουρα γράφω όταν είμαι στενοχωρημένη ή απογοητευμένη από κάτι ή οργισμένη. Για παράδειγμα κάποτε είχα γράψει ένα ποιήμα για την Ανεργία, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλανίζει τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως το γυναικείο πληθυσμό της.
ΑΝΕΡΓΙΑ:
Πρωτόκολλα κι ενστάσεις στα υπουργεία
κλείνουν σχολεία, ανοίγουν φυλακές
μου ΄πες ότι σε λέγανε Μαρία
κανένας δε σε ρώτησε τι θες
Στις εταιρίες στα ψυχιατρεία
γελούν ειρωνικά οι διευθυντές
μια μέρα σε φωνάξαν Ανεργία
σου ‘μεινε η ρετσινιά, μαύρος λεκές
Γράμματα σου μαθαίναν στα σχολεία
‘μείναν απ’ έξω οι νότες κι οι ψυχές
κι απ’ όσα λένε μέσα τα βιβλία
κράτα μονάχα τις καλές στιγμές
Στους φίλους στείλε μια φωτογραφία
που βγάλατε μαζί στις διακοπές
κι όταν ξεφύγεις απ’ την ανεργία
ρίξε ένα λουλουδάκι στις πληγές
05/2006
Και σίγουρα γράφω όταν ξυπνάνε μέσα μου συναισθήματα, είτε αγάπης είτε νοσταλγίας ή όταν μια εικόνα ή μια κατάσταση μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Γράφω και όταν θέλω να καταγγείλω κάτι που θεωρώ πως πάει στραβά στην κοινωνία που ζούμε. Μ’ ενοχλεί και με στεναχωρεί το άδικο όπου το συναντώ, η εκμετάλλευση, η ανέχεια, η κακοποιήση των γυναικών, η παιδική εργασία, η κακοποίηση ανήλικων παιδιών ό,τι τσίγκλιζε και άλλους συγγραφείς και ποιητές παλιότερα να θίγουν τις ανισότητες αυτής της κοινωνίας και τις αδικίες της και την υλική της ματαιότητα.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Οτιδήποτε μπορεί να μου δώσει μια αφορμή για να γράψω κάτι. Κάποτε είχα αγοράσει μια συλλογή του Pablo Neruda και ενθουσιάστηκα όταν σε κάποια σελίδα διαπίστωσα πως έχει γράψει μια ωδή για ένα κρεμμύδι. Πήρε ένα τόσο απλό και τετριμμένο αντικείμενο ο μεγάλος αυτός ποιητής που το χρησιμοποιούμε καθημερινά χωρίς να του δίνουμε καμιά ιδιαίτερη σημασία και το μετουσίωσε σε ποίηση. Αυτό είναι μεγαλοφυές ασφαλώς.
Το συγκεκριμένο ποίημα είναι το εξής (αναφέρω τις πρώτες φράσεις γιατί είναι αρκετά μεγάλο)
ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΡΕΜΥΔΙ: (στο βιβλίο αναφέρεται το κρεμύδι με ένα μ, οπότε το άφησα έτσι)
Κρεμύδι, φωτεινή καράφα, πέταλο το πέταλο φτιάχτηκε η καλλονή σου, κρυσταλένια λέπια σε μεγαλώσανε και στο μυστικό της σκοτεινής γης στρογγύλεψε
η δροσοστάλινη γαστέρα σου.
Κάτω απ’ τη γη έγινε το θαύμα. Όταν εμφανίστηκε το αδέξιο πράσινο βλαστάρι σου
και γεννήθηκαν τα φύλλα σα λόγχες μέσα στον κήπο, Η γη σύναξε τη δύναμή της δείχνοντας τη γυμνή σου διαφάνεια και, όπως στην Αφροδίτη της μακρινής θάλασσας, διπλασιάσε τη μαγνόλια σηκώνοντας τους κόρφους σου, έτσι σ’ έφτιασε η γη, κρεμύδι, φωτεινό σαν πλανήτη και προορισμένο να λάμπεις, σταθερός αστερισμός, στρογγυλό υδάτινο ρόδο, απάνω στο τραπέζι των φτωχών ανθρώπων...
(Η συλλογή είναι της Δανάης Στρατηγοπούλου/Εκδόσεις Ζυγός/σελ. 83)
Έχω γράψει άπειρους στίχους με αφορμή τον έρωτα ασφαλώς και όλα αυτά τα τετριμμένα θέματα που μπορεί να συγκινούν, όπως η θάλασσα, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τα ηλιοβασιλέματα κ.λ.π. αλλά γενικά μου αρέσει να επεκτείνομαι και σε άλλα θέματα. Η κοινωνική αδικία και η εκμετάλλευση οπωσδήποτε με ενοχλούν και με κεντρίζουν και στέκομαι κατάφορα απέναντί τους με όποιο τρόπο μπορώ. Και όσο περνάει ο καιρός προσπαθώ να γράφω για πράγματα που δεν είναι τόσο «πολυφορεμένα» όπως ο έρωτας αλλά να βρίσκω πιο πρωτότυπα εναύσματα, για παράδειγμα, ένα παραμύθι που έγραψα πριν κάποια χρόνια με τίτλο: «Η μικρή κόκκινη παπαρούνα» για την αλληλεγγύη και την αγάπη ή ένα άλλο που έχω στα σκαριά για τη μεγάλη μάστιγα της ενδοσχολικής βίας, που έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας και στα σχολεία μας δυστυχώς.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Νομίζω στα παραμύθια δίνω τον καλύτερο εαυτό μου! Από ΄κει και πέρα μου αρέσει να γράφω και στιχάκια και κάποια γραπτά κείμενα που προσπαθώ να τα κάνω να μοιάζουν διηγήματα. Έχω ολοκληρώσει κι ένα μυθιστόρημα και γυρίζουν στο μυαλό μου και άλλα δύο κι ένα τελευταίο που νομίζω είναι το πιο ενδιαφέρον, βασισμένο στην ιστορία της οικογένειάς μου.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Θαρρώ πως έχουμε ακόμα δρόμο και προσπάθεια αρκετή μπροστά μας για να μιλήσουμε για ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο. Μου αρέσει να γράφω παραμύθια και άλλες ιστορίες. Θα ήθελα σταδιακά να τα δω να κυκλοφορούν και να διαβάζονται από περισσότερους ανθρώπους και μακάρι να βάλω κι εγώ ένα λιθαράκι σε ότι ονομάζουμε λογοτεχνική παραγωγή συν τω χρόνω....
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ».
Ας μιλήσουμε για τη Πεταλούδα λοιπόν, που είναι το πρώτο παραμύθι μου που δημοσιεύτηκε κάπου. Η Πεταλούδα είναι ένα παραμύθι που γράφτηκε με αφορμή την κοιλάδα με τις πεταλούδες της Ρόδου, ένα τοπίο κόσμημα για το νησί και πόλο τουριστικής έλξης. Αποτελεί βιότοπο για τις πεταλούδες που ονομάζονται : « Panaxia quadripunctaria», «Όμορφη τετραγωνόστικτη» δηλαδή από τα στίγματα που έχει στα κάτω φτερά της και δυστυχώς υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις δικές μας ενοχλητικές επισκέψεις κι έτσι με τα χρόνια ο πληθυσμός τους μειώνεται. Επίσης, απειλούνται και από τις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Πρόσφατα ολοκλήρωσα και ένα μεταπτυχιακό πάνω σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και φυσικών καταστροφών κι έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι έχει να κάνει με τη προστασία του Περιβάλλοντος, γιατί θεωρώ πως είναι το σπίτι μας. Αν αυτό καταστραφεί, θα εκλείψουμε κι εμείς ως είδος και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια το καταστρέφουμε συστηματικά. Το παραμύθι τώρα μιλάει για μια από αυτές τις πεταλούδες, η οποία γεννιέται στη κοιλάδα αυτή και ερωτεύεται το φεγγάρι, καθώς το αντικρύζει να λάμπει ένα βράδυ πάνω από την κοιλάδα. Είναι μια αλληγορία του θείου έρωτα, εκείνου του ανεκπλήρωτου έρωτα που νιώθει η ψυχή – Πεταλούδα για κάτι που το θαυμάζει, το ερωτεύεται αλλά γνωρίζει πως δε θα το φτάσει ποτέ... Έτσι η πεταλούδα μου, θα ερωτευτεί το πανέμορφο ολόγιομο φεγγάρι αλλά θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα πως δε θα το κατακτήσει ποτέ..
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Σίγουρα οι βραδινές ώρες λειτουργούν πιο δημιουργικά για ‘μένα. Είμαι και λίγο «νυχτοπούλι» κι έτσι μου αρέσει όταν οι άλλοι κοιμούνται να δραπετεύω στο δημιουργικό μου σύμπαν, την «παραμυθοχώρα» μου όπως συνηθίζω να τη λέω τελευταία. Κάποτε πριν λίγα χρόνια ξενύχτησα ένα ολόκληρο βράδυ κι έφτασα μέχρι το ξημέρωμα για να γράψω ένα παραμύθι με τίτλο : «Η Μαντίλα της Μάγισσας». Το παραμύθι βγήκε σχεδόν μονοκοντυλιά από μέσα μου και από τότε άλλαξα ελάχιστα στο συγκεκριμένο παραμύθι.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Σίγουρα είναι δύσκολη. Ειδικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν όπως ξέρουμε όλοι, δυσκολέψει πάρα πολύ εργασιακά και όλοι βιώνουμε δυσκολίες και μάλιστα άνθρωποι με πολλά προσόντα και σοβαρές σπουδές όπως αναφέρουν εξάλλου και οι έρευνες, οι στατιστικες και όσοι ασχολούνται δημοσιογραφικά με την Οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Για πολλούς από εμάς θαρρώ το εξωτερικό είναι Μονόδρομος. Ασφαλώς όπως διάβαζα κάποτε σ’ ένα άρθρο για τη γυναικεία ανεργία στην Ελλάδα: «η ψυχή μας δε χωρά στο ψυχρό προφίλ των αριθμών».
Είναι χαρακτηριστικό πως περισσότεροι από 500.000 πτυχιούχοι, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν τα τελευταία χρόνια προσδοκώντας σ’ ένα καλύτερο εργασιακό μέλλον, μιλάμε δηλαδή για μια ολόκληρη πόλη. Κι εγώ εξάλλου επισήμως, όπως συνηθίζω να λέω, είμαι μακροχρόνια άνεργη και αδιόριστη Φιλόλογος και υποαπασχολούμενη. Δε ξέρω αν υπάρχει και πρόθεση να αλλάξει κάτι σ’ αυτό το καθεστώς, πολύ φοβάμαι πως πρόκειται για ένα πνευματικό και οικονομικό σκότος, ένα «Νέο Μεσαίωνα» όπως είπε κάποτε και ο Πάολο Κοέλιο σε μια ομιλία του, που παρακολούθησα πριν κάποια χρόνια στην Αθήνα με σύγχρονους όρους. Ευχής έργο είναι οι δημιουργοί και οι άνθρωποι του Πνεύματος ν’ αντισταθούν με όποιο τρόπο μπορούν σε αυτό.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Αυτό που με τράβηξε περισσότερο τελευταία είναι το «Α-ΜΠΕ-ΜΠΑ-ΜΠΛΟΜ» του βρετανού συγγραφέα M.J.ARLIDGE. Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ όπου ο δολοφόνος σκοτώνει τα θύματά του ανά ζεύγη. Δηλαδή σκοτώνει αρχικά ένα ζευγάρι, δυο συναδέλφους, μια μάνα και τη κόρη της. Καθώς το μυθιστόρημα προχωρά και η Αστυνομική Επιθεωρήτρια Έλεν Γκρέις αναζητά το δολοφόνο αρχίζεις σε κάποιο σημείο ν’ αναρωτιέσαι μήπως ο δολοφόνος και ο τιμωρός του είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Στο τέλος υπάρχει μια εξαιρετική ανατροπή, την οποία δε θα την αναφέρω για να μη χαλάσω την αγωνία για το πως τελειώνει το βιβλίο. Είχα καιρό να πάρω ένα βιβλίο στα χέρια μου και να μη μπορώ να το αφήσω μέχρι να δω τι θα γίνει τελικά. Νομίζω πως είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο για το είδος του βιβλίο. Επίσης μου άρεσε πολύ το «Πορφυρό ποτάμι» της Σόφης Θεοδωρίδου, το διάβασα πρόπερσι το καλοκαίρι στο Καστελλόριζο, όπου εργαζόμουν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, στο οθωμανικό τέμενος του νησιού, μουσείο τώρα πια. Το βιβλίο μιλάει για την πορεία των ηρώων σ’ ένα μικρό οικισμό της Καππαδοκίας, όπου οι ιστορίες τους, μπλέκονται παράλληλα με τη πορεία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κι αυτό νομιζω είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Δυο βιβλία που διάβασα παλιότερα από τη σύγχρονη παραγωγή και μου άρεσαν, ήταν : «οι Μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μειμαρίδη, χάρη και στη Μικρασιατική μου καταγωγής και «Το Φθινόπωρο της Μάγισσας» της Καίτης Οικονόμου από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
Η αντίληψή μου είναι πως τα τελεύταια χρόνια ό,τι διαβάζουμε είναι σε πολλές περιπτώσεις υποδεέστερο από τη παλαιότερη λογοτεχνική παραγωγή. Η μεγάλη έμφαση στην εμπορικότητα που σημειώνεται και στα βιβλία όπως και σε άλλους τομείς της Καλλιτεχνικής δημιουργίας, έχει αποβεί σε μεγάλο βαθμό εις βάρος της ποιότητας. Εξαιτίας και όλης αυτής της υπερπροσφοράς, είναι εξίσου δύσκολο να διαχωρίστει η ήρα από το σιτάρι και να δοθεί βήμα σε πραγματικά αξιόλογους δημιουργούς. Γενικά είναι πιο δύσκολο ένα δημιούργημα να βρει το δρόμο της έκδοσης, απ’ ότι παλιότερα, καθώς επικρατεί μάλλον τα τελευταία χρόνια ένα καθεστώς, στο οποίο μπορεί να εκδώσει οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να διαθέσει ένα χρηματικό ποσό για το σκοπό αυτό. Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία υπάρχουν ασφαλώς πολλοί άνθρωποι που γράφουν καλά αλλά δεν έχουν την δυνατότητα να υποστηρίξουν μόνοι τους οικονομικά τη δουλειά τους. Έτσι χάνονται μέσα στην υπερπαραγωγή που συναντάμε τα τελευταία χρόνια. Σίγουρα σε μεγάλο βαθμό έχει αλλοιωθεί και η αισθητική μας και δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να διακρίνουμε ποιο λογοτεχνικό έργο είναι καλό και ποιο όχι.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Δε νομίζω πως μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση ακόμα. Νομίζω ωστόσο, πως αν βάζεις τη ψυχή σου σ’ αυτό που γράφεις πρωτίστως, θα βρεθούν εκείνοι οι αναγνώστες που θα συγκινηθούν. Σίγουρα καλό είναι να υπάρχει κάποιο υπόβαθρο γνώσεων σ’ αυτόν που θέλει ή θεωρεί πως έχει την ανάγκη να καταπιαστεί με το γράψιμο ώστε να μπορεί να διαχειριστεί άρτια το λόγο κατ’ αρχάς και να έχει και τις απαραίτητες προϋποθέσεις (δηλαδή να έχει τη γνώση και τη παιδεία), ώστε να μπορεί να τα δομήσει με κάποιο τρόπο αυτά που σκέφτεται στο χαρτί. Είναι βέβαια και θέμα ταλέντου θεωρώ το πως κάποιος δημιουργός θα χτίσει ένα κόσμο, γιατί νομίζω αυτό κάνει η λογοτεχνία χτίζει κόσμους και κοινωνικά συστήματα, σύμπαντα και δομές, όπου ο βίος και η πολιτεία του ενός ήρωα μπλέκεται με τους υπόλοιπους. Μεγάλοι σπουδαίοι παλαιότεροι λογοτέχνες όπως ο Βίκτωρ Ουγκό ας πούμε ή η Μάργκαρετ Μίτσελ, είναι μαέστροι σε αυτό. Από τους σύγχρονους, όσους έχω διαβάσει, νομίζω το έχει πετύχει η Ζυράννα Ζατέλλη στο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», όπου στήνει ολόκληρο το μικρόκοσμο στο μυθιστόρημα αυτό με εξαιρετική πένα. Προσπαθώ να βρω χρόνο να το ξαναδιαβάσω μου είχε αρέσει πολύ όταν το πρωτοδιάβασα.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Μέχρι κάποιο σημείο ήμουν φανατικά υπέρ του έντυπου βιβλίου. Σταδιακά διακρίνω πως το ηλεκτρονικό έχει μια ευκολία ως προς την αποθήκευσή του και τη μεταφορά του (ως αρχείο σε κάποιον ηλεκτρονικό υπολογιστή). Σίγουρα εξακολουθεί να χάνει σε γοητεία και μαγεία. Έτσι νομίζω πως δύσκολα η τριβή του χαρτιού στο χέρι μας, το γύρισμα των σελίδων σ’ ένα βιβλιοπωλείο, ψάχνοντας το επόμενο λογοτεχνικό μας ταξίδι, ή το γεγονός πως είναι η καλύτερη παρέα σε μια παραλία θ’ αλλάξει για τους ανθρώπους που πραγματικά αγαπούν το διάβασμα..
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Μα νέα λογοτέχνιδα είμαι κι εγώ νομίζω! Δε θεωρώ πως είμαι σε θέση να δώσω συμβουλή για την ώρα! Αν πάντως θα έπρεπε να συμβουλέψω κάτι με τη λίγη πείρα που έχω, αυτό θα ήταν να διαβάσει και να μελετήσει πολύ κανείς κατ’ αρχάς πριν αρχίσει να γράφει. Να βουτάει μέσα στη ψυχή έπειτα για να γράψει και αυτή θα του δείξει το δρόμο. Τα υπόλοιπα τεχνικές και επιμέλειες και μαθήματα γραφής έπονται νομίζω. Επίσης καλό θα είναι ν’ αποφεύγονται οι υπερβολές και να προσπαθούμε να μη παραφορτώνουμε το κείμενο, συνθήκη την οποία δεν αποφεύγω εύκολα καμιά φορά προσωπικά και προσπαθώ, παρακολουθώντας και όσους με έχουν διδάξει τη τεχνική της γραφής, σε κάποια σεμινάρια μέχρι τώρα, να κάνω συν τω χρόνω πιο λιτά τα κείμενά μου.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;Αυτό που με τράβηξε περισσότερο τελευταία είναι το «Α-ΜΠΕ-ΜΠΑ-ΜΠΛΟΜ» του βρετανού συγγραφέα M.J.ARLIDGE. Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ όπου ο δολοφόνος σκοτώνει τα θύματά του ανά ζεύγη. Δηλαδή σκοτώνει αρχικά ένα ζευγάρι, δυο συναδέλφους, μια μάνα και τη κόρη της. Καθώς το μυθιστόρημα προχωρά και η Αστυνομική Επιθεωρήτρια Έλεν Γκρέις αναζητά το δολοφόνο αρχίζεις σε κάποιο σημείο ν’ αναρωτιέσαι μήπως ο δολοφόνος και ο τιμωρός του είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Στο τέλος υπάρχει μια εξαιρετική ανατροπή, την οποία δε θα την αναφέρω για να μη χαλάσω την αγωνία για το πως τελειώνει το βιβλίο. Είχα καιρό να πάρω ένα βιβλίο στα χέρια μου και να μη μπορώ να το αφήσω μέχρι να δω τι θα γίνει τελικά. Νομίζω πως είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο για το είδος του βιβλίο. Επίσης μου άρεσε πολύ το «Πορφυρό ποτάμι» της Σόφης Θεοδωρίδου, το διάβασα πρόπερσι το καλοκαίρι στο Καστελλόριζο, όπου εργαζόμουν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, στο οθωμανικό τέμενος του νησιού, μουσείο τώρα πια. Το βιβλίο μιλάει για την πορεία των ηρώων σ’ ένα μικρό οικισμό της Καππαδοκίας, όπου οι ιστορίες τους, μπλέκονται παράλληλα με τη πορεία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κι αυτό νομιζω είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Δυο βιβλία που διάβασα παλιότερα από τη σύγχρονη παραγωγή και μου άρεσαν, ήταν : «οι Μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μειμαρίδη, χάρη και στη Μικρασιατική μου καταγωγής και «Το Φθινόπωρο της Μάγισσας» της Καίτης Οικονόμου από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ο τεράστιος Νίκος Καζαντζάκης αρχικά. Νομίζω πως είναι ασφαλώς αξεπέραστος σε ό,τι έχει γράψει. Η Διδώ Σωτηρίου, ο Ηλίας Βενέζης, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Καραγάτσης, γενικά όλοι όσοι ονομάζουμε «γενιά του ’30» μου αρέσουν πολύ. Σίγουρα ο Γιάννης Ρίτσος, ο Ελύτης, οπωσδήποτε θα ξεχνάω πολλούς αυτή τη στιγμή..
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;Η Πηνελόπη Δέλτα σίγουρα με το «Παραμύθι» της «χωρίς όνομα», έχει αφήσει ένα μεγάλο στίγμα μέσα μου και ο «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη. Εννοείται λατρεύω το «Μικρό πρίγκιπα» και το «Γλάρο Ιωνάθαν», επίσης το «Άρωμα». Σίγουρα θα μου διαφύγουν πολλά. Ένα υπέροχο αν και όχι τόσο γνωστό βιβλίο που μου αρέσει ιδιαίτερα είναι το: «Η Αννούτσα – στο χωράφι με τις καλαμποκιές» της Ρουμάνας συγγραφέως H. Grit Seuberlich. Η ποίηση του Νίκου Καββαδία και του Ναζίμ Χικμέτ νομίζω στιγμάτισαν την περίοδο των φοιτητικών μου χρόνων.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Θα ήθελα να εκδώσω τα παραμύθια μου σίγουρα αλλά και το πρώτο μου μυθιστόρημα και να τα δω με κάποιο τρόπο να βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Σίγουρα θέλω να συνεχίσω τα πανέμορφα ταξίδια στην παραμυθοχώρα μου και μακάρι τα βιβλία μου ν’ ανοίξουν τα φτερά τους όσο πιο μακριά γίνεται. Ελπίζω να καταφέρω επίσης να ολοκληρώσω την ιστορία της οικογένειάς μου που ξεκινάει από τη σφαγή της Χιου το 1822 και θα φτάσει μέχρι την Επιστροφή της Οικογένειας στην Ελλάδα από το Μαρόκο, τη δεκαετία του ’60, κάπου εκεί από λογοτεχνική σκοπιά.
* * *
ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ
(της Ειρήνης Χιώτη)
Τα νύχια της Μάγισσας Σαμπίνας ήταν ξακουστά στο δάσος των Βελανιδιών για τις ξεχωριστές τους ιδιότητες. Και όχι, μη νομίζετε πως όλα τα νύχια της διάσημης Μάγισσας, έκαναν την ίδια δουλειά. Και μάλιστα όταν μιλάμε για τα νύχια της Μάγισσας Σαμπίνας μιλάμε για τα νύχια που βρίσκονταν φυτρωμένα και γαμψά, στο ένα της μόνο χέρι και μάλιστα στο δεξί!
Μα πόσα θαυμαστά πράγματα έκαναν αυτά τα νύχια σε αντίθεση με τα νύχια του άλλου της χεριού που δεν έκαναν απολύτως τίποτα, παρά πέρα από τα κλασικά μαγικά και ξόρκια που κάνουν όλες οι εκπαιδευμένες Μάγισσες που σέβονται τον εαυτό τους (όπως το να μεταμορφώνουν έναν κακάσχημο νεροπόντικα της λίμνης σε πανέμορφο σερβίτισιο του τσαγιού ή να σταματούν με μια απότομη κίνησή τους τις κραυγές κανενός λυκόπουλου όταν καμιά φορά τα ανήσυχα ζωντανά το παράκαναν κάθε που η Πανσέληνος φώτιζε το σκοτεινό και μυστηριακό δάσος κι έφερνε αναστάτωση και αγρύπνια στα ούτως ή άλλως ανήμερα από τη φύση τους άγρια μα υπέροχα συτά πλάσματα για να μη τρομάζουν τα υπόλοιπα ζώα του δάσους, κυρίως τα μικρά τους όταν χωμένα τα περισσότερα κάτω από τις φτερούγες της μάνας τους, προσπαθούσαν να ξεχάσουν το δριμύ ψύχος του βαρύ σχεδόν πολικού Χειμώνα που επικρατούσε στο δάσος κάθε τέτοια εποχή να ζεσταθούν λίγο και ν’ αποκοιμηθούν, νοιώθοντας ασφάλεια μέσα στα χειμωνιάτικα καταφύγιά τους το καθένα...
Με το τεράστιο νύχι φυτρωμένο στο πρώτο της δάχτυλο, η Μάγισσα Σαμπίνα, έλιωνε κάτι τεράστια χαπάκια μανιταρόσκονης που βρίσκοταν αποθηκευμένα στα ντουλάπια της μικρής ξύλινης καλύβας της κι έφτιαχνε τις μεγάλες άγρυπνες νύχτες του κρύου χειμώνα στο δάσος, υπέροχες σούπες για όσα από τα ζώα του δάσους κρύωναν και πάγωναν χαμένα έξω στα παγωμένα και σκοτεινά μονοπάτια του δάσους και της τα έφερναν κατά το σούρουπο μισολυπόθημα στο κατώφλι της οι νεράιδες του χειμώνα που περιπολούσαν το δάσος τα κρύα χειμωνιάτικα απογεύματα για τέτοιες δουλειές...
Τότε η Μάγισσα Σαμπίνα, έπαιρνε στην αγκαλιά της τα παγωμένα αλεπουδάκια ή τα μικρά σκατζοχοιράκια, τα χηνάκια που είχαν ξεστρατίσει από τη μάνα τους, τα κοκκαλωμένα από το κρύο άσπρα λαγουδάκια του χιονισμένου δάσους που πάλευε μέσα στο χειμώνα να διατηρήσει σε ακραίες συνθήκες ψύχους τη ζωή στα σπλάχνα του για να την αναστήσει ξανά την άνοιξη, τα τύλιγε με ζεστές κουβέρτες και τα ‘βαζε πλάι στη φωτιά που έκαιγε μερόνυχτα στο μεγάλο φιλόξενο τζάκι της Μάγισσας, μέχρι που τα ζώα ανακτούσαν τις αισθήσεις τους και τότε τα τάιζε με τις πεντανόστιμες μανιταρόσουπές της, ώσπου να νιώσει πως τα ζωντανά, ήταν έτοιμα να επιστρέψουν τα επόμενα ηλιόλουστα χειμωνιάτικα πρωινά στο φυσικό τους περιβάλλον και στις αγέλες τους...
Με τον δείκτη, η Μάγισσα Σαμπίνα γύρναγε στα γρήγορα τις σελίδες από κάτι τεράστια βιβλία που είχε στη βιβλιοθήκη της κι έψαχνε μέσα σ’ αυτά περίεργες συνταγές από ξεχασμένα ξόρκια και μαγικά από παλιότερες Μάγους και Μάγισσες που είχαν φιλοξενηθεί στο μικρό ξύλινο αυτό σπιτάκι του δάσους πριν από αυτήν, τα μελετούσε, τα άλλαζε, κάποια τα μάθαινε απέξω προσπαθώντας να βελτιώσει τις μαγικές της γνώσεις και τις δυνατότητες της ως Μάγισσα, τις οποίες είχε τάξει στην προστασία του δάσους και των ζώων που θεωρούσε πως ανήκουν στην περιοχή της. Χρόνο με το χρόνο από τη μέρα που εγκαταστάθηκε εκεί, νεαρή κάποτε μαθητευόμενη Μάγισσα η Σαμπινα, εξελίχτηκε στην πιο αγαπημένη μάγισσα για τα πλάσματα του δάσους που είχε ποτέ περάσει από την περιοχή κι όλα τα ζώα, συχνά προσέτρεχαν στο κατώφλι της, όταν έψαχναν καμιά παραπανίσια λιχουδιά ή όταν τύχαινε καμιά φορά να τραυματιστούν μέσα στα τρεχαλητά τους στο δάσος αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι του δάσους, οι νάνοι που έμεναν κάτω από τις μεγάλες συστάδες των κόκκινων μανιταριών λίγο παραπέρα από το σπίτι της Σαμπίνας και οι νεράιδες που σύχναζαν κυρίως τα καλοκαίρια στη μικρή λίμνη κοντά στη καλύβα της Μάγισσας, όλοι με τη σειρά τους περνούσαν κάθε τόσο από το σπίτι της Σαμπίνας, ο καθένας για τους δικούς του λόγους..
Το νύχι που βρισκόταν στο μεσαίο δάχτυλο, χρησίμευε στη Σαμπίνα για να σκαλίζει στα γρήγορα τον κήπο της αλλά και να ξεχορτιαριάζει διάφορα θεραπευτικά βότανα που άγρια φύτρωναν κάτω από τα πελώρια δέντρα του δάσους κι εξαπλώνονταν παντού.. φασκόμηλο, ματζουράνες, ρίγανη και θυμάρι, ότι μπορούσε να χρησιμεύσει για να νοστιμήσει την κουζίνα της και να παίξει το ρόλο του στα μαγικά και τα ξόρκια της, η Σαμπίνα το σκάλιζε με το μεγάλο της μεσαίο νύχι (βοηθούσε και ο δείκτης λίγο σε αυτό) και το πρόσθετε κάθε μέρα στο καλάθι της, όταν έβγαινε τον πρωινό της περίπατο ή τ’ απογεύματα όταν τέλειωνε κάποτε τις δουλειές και ξεστράτιζε προς τα κοντινά μονοπάτια της καλύβας θέλοντας να αλλάξει λίγο παραστάσεις και να συναντήσει τους φίλους της το λύκο ή την αλεπού, τις νεράιδες που εκείνη την ώρα λούζονταν πια στη μικρή λιμνούλα μέσα στο δάσος ή τη μεγάλη γρια Βελανιδιά που μονάχη της έστεκε αιώνες τώρα στο τέρμα του μονοπατιού κοντά στο ποτάμι ...
Το τέταρτο νύχι του Παράμεσου, είχε άλλες μαγικές ιδιότητες... με μια απότομη κίνησή της Σαμπίνας πάνω – κάτω μπορούσε να ακινιτοποιήσει οποιονδήποτε επικύνδινο εχθρό που τυχόν θα παραβίαζε τα όρια του δάσους ή που θα προσπαθούσε να ανατρέψει τους άγραφους νόμους και κανόνες του. Έτσι ξεστρατισμένοι κυνηγοί που από άγνοια ή μοχθηρία, κάποτε παραβίαζαν τα όρια της περιοχής στην οποία περιπλανούνταν για να κηνηγήσουν κι έφταναν μέχρι τις παρυφές του άβατου, εξουδετερώνονταν στα γρήγορα από το πανίσχυρο νύχι της Σαμπίνας, κοκκάλωναν για ώρες ακίνητοι στις θέσεις κι έπαυαν έτσι ν’ αποτελούν κίνδυνο για τα ζώα της περιοχής την οποία είχε υπό τον έλεγχό της η Σαμπίνα κι όταν πια μετά από δυο – τρεις μέρες ξυπνούσαν, είχαν χάσει κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου, νόμιζαν πως είχαν περάσει σε άλλη διάσταση, σ’ εκείνα τα περίεργα μέρη μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας όπου ζουν οι νεράιδες που όλοι τις ξέρουν μα λίγοι τις έχουν συναντήσει από κοντά κι έτρεχαν αλαφιασμένοι ν’ απομακρυνθούν από ΄κείνα τα παράδοξα μέρη να σωθούν, μη τυχόν κι εγκλωβιστούν μέσα σ’ αυτά και γίνουν για πάντα ξωτικά..
Κι ακόμα το τέταρτο νύχι, μαρμάρωνε πανεύκολα τα μεγάλα καλοκαιρινά πρωινά, όποιο λαίμαργο φιδάκι, το ‘παιρνε είδηση η Σαμπίνα πως είχε βάλει στο μάτι καμιά φτερωτή φωλιά, γεμάτη με τα νεογνά που τσίριζαν μέσα σ’ αυτήν, περιμένοντας το φαί των γονιών τους και καθώς προετοιμάζονταν για το πρώτο τους πέταγμα... το πεινασμένο φίδι, κοκκάλωνε για κάμποση ώρα κι όταν πια ξυπνούσε από το λήθαργό του, είχε φτάσει πια απόβραδο, οι γονείς των νεοσσών είχαν επιστρέψει και έτσι δε μπορούσε να βλάψει τα μικρά πουλιά και κατηφόριζε απογοητευμένο και νηστικό το δέντρο για τη δική του φωλιά..
Κι όσο για το μικρό της νυχάκι, εκείνο που μονίμως ήταν φυτρωμένο στο μικρότερο δάχτυλο του δεξιού της χεριού, η Μάγισσα Σαμπίνα το χρησιμοποιούσε για να ξύνει το αυτί της.. ναι καλά ακούσατε!!! Όχι για να ξύνει το αυτί της με το συνηθισμένο τρόπο που το ξύνουν όλοι κάθε φορά που τους τρώει, μα γιατί, κάθε φορά που η Μάγισσα Σαμπίνα γρατσούναγε με το μικρό της νύχι το αυτάκι της, κατάφερνε ν’ ακούει νέα και ειδήσεις από πολύ μακριά ακόμα και πέρα από τη μεγάλη θάλασσα που πελώρια απλωνόταν στο τέλος του μεγάλου και σκοτεινού δάσους όπου βρισκόταν το σπίτι της.. κι από ΄κει άκουγε τα νέα όλου του κόσμου, που γινόταν πόλεμος και που Ειρήνη, πότε θα έφταναν οι γερανοί και τα χελιδόνια από τη μακρινή Αφρική και πότε είχε έρθει στο κόσμο κανένα νέο πριγκιπόπουλο .. και όταν μάθαινε πως κάπου γινόταν πόλεμος, πολύ στεναχωριόταν η Μάγισσα Σαμπίνα, γιατί παρά την παράξενη εμφάνισή της και τα πελώρια νύχια του δεξιού της χεριού, που με την πρώτη φορά που τ’ αντίκρυζες σ’ έκαναν να τρομάζεις, η Μάγισσα Σαμπίνα ήταν καλόκαρδη στη ψυχή κι όλα τα πλάσματα του δάσους την αγαπούσαν και δεν ήθελε να συμβαίνουν στον κόσμο άσχημα πράγματα..
Κι όποτε λοιπόν μάθαινε η Σαμπίνα, πως γινόταν κάπου πόλεμος, έστελνε τους αητούς και τα ελάφια και τους λύκους και τις αλεπούδες και τους γερανούς όλους όσουν περνούσαν ή ζούσαν κοντά στη περιοχή της για να περιθάλψουν τους λαβωμένους που ήταν από τη πλευρά των χαμένων, εκείνων που είχαν χάσει το πόλεμο και να φροντίσουν τα μικρά παιδιά όσα είχαν μείνει ορφανά ή μόνα ή πληγωμένα αφημένα στο έλεος της πολεμικής λαίλαπας που οι άμυαλοι μεγάλοι σκορπούν κάθε τόσο σε πολλά μέρη του πλανήτη.. μάζευαν τότε τα ζώα τα ορφανά σε μεγάλα ξύλινα παραπήγματα στις απαρχές του δάσους της Σαμπίνας και τα φρόντιζαν, μέχρι να μπορέσουν να ξανασταθούν λίγο στα πόδια τους και να πάρουν το δρόμο τους – μια δραστηριότητα βέβαια που γινόταν κρυφά από τους άμυαλους πολεμοχαρής ανθρώπους - και τότε τα ζώα του δάσους, έπαιρναν τα ορφανά στις πλάτες τους και τα άφηναν έξω από πλούσια σπίτια σε άλλες πολιτείες, πολύ μακριά από εκεί που γινόταν ο πόλεμος με την ευχή τα παιδιά αυτά να έχουν στο μέλλον μια καλύτερη ζωή μακριά από τη δυστυχία και την καταστροφή του πολέμου..
Αυτά κι άλλα πολλά, έκαναν τα ξακουστά νύχια της Μάγισσας Σαμπίνας ΄κείνη τη παλιά εποχή που ήταν όλα λίγο μπερδεμένα τ’ όνειρο και η πραγματικότητα το παραμύθι και η αληθινή ζωή και ο θρύλος για τα παντοδύναμα αυτά μαγικά νύχια της καλόκαρδης Μάγισσας, έφτασε ως τις μέρες μας κι όσοι τυχόν περιπλανηθείτε κάποτε στα μακρινά χιονισμένα δάση του Μακρινού Βορρά, ποιος ξέρει μπορεί κάποτε και να τη συναντήσετε στο διάβα σας..
Προσέξετε μόνο μη τυχόν κι έχετε μαζί σας όπλο, γιατί η Σαμπίνα, μάλλον θα θυμώσει και θα σας ακινητοποιήσει μέχρι να καταλάβετε το λάθος σας... / ._
25/01/2020
Η ΜΑΝΤΙΛΑ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ
(της Ειρήνης Χιώτη)
Μια φορά κι έναν καιρό τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ακόμη οι άνθρωποι έβλεπαν τα ξωτικά και τις νεράιδες και μπορούσαν να μιλούν μαζί τους, οι πειρατές κι οι τσιγγάνοι που γύριζαν τη Μεσόγειο για να κάνουν εμπόριο και πλιάτσικο*, συνήθιζαν κάθε καλοκαίρι τη νύχτα που γέμιζε η μεγάλη πανσέληνος του Αυγούστου, να μαζεύονται στις ράχες του Ψηλορείτη κι εκεί, προφυλαγμένοι από τον όγκο του βουνού, να ανάβουν μεγάλες φωτιές και να στήνουν γλέντι τρικούβερτο. Έφταναν σιγά σιγά, μεγάλες παρέες, άλλοι από τα καράβια τους που τ’ άφηναν στο μεγάλο λιμάνι του Χάνδακα, όπου είχαν αράξει δυο – τρεις μέρες πριν κι άλλοι απ’ όλους τους δρόμους της στεριάς, διασχίζοντας το μονοπάτι που περνούσε απ’ τ’ Ανώγεια και τους έβγαζε στους πρόποδες του βουνού.
Μαζεύονταν εκεί από τ’ απόγευμα, έστηναν μεγάλες σούβλες και πυροστιές κι έψηναν ζουμερά κομμάτια κρέας, κοντοσούβλια και κοκορέτσια. Kι ύστερα τ’ άπλωναν πάνω σε μεγάλα τραπέζια κι όλοι μαζί κάθονταν, έτρωγαν κι έπιναν, έπιναν και μεθούσαν. Κι άρχιζαν να λένε ύστερα, ιστορίες για χώρες μακρινές που γνώρισαν στα εμπορικά ταξίδια που έκαναν όλο το χρόνο και για τις πολιτείες που επισκέφτηκαν και μιλούσαν για τα μελλοντικά τους σχέδια, έκλειναν εμπορικές συμφωνίες και ονειρεύονταν τα πλούτη που θα μάζευαν την επόμενη χρονιά , μόλις θα ξανάρχιζαν τις περιπλανήσεις τους, την επομένη του γλεντιού. Κι όταν χόρταιναν το φαΐ και τις συζητήσεις, έπιαναν το χορό, χόρευαν και τραγουδούσαν, μεθούσαν και πηδούσαν πάνω απ’ τις μεγάλες φωτιές που έκαιγαν όλη τη νύχτα, ξεφαντώνοντας μέχρι το πρωί. Κι όταν το ξημέρωμα το γλέντι τελείωνε, αποκαμωμένοι πια οι λεβέντες τούτοι εδώ, άραζαν κάτω απ’ τα δέντρα και τους έπαιρνε γλυκός ο ύπνος, μέχρι να τους ξυπνήσει το πρωί, το πρώτο φως της αυγής. Κι ύστερα, έπαιρναν πάλι τις ρούγες του εμπορίου, μέχρι την επόμενη χρονιά….
Θα σας διηγηθώ λοιπόν, τι συνέβη σ’ ένα από αυτά τα γλέντια, ένα γλυκό βράδυ του καλοκαιριού….
Οι πειρατές κι οι τσιγγάνοι, είχαν μαζευτεί όπως κάθε χρόνο από νωρίς πάνω στο βουνό κι είχαν στήσει τα τραπέζια και τις σούβλες με τη βοήθεια των γυναικών του χωριού, που μαζεύονταν κάθε τέτοια μέρα για να βοηθήσουν στην προετοιμασία του γλεντιού και να κατέβουν ύστερα μέσα στο χωριό, για να γλεντήσουν πιο ήσυχα μοναχές τους και ν’ αφήσουν τους άντρες στο ξεφάντωμά τους. Είχε περάσει πια η ώρα και το γλέντι των πειρατών είχε ανάψει για τα καλά, κι η φασαρία από τα γέλια και τις φωνές των μεθυσμένων, αντηχούσε σ’ όλες τις πλαγιές του βουνού ενώ οι λάμψεις από τις φωτιές, έδιναν το στίγμα της ομήγυρης σ’ ολόκληρη την περιοχή του Ψηλορείτη.
Έτυχε λοιπόν εκείνη την ώρα, να περνά πάνω απ’ τον ουρανό της Κρήτης μια μεγάλη και σπουδαία μάγισσα από τις χώρες του σκοτεινού Βορρά , που ακολουθούσε ένα κοπάδι αγριόχηνες στο ταξίδι τους προς το Νότο, ψάχνοντας για τόπους με καινούργια και περίεργα βοτάνια που της χρειάζονταν για τα μαγικά της και θέλοντας να συναντηθεί με μάγους σε πιο νότιες περιοχές και ν’ ανταλλάξει μαζί τους μυστικά μαγείας και σοφίας. Οι λάμψεις της φωτιάς και η φασαρία, εξάψανε την περιέργεια της μάγισσας, που είχε παρατήσει τις αγριόχηνες που τις έδειχναν το δρόμο μέχρι που νύχτωσε σε μια λίμνη εκεί πιο πέρα κι έκοβε βόλτες πάνω από την Κρήτη, μ’ αυτή την μαγική Πανσέληνο που τραβούσε τον ύπνο μακριά της και δεν την άφηνε να ησυχάσει.
Γεμάτη περιέργεια η μάγισσα άρχισε να πετά χαμηλότερα κάνοντας κύκλους πάνω απ’ την μεθυσμένη συντροφιά των πειρατών που απασχολημένοι στο γλέντι τους δεν την πρόσεξαν στην αρχή κι εξακολουθούσαν το χορό και το τραγούδι. Η μάγισσα παρατηρώντας από ψηλά την ομήγυρη πρόσεξε πως ανάμεσα στους παρευρισκόμενους γλεντοκόπους, ήταν και πολλοί που τους γνώριζε, καθώς τύχαινε να τους συναντήσει πολλά βράδια στις περιπλανήσεις της, άλλους όταν ξάγρυπνοι ξενυχτούσαν στην κουπαστή του καραβιού τους, κάτι τέτοιες βραδιές με πανσέληνο σαν και την αποψινή κι άλλους καθώς τους έβρισκε πλάι στη φωτιά δίπλα στα τσαντίρια τους και την φίλευαν πότε λίγο γλυκό κρασί και πότε ένα κομμάτι ψωμί ή λίγο φαγητό που τους είχε περισσέψει από το βραδινό τους.
Έτσι η μάγισσα ξεθαρρεύοντας, πάτησε στο έδαφος και σέρνοντας τη σκούπα της πλησίασε τη χαρούμενη παρέα κι άρχισε να χαιρετάει τους γνωστούς της που μόλις την έβλεπαν, αντί να τη διώξουν, όπως θα έκαναν με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που θα τολμούσε να πλησιάσει τα τραπέζια τους εκείνο το βράδυ, άρχισαν να της χαμογελούν και να την καλούν να κάτσει μαζί τους στο τραπέζι της γιορτής, να φάει και να πιει κι αφού ξεκουραστεί, να τους πει τι τους γράφει από ‘δω και πέρα η τύχη τους, αν θα πλουτίσουν αυτή τη χρονιά περισσότερο ή αν θα πέσουν σε φουρτούνες και θαλασσοταραχές και θα κινδυνέψουν τα καράβια τους. Κι ακόμα αν ήρθε η ώρα κάποιου απ’ αυτούς να παντρευτεί και να αφήσει πια τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειες για να στήσει το σπιτικό του και να γίνει νοικοκύρης και μεγαλέμπορος στον τόπο της γυναίκας του.
Κι η μάγισσα, έκατσε μαζί με τους πειρατές, έφαγε ήπιε και ξεδίψασε κι ύστερα αφού έκανε μερικές προβλέψεις για τη τύχη του καθενός και για τη χρονιά που θ’ ανοιγόταν από το άλλο πρωί μπροστά τους, σηκώθηκε να μπει στο χορό τους και να ξεφαντώσει μαζί τους. Κι αφού χόρεψε και φχαριστήθηκε η ψυχούλα της, θέλησε κάποια στιγμή να αποσυρθεί από το γλέντι και να πάει λίγο παράμερα, κάτω από κάποιο δέντρο να ξαπλώσει μια στάλα, πριν ανταμωθεί την επομένη ξανά με τις αγριόχηνες, για να συνεχίσει το ταξίδι της προς το νότο. Οι πειρατές σεβόμενοι την επιθυμία της σοφής γυναίκας που βρισκόταν ανάμεσά τους, δεν έφεραν καμιά αντίρρηση στην επιθυμία της και φώναξαν ένα παλικαρόπουλο, νέο πειρατή, που συνόδευε το θείο του στο ταξίδι του απ’ τη Μασσίλια ως την Αίγυπτο, να συνοδεύσει τη μάγισσα μέχρι το ξέφωτο και να της στρώσει μια κουρελού, απ’ αυτές που είχαν μαζί τους για να κοιμηθούν κι αυτοί αργότερα σαν θα τέλειωνε το γλέντι τους.
Το παλικαράκι συνόδευσε τη μεγάλη γυναίκα κι εκείνη λίγο πριν τον αποχαιρετήσει, έβγαλε από το σακούλι της ένα απλό γκρι χωρίς κεντήματα μαντήλι, του το ‘δωσε και του είπε: «Γιε μου σας δίνω αυτό το μαντήλι σαν ευχαριστώ για την φιλοξενία σας και για την αγάπη που μοιράστηκα μαζί σας αυτό το βράδυ και γιατί κάθε φορά που συναντώ κάποιον ταξιδιάρη σαν και σας, πάντα βρίσκω λίγη ζεστασιά και καλοσύνη κι ένα κομμάτι ψωμί να βάλω στο στόμα μου. Αυτό το μαντήλι είναι μαγικό! Έχει τη δύναμη να πιάνει στα κόμπια του την αγάπη. Κι όποιος το κατέχει βρίσκει την αγάπη κι ευτυχεί στη ζωή του. Θα ήθελα να το πάρεις εσύ που είσαι νέο παλικάρι και δεν έχεις βρει ακόμη το ταίρι σου. Μα κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο για τους άλλους που μαζί γλεντάτε απόψε κάτω από το όμορφο τούτο καλοκαιρινό φεγγάρι του Αυγούστου. Ρίξτε το στον κλήρο λοιπόν κι αν τύχει να σου πέσει παλικάρι μου να ξέρεις πως αυτό το μαντήλι μόνο ευτυχία θα σου φέρει στη ζωή σου! Μα κι αν δεν σου λάχει στον κλήρο και μόνο που το έπιασες γιε μου στα χέρια σου φτάνει…». Αυτά είπε η μάγισσα κι άφησε τον νέο να επιστρέψει στη συντροφιά του…
Ο νεαρός την ευχαρίστησε για το πολύτιμο δώρο κι επέστρεψε στο γλέντι, για να τους ανακοινώσει την επιθυμία της μάγισσας, ώστε να ρίξουν τον κλήρο και να δουν ποιος θα κέρδιζε το μαντήλι. Μα τους βρήκε όλους ξεφαντωμένους κι ανάστατους να παιρνούν ανάμεσα από τις φλόγες χορεύοντας και τραγουδώντας κι έτσι σκέφτηκε πως μπορούσαν να ρίξουν τον κλήρο την άλλη μέρα, όταν θα ξυπνούσαν και λίγο πριν αποχαιρετιστούν για να ξαναγυρίσουν στις περιπλανήσεις τους ανά τον κόσμο. Πλησίασε λοιπόν τον γιο του δημάρχου, που είχε μείνει στο γλέντι, μαζί με την υπόλοιπη πιτσιρικαρία του χωριού, για να σερβίρει τους πειρατές και να φροντίσει να μη τους λείψει τίποτε, όση ώρα αυτοί απολάμβαναν το φαγητό τους και που λαγοκοιμόταν τώρα καθισμένος σ’ έναν από τους πάγκους των τραπεζιών, ασυνήθιστος καθώς ήταν στα ξενύχτια. Ο έφηβος σκούντησε το μικρό παιδί και του είπε: «Νικόλα, πάρε αυτό το μαντήλι και πρόσεχέ το μέχρι αύριο το πρωί! Κι αν το ξεχάσω να ‘ρθω να στο ζητήσω, μόλις με δεις και ξυπνήσω τρέχα να μου το δώσεις και ‘γω θα σου δώσω ένα ολόκληρο φλουρί για αντάλλαγμα! Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι!» του ‘πε ο πιτσιρικάς και βιάστηκε ν’ αρπάξει το μαντήλι και να ξαναγυρίσει στον υπνάκο του…
Ο νεαρός πειρατής ήσυχος πως είχε εμπιστευτεί το μαντήλι της μάγισσας σε καλά χέρια, επέστρεψε στο γλεντοκόπι και ζήτησε να πιει γλυκό κρασί να μεθύσει και να χορέψει. Κι ύστερα από λίγο είχε ξεχάσει για τα καλά και τη μάγισσα και το μαντήλι της αλλά και τον παραγιό που του το είχε εμπιστευτεί….
Ο παραγιός, χαρούμενος που την άλλη μέρα θα τσέπωνε το φλουρί, τύλιξε με προσοχή το μαντήλι της μάγισσας και το ‘βαλε κάτω απ’ το προσκεφάλι του, για να συνεχίσει αμέριμνος τον ύπνο του. Μα περνώντας η ώρα, η ψύχρα του βουνού και της υπαίθρου άρχισε να περονιάζει τα κόκαλά του κι ο μικρός ξυλιασμένος ξεδίπλωσε το μαντήλι και το ‘ρίξε στους ώμους του, μέχρι να τελειώσει το γλέντι και να βρεθεί κάποιος μεγαλύτερος να του πετάξει καμιά κουρελού για να πάει να συνεχίσει τον ύπνο του κάτω από τα δέντρα. Μα καθώς ο ύπνος πήρε για τα καλά το μικρό, η μαντίλα της μάγισσας, γλίστρησε απ’ τους ώμους του και βρέθηκε στη μέσα μεριά του πάγκου κάτω απ’ το τραπέζι. Κι όταν το γλέντι των πειρατών τέλειωσε κάποια στιγμή αργά το βράδυ, ο πατέρας του παιδιού, σήκωσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά του κι απομακρύνοντας το από τον πάγκο, το ξάπλωσε στη ρίζα ενός δέντρου, έριξε μια κουβέρτα από πάνω του κι ύστερα ξάπλωσε κι αυτός δίπλα του. Και το ξημέρωμα βρήκε όλους τους γλεντζέδες βυθισμένους σε βαθύ μεθυσμένο ύπνο, ανάμεσα στα δέντρα, σ’ ένα
ξέφωτο της φιλόξενης πλαγιάς…
Πριν βγει καλά καλά ο ήλιος το επόμενο πρωί, οι κοπέλες του χωριού, έφτασαν με σκούπες και ξεσκονόπανα και με μεγάλα ψάθινα καλάθια, για να καθαρίσουν το χώρο της γιορτής και τα τραπέζια. Με ψιθυρίσματα και σιγανά γέλια, για να μην ξυπνήσουν τους κοιμισμένους άντρες, άρχισαν να μαζεύουν τα πιάτα τα ποτήρια και τα τραπεζομάντιλα που είχαν φέρει απ’ το χωριό την προηγούμενη και να πετάνε μέσα στα καλάθια τ’ αποφάγια της γιορτής, κρατώντας μερικά απ’ αυτά για να τα δώσουν στα σκυλιά του χωριού.
Εκεί που συγύριζαν και κουτσομπόλευαν, μια απ’ αυτές, η μικρή κόρη του Φούρναρη, καθώς μάζευε το τραπέζι πάνω στο οποίο κοιμόταν την προηγούμενη ο παραγιός, πρόσεξε το σταχτί μαντήλι κρυμμένο κάτω από το φαρδύ τραπεζομάντιλο. «Μμμμ…» σκέφτηκε «να ένα ωραίο μαντήλι για να δένω τα μαλλιά μου σαν κάνω τις δουλειές μου. Είναι και γκρίζο και δε θα λερώνει εύκολα ούτε θα φαίνονται απάνω του οι στάχτες και η σκόνη όταν καθαρίζω…» κι έσκυψε γρήγορα κάτω από το τραπέζι για να το κοιτάξει με την ησυχία της. Η κοπέλα χωρίς να γνωρίζει τις μαγικές ιδιότητες της μαντίλας, υπέθεσε πως είχε γλιστρήσει από την τραχηλιά κάποιου πειρατή και στα γρήγορα, για να μην την ανακαλύψουν οι υπόλοιπες γυναίκες που καθάριζαν τα τραπέζια μαζί της, έβαλε το μαντήλι στη τσέπη της και συνέχισε σαν να μην συμβαίνει τίποτε τη δουλειά της….
Οι γυναίκες του χωριού στα γρήγορα μάζεψαν τα τραπέζια και τράβηξαν προς το ποτάμι για να πλύνουν τα τραπεζομάντιλα και τα σερβίτσια και ν’ αφήσουν τους άντρες να ξυπνήσουν και να ετοιμαστούν για το φευγιό τους με την ησυχία τους…
Όταν είχε βγει πια για τα καλά ο ήλιος κατά τις δέκα, άρχισαν σιγά – σιγά οι πειρατές να ξυπνάνε και παρέες παρέες να κατεβαίνουν προς την πλατεία του χωριού, για να πλυθούν στις βρύσες και να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους πριν κατηφορίσουν απ’ τ’ ανώγεια, άλλοι προς το Χάνδακα κι άλλοι προς τα μονοπάτια που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν να παζαρεύουν τις πραμάτειες τους σ’ άλλα χωριά και σ’ άλλες πολιτείες. Ο μικρός παραγιός πιο ξεκούραστος καθώς ήταν από τους υπόλοιπους, ξύπνησε από τους πρώτους κι όπως έκατσε πάνω στη κουβέρτα του και τεντώθηκε για να διώξει το πρωινό μούδιασμα, θυμήθηκε ξαφνικά το μαντήλι της μάγισσας κι έτρεξε προς τα τραπέζια για να βρει το ύφασμα και να εισπράξει την αμοιβή για την φύλαξή του…
Μα φτάνοντας δίπλα στον πάγκο που τον φιλοξένησε το προηγούμενο βράδυ, δε βρήκε τίποτα. «Μπα! Θα το είδα στον ύπνο μου φαίνεται!» σκέφτηκε και καθώς ντράπηκε να συναντήσει τον πειρατή που τον εμπιστεύτηκε χτες βράδυ και να του ζητήσει το φλουρί του, ροβόλησε απογοητευμένος προς το χωριό για να βρει τη μάνα του, να του δώσει τουλάχιστον λίγο κατσικίσιο γάλα και καμιά περιποιημένη φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη για να παρηγορηθεί…
Καθώς κατέβαινε προς το χωριό, συνάντησε στο δρόμο την κόρη του Φούρναρη που η μάνα της την είχε διώξει απ’ το ποτάμι για να πάει στο μύλο του πατέρα της να ζυμώσει και να βάλει στα τσουβάλια αλεύρι, να το φέρει ύστερα ο πατέρας της κάτω στο φούρνο να το μοιράσει στους συγχωριανούς. Μα δεν πέρασε απ’ το μυαλό του παιδιού η σκέψη πως το μαντήλι που το ίδιο έψαχνε πριν από λίγο, βρισκόταν στη τσέπη του κοριτσιού κι έτσι αφού την καλημέρισε συνέχισε ολοταχώς το δρόμο προς το σπίτι του…
Η κόρη του Φούρναρη καλημέρισε κι αυτή με τη σειρά της τον πιτσιρικά κι ύστερα συνέχισε σιγοτραγουδώντας το δρόμο προς το μύλο της οικογένειάς της. Μόλις η κοπέλα έφτασε στο μύλο, ξεκλείδωσε γρήγορα – γρήγορα κι άρχισε να βάζει μπρος τις δουλειές που της είχε παραγγείλει η μάνα της. Ξεκρέμασε την ποδιά του πατέρα της, που έστεκε χρόνια τώρα κρεμασμένη σ’ ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα του Μύλου και καθώς πήρε να ζυμώνει, ενοχλημένη από τις μπούκλες που της έπεφταν μπρος στα μάτια της, θυμήθηκε το μαντήλι που είχε στην τσέπη της και γρήγορα – γρήγορα το τύλιξε γύρω απ’ τα μαλλιά της και συνέχισε να ζυμώνει καμαρώνοντας για το καινούργιο της απόκτημα.
Όταν τέλειωσε το ζύμωμα, έβαλε στην πινακωτή τα έτοιμα για ψήσιμο ψωμιά, τ’ άφησε να φουσκώσουν κι ύστερα θέλησε ν’ αρχίσει να γεμίζει με αλεύρι τα τσουβάλια που της παράγγειλε η μάνα της. Κι όταν τέλειωσε κι αυτή τη δουλειά, άρχισε να σκουπίζει και να καθαρίζει το Μύλο, για να τον βρει ο πατέρας της να λαμποκοπάει όταν θ’ ανέβαινε επάνω. Κάποια στιγμή τέλεψε όλες τις δουλειές της και τότε, θέλησε να ξεπλύνει τη σκόνη που είχε γεμίσει τα χέρια και το πρόσωπό της απ’ τα σκουπίσματα και τα ξεσκονίσματα και στα γρήγορα τράβηξε τη μαντίλα της μάγισσας απ’ το κεφάλι της την έχωσε μες τη τσέπη της ποδιάς για να την ξαναπάρει φεύγοντας και γρήγορα έβγαλε και την παλιοποδιά, την κρέμασε στη γνωστή της θέση και πετάχτηκε έξω απ’ το στρογγυλό κτήριο βιαστικά. Με δυο δρασκελιές έφτασε σε μια μικρή βρυσούλα που ανάβλυζε δροσερό νερό λίγο πιο πέρα από ‘κει που στεκόταν ο μύλος, βούτηξε τα χέρια της κι αφού τα ξέπλυνε, έριξε με τις φούχτες της μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και στα λερωμένα εδώ κι εκεί μ’ αλεύρι μαλλιά της. Κι ύστερα αποκαμωμένη απ’ τις πολλές δουλειές που ‘χε κάνει όλη μέρα η κόρη του Φούρναρη, κάθισε σε μια πέτρα δίπλα στη βρυσούλα να ξεκουραστεί, κάτω απ’ την πλατιά σκιά του μεγάλου Πλάτανου που άπλωνε τα φιλόξενα κλαδιά του πάνω απ’ τη βρυσομάνα. Και κουρασμένο καθώς ήταν το κορίτσι, αποκοιμήθηκε εκεί κάτω απ’ το μεγάλο πλατάνι…
Κι ύστερα από αρκετή ώρα, η κοπέλα ξύπνησε απότομα και το πεινασμένο της στομάχι, της θύμισε πως είχε σχεδόν μεσημεριάσει και πως έπρεπε να παρατήσει για λίγο τις νοικοκυροσύνες και να επιστρέψει στο χωριό για να παραβρεθεί με τους δικούς της στο μεσημεριανό τραπέζι. Αλαφιασμένη ροβόλησε τρέχοντας το βουνό, παίρνοντας πίσω το μονοπάτι για το σπίτι της και ξεχνώντας μες τη βιασύνη της τη μαντίλα της μάγισσας μέσα στην τσέπη της ποδιάς. Σαν έφτασε στο σπίτι της, έσπρωξε την πόρτα απότομα και μπήκε λαχανιασμένη, αντικρίζοντας όπως το περίμενε, όλη την οικογένειά της, γύρω απ’ το μεσημεριανό τραπέζι. «Τι καλά έχουμε σήμερα μάνα;», ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση, έσπρωξε την πρώτη άδεια καρέκλα που βρήκε μπροστά της και στρογγυλοκάθισε δίπλα στον πατέρα της. «Φασολάδα», της απάντησε ξερά η μάνα της «Μα πριν να φας, πήγαινε μέσα στο δωμάτιο, να δεις τα δώρα που μας άφησαν οι πειρατές για το ευχαριστώ, πριν φύγουν….». Ενθουσιασμένη η κόρη του Μυλωνά, πετάχτηκε απ’ το τραπέζι κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Κι εκεί πάνω στο κρεβάτι, είδε κάμποσες μεταξωτές ολοκέντητες και πολύχρωμες μαντίλες και δυο – τρία φορέματα αλλά και μια όμορφη κατακαίνουργια ποδιά, άσπρη άσπρη και κολλαριστή, να περιμένει τον πατέρα της να τη φορέσει. Η κοπέλα μαζί με τις αδερφές της που την είχαν ακολουθήσει στο δωμάτιο, άρχισε να προβάρει το ένα μετά το άλλο τα φουστάνια και τα μαντήλια, ξεχνώντας ολότελα το απλό μα σπάνιο μαντήλι της μάγισσας….
Σαν απόφαγαν ο Μυλωνάς, φίλησε τα κορίτσια του κι αφού πήρε τον μεσημεριανό του υπνάκο, τράβηξε προς τον Μύλο για να κατεβάσει τις πινακωτές και τα τσουβάλια με το αλεύρι στο φούρνο του. Πήρε βέβαια μαζί του την καινούργια του ποδιά για να τη φορέσει, όταν θα ξεκίναγε τη δουλειά του. Μόλις έφτασε στο Μύλο, ξεκλείδωσε με τη σειρά του την πόρτα, μπήκε μέσα στο στρογγυλό κτήριο και καθώς γύρισε προς τον τοίχο για να κλείσει ξανά την πόρτα πίσω του, είδε την παλιά του την ποδιά κρεμασμένη στο καρφί της. Με μια δόση τρυφερότητας την ξεκρέμασε και την κράτησε για λίγο μέσα στα χέρια του μουρμουρίζοντας: «Άϊντε! Τα ‘φαγες και ‘συ τα ψωμιά σου…». Ύστερα πήγε πίσω στην αποθήκη της ιδιοκτησίας του και κρέμασε εκεί την παλιά του την ποδιά, μη τυχόν του χρειαστεί καμιά ώρα αργότερα…
Κι ύστερα αφού τέλειωσε κι αυτός τις δουλειές του, κατέβηκε στο φούρνο του για να ψήσει νόστιμο και μυρωδάτο ψωμί να χορτάσει τους συχωριανούς του. Κι έτσι η ζωή στ’ Ανώγεια, μετά το μεγάλο γλέντι των πειρατών, πήρε και πάλι τον κανονικό της ρυθμό, μέχρι το επόμενο καλοκαίρι…
Κι η μαντίλα της μάγισσας, έμεινε για πολύ καιρό μέσα στην παλιά ποδιά του Φούρναρη, ξεχασμένη εκεί πίσω στην παλιά αποθήκη όχι όμως κι ο μύθος που την συνόδευε…
Γιατί δυο – τρεις μέρες μετά, εκεί που καθόταν αμέριμνος στο κατάστρωμα του καραβιού του θείου του και ρέμβαζε το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά του, ο νεαρός πειρατής, τινάχτηκε ξαφνικά απότομα και χτύπησε με το χέρι του το μέτωπό του.... «Αμάν!» σκέφτηκε… «ξέχασα να ζητήσω απ’ τον μικρό το μαντήλι της μάγισσας….Και τώρα; Τι να κάνω; Να ζητήσω απ’ το θείο μου να βγει απ’ τη ρότα του και να γυρίσει πίσω το καράβι δε γίνεται….πω! πω! Τι έπαθα! Άραγε θα το προσέξει τουλάχιστον ο πιτσιρίκος που του το εμπιστεύτηκα;…κι ίσως το επόμενο καλοκαίρι να με βγάλει πάλι η πορεία μου προς τα ‘δω και να ξαναβρεθώ στο γλέντι των πειρατών….τότε θα βρω τον πιτσιρίκο και θα του ζητήσω το μαντήλι…έτσι κι αλλιώς η μάγισσα είπε πως δεν είναι δικό μου…ας φέρει λοιπόν την αγάπη και την ευτυχία σ’ όποιον το έχει στα χέρια του…». Έτσι λίγο θλιμμένος ο νεαρός κατέβηκε να βρει το υπόλοιπο πλήρωμα του καραβιού και την ώρα που κάθονταν όλοι μαζί το βράδυ στο κατάστρωμα, μετρώντας τα αμέτρητα αστέρια που έχασκαν από πάνω τους και κουτσοπίνοντας, μίλησε στους συντρόφους του για το μαντήλι της μάγισσας και για την ιδιότητά του…
Ο νεαρός πειρατής, άλλαξε πολλές φορές από ‘κεινο το βράδυ, πληρώματα και καράβια και σ’ όσους γνώριζε διηγούνταν το θρύλο για το παράξενο μαντήλι. Μα η ρότα του δεν τον έβγαλε ποτέ πια στο όμορφο νησί της Κρήτης…
Πέρασε αρκετός καιρός κι ένα πρωί, η γυναίκα του Φούρναρη έβαλε με το νου της να καθαρίσει την αποθήκη του Μύλου και να ξεσκαρτάρει ότι παλιό θα ‘βρισκε εκεί μέσα. Φόρεσε λοιπόν το φακιόλι της ανέβηκε μια και δυο το ανηφορικό μονοπάτι, έφτασε στο μύλο και γρήγορα άρχισε να πετάει ότι παλιόπραμα είχε συσσωρευτεί με τα χρόνια μέσα στην αποθήκη και δεν της γέμιζε το μάτι. Εκεί που συγύριζε, έπεσε το μάτι της πάνω στην παλιά ποδιά. «Να…» σκέφτηκε, «…αυτή θα την κόψω και θα τη κάνω ένα σωρό άσπρα πετσετάκια για την κουζίνα μου…». Μα όπως άπλωσε το χέρι της να την αρπάξει, ένοιωσε την τσέπη της ποδιάς να φουσκώνει και βάζοντας το χέρι της, τράβηξε έξω τη σταχτιά μαντίλα και την κράτησε απορημένη στο χέρι της. «Μπα! Τι ‘ναι τούτο το μαντήλι..» συλλογίστηκε «…πως βρέθηκε μες σ’ αυτήν εδώ την ποδιά; δε θυμάμαι να ‘ναι δικό μου πάντως, μήτε να το αγόρασα εγώ για καμιά απ’ τις κόρες μας....κι έτσι γκρίζο και απλούστατο που είναι μόνο για να το φορέσει κανάς φτωχός κάνει…ας το πάρω μαζί μου κάτω στο χωριό να το δώσω σε κανένα χριστιανό…»
Σαν απόσωσε τις δουλειές της η γυναίκα του Φούρναρη, κλείδωσε τον παλιό Μύλο και κίνησε να φύγει. Μα εκεί πιο πέρα, δίπλα στη βρύση, πήρε το μάτι της μια καμπουριασμένη και ζαρωμένη γριά που είχε καθίσει κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο να ξαποστάσει. Η γυναίκα πλησίασε τη συμπαθητική γριούλα, την καλημέρισε και της έπιασε την κουβέντα. Κι έτσι όπως την είδε γερασμένη και κακόμοιρη, σκέφτηκε πως το μαντήλι που κρατούσε στο χέρι της θα της ταίριαζε μια χαρά για να της ζεσταίνει το λαιμό τα κρύα βράδια του χειμώνα και χωρίς να το πολυσκεφτεί της το άφησε και συνέχισε το δρόμο της βιαστικά για το σπίτι της, γιατί κι εκεί την περίμενε άλλη πάστρα και μαγείρεμα. Κι η γρια με τη σειρά της, έβαλε το σταχτί μαντίλι στο δισάκι της και κούτσα κούτσα κατηφόρισε κι αυτή προς το φτωχοκαλύβι της…
Το μαγεμένο μαντήλι δεν βρέθηκε ποτέ από ‘κει κι ύστερα, μα ο θρύλος του έμεινε για πάντα ζωντανός. Κι οι παλιοί λένε πως όποιος το βρει και το πιάσει στα χέρια του θα βρει την αγάπη και θα ευτυχίσει στη ζωή του. Αν θέλουμε βέβαια τους πιστεύουμε…άκουσα πάντως μετά από αρκετά χρόνια, πως μια κοπελιά απ’ τ’ Ανώγεια έτυχε κάποτε να βρεθεί στις Συρακούσες κι εκεί γνώρισε και καλοπαντρεύτηκε έναν όμορφο πλοίαρχο απ’ την Μασσαλία με καράβια κι εμπορικές επιχειρήσεις σε αρκετά μέρη του κόσμου που είχε κληρονομήσει τον καπετάνιο θείο του. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπανδώνη «Όταν ο Μενέλαος…», εκδόσεις Φιλίστωρ:
Το μεγάλο ανεμοδαρμένο κάστρο τους φάνηκε σκοτεινό, υγρό και καταθλιπτικό στους πρίγκιπες (στον Αγαμέμνονα και στον Μενέλαο), όταν γύρισαν στις Μυκήνες. Και κόντεψαν να σκάσουν απ’ την πλήξη με τις βαριές δουλειές του χειμώνα, το μάζεμα των φόρων, την κατασκευή καινούριων όπλων και το καλαφάτισμα των πλοίων. Το καλοκαίρι όμως ήρθε ξανά, και το εκστρατευτικό σώμα πήρε πάλι δρόμο. Κι από τότε, δεν πέρασε ούτε ένα σχεδόν καλοκαίρι χωρίς να φύγουν οι πρίγκιπες ταξίδι, είτε σε πολεμική είτε σε διπλωματική αποστολή, είτε απλά, για πλιάτσικο. (Δεν πρέπει, το ξαναλέμε, να ξεχνάμε πως ακόμα και στον καιρό του Θουκυδίδη η πειρατεία θεωρούνταν μια πολύ καθωσπρέπει απασχόληση).
ΠΡΙΜΑ ΜΠΟΥΝΑΤΣΑ
(της Ειρήνης Χιώτη)
Πρίμα μπουνάτσα στρώσαμε
από τη Σαντορίνη
στον τροπικό του Αιγόκερου
και στη καρδιά μου εκείνη
Το πέλαγο της ξενητιάς
είναι πικρό κι αντρίκιο
κι οι πόθοι ζάλης στεριανής
σπάνια μου δίνουν δίκιο
Εδώ να μείνω δε μπορώ
μα να γυρίσω θέλω
ομίχλη στο κατάστρωμα
και λιώνω το σκαρπέλο
Σα του σκαλίζω μια καρδιά
στα πλαϊνά της πλώρης
από τη Κρήτη τα πανιά
για της Κνωσού της κόρης
Που ΄χει περίσσια ομορφιά
κι αγκάλιασμα θανάτου
της Αμοργού το κάλεσμα
και νόστος τ' άρωμά του..
Μάγισσα είσαι θάλασσα
στο δίχτυ της με κλείνεις
και να στεριώσω σε στεριά
για λίγο δε μ' αφήνεις
Του λιμανιού σου ο έρωτας
να ζήσω δε μ' αφήνει
όλα τα παίρνει τα σκορπά
χωρίς καμιά ευθύνη
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΙΩΤΗ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Επώνυμο: Χιώτη
Όνομα: Ειρήνη
Όνομα Πατρός: Σωτήριος
Όνομα Μητρός: Ελπίς
Ημερομηνία γεννήσεως: 12 – 10 – 1970
Τόπος γεννήσεως: Αγρίνιο
ΤΙΤΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ:
ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΠΟΛΥΚΛΑΔΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑΣ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΉΣ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Βαθμός πτυχίου: 6.75 (ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ)
ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥΧΟΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΙΕΚ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ INTERNET – INTRANET
ΚΑΤΟΧΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. (ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ)
Βαθμός πτυχίου: 8,6 (ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ)
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ:
_ Από τον Σεπτέμβριο έως τον Οκτώβριο του 1994 εργάστηκα σε θέση Ταμείου στην επιχείρηση ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ Α.Ε.
_Από τον Οκτώβριο του 1996 έως τον Ιούνιο του 1997 εργάστηκα στη ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ του Φροντιστηρίου Μέσης Εκπ33αίδευσης, που εδρεύει στην οδό 11ης Ιουνίου 8 στο Αγρίνιο, υπό τη διεύθυνση του κ. Στυλιανού Κακαμπούκη
_Από τον Οκτώβριο του 1997 έως τον Ιούνιο του 1998 εργάστηκα στη ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ του Φροντιστηρίου ΔΟΜΗ ΑΕ που προέκυψε από τη συγχώνευση του παραπάνω φροντιστηρίου με άλλα ομοειδή φροντιστήρια και τελεί υπό τη διεύθυνση του κ. Κοσμά Λάζαρου
_Από την 1/11/1999 έως την 31/12/1999 και από την 1/10/2000 έως την 31/12/2000, εργάστηκα στην Δ.Ε. ΕΚΔΟΤΙΚΗ Ε.Π.Ε. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ σε θέση χειρίστριας Η/Υ.
_Από την 1/5/2000 έως τις 31/9/2000 εργάστηκα σε θέση διοικητικής υποστήριξης στις εκδόσεις ΚΑΤΟΠΤΡΟ.
_Από την 1/9/2001 έως τις 26/4/2002 εργάστηκα στις εκδόσεις ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.
_Από τις 15/7/2004 έως τις 15/1/2005 πραγματοποίησα πρακτική άσκηση ως χειρίστρια Η/Υ στη Δ40 του ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.
_Από τις 6/2/2007 έως τις 5/7/2007 απασχολήθηκα με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στην ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΎ ΥΔΡΑΣ σε θέση χειρίστριας Η/Υ – γραμματειακής υποστήριξης με πλήρες ωράριο.
_Από τις 19/11/2007 έως και τις 19/7/2008 απασχολήθηκα στο ΔΗΜΟ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε θέση χειρίστριας Η/Υ – γραμματειακής υποστήριξης με πλήρες ωράριο.
_Από τις 4/7/2008 έως τις 8/9/2008 εργάστηκα στην εταιρεία ΜΑΝΚΟ Α.Ε.Β.Ε. σε θέση χειρίστριας Η/Υ με πλήρες ωράριο.
_Από τις 2/02/2009 έως και την 1/10/2009 απασχολήθηκα στο ΔΗΜΟ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε θέση χειρίστριας Η/Υ – διοικητικής υποστήριξης στην Οικονομική Υπηρεσία του Δήμου με πλήρες ωράριο.
_Από τις 8/01/2014 έως και τις 07/06/2014 απασχολήθηκα στη Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής - Αγροτικό Κτηνιατρείο Αγρινίου σε θέση ειδικότητας ΔΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ..
_Από την 01/08/2016 έως και τις 31/03/2017, απασχολήθηκα με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και πλήρες ωράριο, στα ΕΛΤΑ Λίνδου, σε διοικητική θέση εσωτερικής εκμετάλλευσης.
_Από τις 2/05/2018 έως και τις 22/11/2018, απασχολήθηκα στο Οθωμανικό Τέμενος Καστελλορίζου, ως φύλακας αρχαιοτήτων, υπό της αιγίδα του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και πλήρες ωράριο.
Παράλληλα όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα ασχολούμαι με τη διδασκαλία και τη δημιουργική απασχόληση παιδιών όλων των τάξειων Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου.
ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ:
_ 30-31 Μαρτίου 1995: Παρακολούθηση σεμιναρίου κατασκευής θεατρικής κούκλας, διοργανωμένο από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου // 18/Δεκεμβρίου/1995-23/Μαΐου/1996: Παρακολούθηση σεμιναρίου για εκπαιδευτικούς, με αντικείμενο τη διδασκαλία μέσω του θεατρικού παιχνιδιού, διοργανωμένο από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου // 11/Μαρτίου-18/Μαΐου/1996: Παρακολούθηση σεμιναρίου ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ διοργανωμένο από το κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης «ΜΕΝΤΩΡ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.», με αντικείμενα MS-DOS 6, WINDOWS 3.1
WINDOWS 95, WORD, EXCEL, ACCESS, INTERNET, HYPERTEXT, UNIX, με ειδίκευση στην αναζήτηση πληροφοριών από τράπεζες δεδομένων // Εαρινό εξάμηνο 1996: Παρακολούθηση σειράς διαλέξεων στα πλαίσια του σεμιναρίου με θέμα: «Η εξέλιξη της Τέχνης από την εποχή της Αναγέννησης ως τα μέσα του αιώνα μας», διοργανωμένο από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αγρινίου // 9-19/Φεβρουαρίου/1999: Παρακολούθηση σεμιναρίου ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ3-UNISOFT), διοργανωμένο από την εταιρεία πληροφορικής ICL EΛΛΑΣ Α.Ε. // 13-26/Μαΐου 2002: Παρακολούθηση σεμιναρίου με θέμα: Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΩΣ ΞΕΝΗΣ/ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ, διοργανωμένο από το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού, Τηλεμάχου 14, Εξάρχεια, Αθήνα // 18/Ιουνίου-1/Ιουλίου/2009: Παρακολούθηση σεμιναρίου Κατάρτισης και πιστοποίησης σε βασικές δεξιότητες και κατάρτιση σε προηγμένες δεξιότητες στην χρήση τεχνολογιών πληροφορικής & επικοινωνιών για εργαζόμενους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο της εργασίας μου στο Δήμο Αγίας Παρασκευής με ανάδοχο φορέα την Τεχνική Εκπαιδευτική ΚΕΚ Α.Ε. // 15/10/2014 – 27/01/2015: Παρακολούθηση του προγράμματος διδασκαλίας «Διαδρομές της Ελληνικής γλώσσας», 5ος κύκλος, με αντικείμενο τη διδασκαλία της Ελληνικής σε ξενόγλωσσους μαθητές, διοργανωμένο από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκης. // Από τον Νοέμβριο του 2018, παρακολουθώ το διαδικτυακό σεμινάριο του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με θέμα: «ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ – ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ ΖΩΗΣ».
-Από τον Ιούνιο του 2019 (μέχρι σήμερα) παρακολουθώ Σεμινάριο Κατάρτισης πάνω στην «Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση» ετήσιας διάρκειας, διοργανωμένο από το Πανεπιστήμιου Αιγαίου.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ / ΕΚΠΟΝΗΣΕΙΣ:
_Η στάση των Εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία μέσω Η/Υ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση // Το μάθημα της Λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (λογοτεχνία και μουσική) // Κοινωνιολογία του σχολείου και της τάξης: αντίδραση στην ετικετοποίηση // Η εκπαίδευση των ενηλίκων στο εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας // Παρουσίαση της έρευνας της Άννας Φραγκουδάκη: Τα αναγνωστικά του δημοτικού-σχολείου: «Ιδεολογικός πειθαναγκασμός και παιδαγωγική βία» - Θεμέλιο 1978 // Νίκος Καββαδίας: Η ζωή του και το έργο του // Ηλίας Βενέζης: Η ζωή του και το έργο του // Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου: η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας // Παρουσίαση της εργασίας του Γ.Χ.Καλλογιάννη: Η εφημερίδα «Νουμάς» και η εποχή της // Προφορικός και γραπτός λόγος // Η παιδαγωγική του Ρουσσώ // Η δημοτική βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν. Θεσσαλονίκης // Η τοπική ιστορία της Νεάπολης // Η ζωή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά, μέσα από τις μαρτυρίες των προσφύγων // Ομήρου Οδύσσεια (Φιλολογική προσέγγιση) – (Προσωπική Διατριβή, εκτός προγραμμάτων Πανεπιστημιακού προγράμματος)
_Εργασίες επάνω στη διαχείριση καταστροφών και κρίσεων σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, στα πλαίσια του μεταπτυχιακού μου, με θεματικές όπως: «Το ιστορικό των σεισμών από το 1928 έως σήμερα», «Ο Τυφώνας Κατρίνα και οι επιπτώσεις του στα παιδιά στην περιοχή της Νέας Ορλεάνης», «Οι πλημμύρες της Ρόδου το 2103 και η διαχείριση της καταστροφής από το Δήμο Ρόδου και τις τοπικές και εθνικές αρχές», «οι επιπτώσεις των καταστροφών στα παιδιά» (διπλωματική εργασία) κ.α.
ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ:
_Αγγλικά (B2 – ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ)
_Γαλλικά (Certificat)
_Βασικές γνώσεις Γερμανικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!