Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Νίκη Μπλούτη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Νίκη Μπλούτη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.

Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Νίκη Μπλούτη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΝΙΚΗ ΜΠΛΟΥΤΗ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Λογοτεχνία είναι ο έντεχνος λόγος ή αλλιώς η τέχνη του λόγου.  Η τέχνη είναι δημιουργία. Ένα είδος δημιουργίας είναι και η λογοτεχνία. Η ετυμολογία της ίδιας της λέξης φανερώνει τη συγγένειά της με τις τέχνες. Συγκαταλέγεται άλλωστε στις Καλές Τέχνες, σ’ αυτές που υπηρετούν το ωραίο και αποσκοπούν στο να προσφέρουν αισθητική απόλαυση. Όλα μας τα συναισθήματα και οι σκέψεις μας εκφράζονται μέσω του λόγου. Ο  έντεχνος λόγος συντηρεί τη γλώσσα και το εθνικό φρόνημα της κάθε χώρας. Είναι η ιστορία και ο πολιτισμός της.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Ένα  βιβλίο μας βοηθάει να ακονίσουμε το μυαλό και τη μνήμη μας ενισχύοντας παράλληλα και την ενσυναίσθησή μας, την ικανότητα δηλαδή να καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω μας. Η λογοτεχνία καλλιεργεί το πνεύμα και την ψυχή μας, οξύνει τη φαντασία κι εμπλουτίζει το λεξιλόγιό μας, μεταφέρει μηνύματα και προβληματισμούς, διευρύνει τους πνευματικούς μας ορίζοντες,  εξυψώνει τη νοημοσύνη, διακινεί ιδέες και αναπτύσει την κριτική μας ικανότητα. Επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι κάποια λεπτά ανάγνωσης είναι καλύτερο αγχολυτικό από μια βόλτα ή ακόμη και από τη μουσική.

3. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Ξεκίνησα σε πολλή μικρή ηλικία. Ανέκαθεν μου άρεσε να καταγράφω τις σκέψεις μου και να ταξιδεύω την ψυχή μου με ένα βιβλίο. Ο λόγος ήταν η αγάπη και το πάθος μου για τη λογοτεχνία. 

4. Γιατί γράφετε;

Η συγγραφή αποτελεί διέξοδο για τους περισσότερους ανθρώπους.  Λειτουργεί θεραπευτικά και είναι μια εκτόνωση μέσα από την οποία μπορείς να αποδράσεις από τη δύσκολη καθημερινότητα.  Γράφω για να να αποφορτιστώ καταθέτοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, για να επικοινωνήσω με τους άλλους ανθρώπους και να μοιραστώ μαζί τους, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες που μας ταλανίζουν καθημερινά. 

5. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Κάθε τι που συμβαίνει γύρω μου. Μια μυρωδιά, μια ανάμνηση, ο στίχος  ενός τραγουδιού, μια τραγική είδηση, μια όμορφη εικόνα, τα μάτια ενός παιδιού, τα χέρια ενός ηλικιωμένου...   

6. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Με την πεζογραφία. Τελευταία με τα διηγήματα τα οποία  με οδηγούν σε πιο δύσκολα μονοπάτια και είναι μια συναρπαστική αίσθηση αυτή. Ο όρος “διήγημα” προσδιορίζει ένα ιδιαίτερο είδος του αφηγηματικού πεζού λόγου. Είναι  μια σύντομη αφήγηση γεγονότων στην οποία πρέπει να τηρείς κάποιους κανόνες. Μέσα σε λίγες σελίδες πρέπει να περιγράψεις την ουσία μιας ιστορίας χωρίς να πλατιάσεις με λεπτομέρειες.  

7. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Το πρώτο μου  μυθιστόρημα με τίτλο  «Όταν η σιωπή μιλάει στα όνειρα» κυκλοφόρησε το 2014 από τις Πρότυπες εκδόσεις Πηγή. Είναι μια ιστορία που  μας διχάζει ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει» που  θέτει η ζωή στο διάβα της.  Πόσο εφικτό είναι να ακολουθούμε τα «θέλω» μας ή να υποτασσόμαστε στα «πρέπει» μένοντας μακριά από τα όνειρά μας. Η μάχη ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο επιλογές είναι μια μάχη που μας ορίζει  στη διάρκεια της ζωής μας. Σε κάθε μας βήμα νιώθουμε να παλεύουν μέσα μας η λογική με το συναίσθημα. Ο άνθρωπος μέσα από τα «θέλω» του εκφράζει τις ανάγκες του, τα όνειρά του, τους στόχους, τις προτιμήσεις του. Αυτό το βιβλίο  αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις κι επικεντρώνεται στη σχέση μάνας-κόρης. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μου είναι μια γυναίκα που την εγκατέλειψε η μητέρα της, όταν ήταν ακόμα παιδί κι αυτό το γεγονός σημάδεψε τη ζωή της. Κυριαρχείται από τη λογική κι είναι φορές που γίνεται απόλυτη στις απόψεις της ακόμα κι αν αυτές είναι αντίθετες με τα «θέλω» της. Σε αντίθεση με τη μητέρα της, που σε κάποια στιγμή της ζωής της πήρε τη μεγάλη απόφαση ν’ ακολουθήσει τον έρωτά τηs.  Η Όλγα χρέωσε στη μάνα της είκοσι ολόκληρα χρόνια σιωπής, σαν τιμωρία, για το βήμα που έκανε τότε κι έφυγε μακριά τους. Η λογική και τα συναισθήματα των ηρώων έρχονται καθημερινά σε σύγκρουση.  Θα έρθει όμως το πλήρωμα του χρόνου που θα ωθήσει την Όλγα να πιάσει κάποια στιγμή το τιμόνι της ζωής της γερά και ν’ αλλάξει ρότα στην πορεία της.  Θα εγκαταλείψει τον άντρα της και θα αναζητήσει την αγκαλιά της μάνας της, όταν συνειδητοποιήσει πια μέσα από τις εμπειρίες της, πως μια τέτοια δυνατή σχέση, που στηρίζεται φυσικά ακόμα στην αγάπη, δεν μπορεί να τη διαγράψει από τη ζωή της.  Η προσωπικότητα, η ιδιοσυγκρασία και τα βιώματα τού κάθε ανθρώπου είναι μερικοί  από τους παράγοντες που καθορίζουν  την ένταση των «θέλω» του. Η αρμονία και η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο, μας βοηθάνε να μην καταφεύγουμε σε υπερβολές ούτε προς τη μια ούτε προς την άλλη πλευρά. Αρκεί να βεβαιωθούμε ότι είναι δικές μας επιλογές κι όχι κατάλοιπα των παιδικών ή εφηβικών μας χρόνων.

 Το «Κάποτε... στον Παράδεισο» εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Όστρια και είναι μια νοσταλγική διαδρομή στα μονοπάτια του χθες, τότε που  τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις μας ήταν αλληλένδετα με την καθημερινότητά μας. Όλα αυτά αναβιώνουν μέσα στις σελίδες του.  Είναι γεμάτο από όμορφες αναμνήσεις που φύλαξα  στο σεντούκι της καρδιάς μου σαν πολύτιμο και ανεκτίμητο θησαυρό. Ο δεκάχρονος ορφανός Δημοσθένης και αφηγητής της ιστορίας μάς σεργιανάει με τον λιτό κι απέριττο λόγο του στα σοκάκια του χωριού του, εκεί που μεγάλωσαν με τη μικρότερη αδερφή του,  τη δεκαετία του ’70.  Η ντοπιολαλιά του χωριού και τα παρατσούκλια των χωριανών μάς διασκεδάζουν.
Μέσα από τη συγκινητική και τρυφερή  ιστορία των  δυο μικρών ορφανών  θέλησα να περάσω στις επόμενες γενιές  το πόσο σημαντικό είναι να διατηρούμε τα ήθη,  τα έθιμα και τις παραδόσεις μας επειδή είναι οι ηθικές μας αξίες, οι οποίες παραδόθηκαν σε μας από τις προηγούμενες γενιές  και διαμορφώνουν την ταυτότητα του λαού μας. Τα σύμβολα, οι τελετές, οι θρύλοι, οι μουσικές, οι χοροί, παρέχουν στα παιδιά μας το αίσθημα της συνέχειας. Μέσα από εικόνες και μυρωδιές, οι παραδόσεις μάς ενώνουν με το παρελθόν, μας δένουν σαν οικογένεια, σαν κοινότητα, σαν χώρα.  

Το τρίτο μου βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το Κίτρινο δάνειο». Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό βιβλίο που αντικατοπτρίζει το σήμερα μιας Ελλάδας φλεγόμενης από την κρίση. Οι ιστορίες που απαρτίζουν αυτή τη συλλογή πηγάζουν από τη δύσκολη καθημερινότητα που διανύουμε τα τελευταία χρόνια όλοι μας. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Ο γείτονας, ο φίλος, ο συγγενής, ο γνωστός. Άνθρωποι που καρτερούν με ελπίδα ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους. Μέσα σ’ αυτόν τον κόλαφο όμως, που βιώνει κάθε πολίτης σήμερα, θέλησα να τελειώσω με ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας, να δώσω ένα τέλος που ν’ ανοίγει ένα παράθυρο στο φως. 
Το τελευταίο βιβλίο μου είναι μια ακόμα συλλογή διηγημάτων κι έχει τίτλο «Άδεια φωλιά». Κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2019 από τις εκδόσεις Φίλντισι.  

8. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: « Άδεια φωλιά».

Οι ανθρώπινες σχέσεις αποτελούν το θεματικό  μοτίβο των ιστοριών τής Άδειας φωλιάς.  Σχέσεις φιλικές, οικογενειακές, ερωτικές, κοινωνικές, άλλοτε ελλειματικές και άλλοτε γεμάτες αγάπη που υπάρχουν στη ζωή τού καθένα μας και την επηρεάζουν συναισθηματικά.  Στη σημερινή εποχή οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν κλονιστεί. Υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης κι αυτό προκαλεί φθορά στις σχέσεις μας. Η μοναξιά είναι μάστιγα της εποχής μας. Από τον καθένα μας εξαρτάται πού θα θέσουμε τον πήχη των κριτηρίων για τις σχέσεις μας.  Ο θυμός, η  θλίψη, ο φόβος και η αγάπη είναι μερικά από τα συναισθήματα που βιώνουμε ανάμεσα στα εκατοντάδες άλλα μέσα από τις σχέσεις μας.  Οι συναισθηµατικοί μας δεσµοί µε τους άλλους ανθρώπους αποτελούν δοµικό στοιχείο της ύπαρξής µας και επηρεάζουν τη σωµατική και ψυχοσυναισθηµατική µας υγεία. Οι διαπροσωπικές μας σχέσεις, μάς καθορίζουν στην πορεία της ζωής μας. Στις ιστορίες της «Άδειας φωλιάς»  σκιαγραφούνται χαρακτήρες αληθινοί που δοκιμάζονται μέσα από τις σχέσεις τους σε οριακές καταστάσεις και μάχονται με το πρόσκαιρο. Υφαίνεται ένας κοινωνικός ιστός από καθημερινούς, οικείους ανθρώπους που ενίοτε αναμετρώνται με κάθε είδους απώλεια.

9. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Τα πρωινά πάντα. Το φως μια καινούργιας μέρας σηματοδοτεί και την απαρχή ή τη συνέχεια μιας  ιστορίας.

10.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Όπως και των άλλων ανθρώπων. Δύσκολη. 

11. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Σίγουρα το έντυπο. Η άμεση επαφή με το βιβλίο είναι για μένα απαραίτητη.

12. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

Το ‘’Λετισιά ή το τέλος των ανδρών’’ του Ιβάν Ζαμπλονκά. Είναι η θλιβερή ζωή και το εφιαλτικό τέλος της 18χρονης Λετισιά Περαί, δοσμένη με αριστουργηματικό τρόπο από τον συγγραφέα. Ο Ζαμπλονκά μιλάει για διαλυμένες οικογένειες, παιδιά που υποφέρουν, νέους που μπαίνουν από νωρίς στην αγορά εργασίας, αλλά και  τη σημερινή Γαλλία, της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Το βιβλίο  διακρίθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας «Le Monde»

13. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Όλοι οι μεγάλοι μας συγγραφείς και ποιητές είναι αγαπημένοι.  Ο Καζαντζάκης, ο Σαμαράκης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος,  ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης, ο Καρκαβίτσας, ο Βενέζης... 

14. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Είναι σίγουρο πως κάποια βιβλία γίνονται σταθμοί στη ζωή μας καθώς γίνονται η αιτία να αλλάξουμε κοσμοθεωρία και άποψη για ορισμένα θέματα.  Κάποια απ’ αυτά που αγάπησα ιδιαίτερα και διάβασα πολλές φορές είναι ‘’Ο Καπετάν Μιχάλης’’ του Καζαντζάκη, ‘’Το λάθος’’ του Σαμαράκη, το ‘’Έγκλημα και τιμωρία’’ του Ντοστογιέφσκι, το ‘’Εκατό χρόνια μοναξιά’’ του Μάρκες,  ‘’Oι άθλιοι’’ του Oυγκό, ‘’Η φόνισσα’’ του Παπαδιαμάντη, ‘’Ο ξένος’’ του Καμύ, ‘’Οι μεγάλες προσδοκίες’’ του Ντίκενς.
Και από  τη σύγχρονη λογοτεχνία θα ξεχωρίσω  το ‘’Αγαπητέ Θεέ’’ του  Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ, το οποίο μιλά για την αξία της ζωής μέσα από ένα έργο που αναφέρεται στο θάνατο. Το βιβλίο επίσης του Μακριδάκη ‘’Η δεξιά τσέπη του ράσου’’  μια ιστορία  που εκφράζει τον φόβο της απώλειας και της μοναξιάς αλλά και την πίστη σε κάτι καλύτερο. Του Ξανθούλη  ‘’Ο Τούρκος στον κήπο’’, ένα βιβλίο που μ’ έκανε να ερωτευτώ την Κωνσταντινούπολη. Είναι ένα μυθιστόρημα που  ξεχειλίζει από  νοσταλγία και  χαρμολύπη για τον χρόνο που περνάει αφήνοντας πίσω του ανεκπλήρωτα πάθη. ‘’Τα σακιά’’ και ‘’Το φαράγγι’’ της Καρυστιάνη και το ‘’Αθώοι και φταίχτες’’ της Μάρως Δούκα, ανήκουν κι αυτά στην κατηγορία των βιβλίων που μ’ έχουν γοητεύσει.

15. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Να προχωρήσω στην έκδοση των τριών επόμενων βιβλίων μου που ‘’αδημονούν’’ να φτάσουν στα χέρια του αναγνώστη. Πρόκειται για μια τρίτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο ‘’ Ένα τραγούδι για σένα’’ τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στον λογοτεχνικό ιστότοπο ‘’Λόγω Γραφής’’ και δυο μυθιστορήματα, το ‘’Γράμματα σ’ έναν δραπέτη’’ και το ‘’Ένα ποτήρι νερό όταν διψάς’’.

                                *     *     *

Άδεια φωλιά.
(έργο της Νίκης Μπλούτη) 

Δευτέρα 9 Γενάρη.
  Δε σε χόρτασα… Αυτή τη φορά, τόσες μέρες που έμεινες, δεν καταφέραμε να πιούμε  ένα καφέ μαζί, δε βγήκαμε μια ώρα να χαζέψουμε στα μαγαζιά, δεν κλέψαμε λίγο χρόνο να πούμε τα δικά μας. Γιατί; Γιατί ποτέ δεν καταφέρνουμε να κάνουμε αυτά που στ’ αλήθεια μας δίνουν χαρά κι ύστερα το μετανιώνουμε; Γιατί εμείς οι μαμάδες δεν αφιερώνουμε τον χρόνο μας σε πράγματα ουσιώδη και τον σπαταλάμε στις δουλειές, όταν μας δίνετε η ευκαιρία; Κι εγώ έτσι την πάτησα. Να μαγειρέψω για όλους τα αγαπημένα σας φαγητά, να φτιάξω πολλά γλυκά για να μυρίσει το σπίτι γιορτή και να ευχαριστηθείτε όλοι. Να στολίσω το δέντρο, να πλύνω, να ξεσκονίσω, να σιδερώσω… για να μη σας λείψει τίποτα. 
   Δε σε χόρτασα όμως… Και το κατάλαβα, όταν σε πήρα στην αγκαλιά μου για να σ’ αποχαιρετήσω. ‘’Πότε πέρασαν οι μέρες;’’ Ψιθύρισα μες στο λαιμό σου και με πήραν τα δάκρυα. Τελευταία όλο και πιο συχνά γίνεται αυτό και το ξέρεις. Και με μαλώνεις γλυκά γιατί κι εσύ το ίδιο αισθάνεσαι… Μεγαλώνοντας τα δάκρυα βγαίνουν πιο εύκολα, θα το δεις στην πορεία. Γιατί όχι άλλωστε; Εγώ τουλάχιστον τώρα, τον αποζητάω αυτόν τον τρόπο εκδήλωσης όταν αισθάνομαι να με τυλίγει η συγκίνηση. Τελευταία έγινα πολύ ευσυγκίνητη, αλλά μ’ αρέσει. Το αποδέχομαι ευχάριστα και δεν ψάχνομαι να βρω από πού πηγάζει αυτό το συναίσθημα. Αξίζει, σκέφτομαι, να δείχνουμε στα παιδιά μας τα αισθήματά μας. Αξίζει να γνωρίζουν πως τα σκεφτόμαστε πολύ, πως μας λείπουν, πως τα λατρεύουμε, πως όταν φεύγουν … αδειάζει η φωλιά μας. 
  ‘’Άδεια φωλιά’’ το λένε οι ψυχολόγοι το σύνδρομο που κατέχει, τις μητέρες κυρίως, όταν τα παιδιά τους φεύγουν απ’ το σπίτι. Όταν το διάβασα για πρώτη φορά, ένιωσα πως καμιά άλλη λέξη δεν κουμπώνει τόσο καλά με το αίσθημα της μοναξιάς και της έλλειψης που κατακλύζει τους γονείς όταν μένουνε μόνοι. Καμιά άλλη λέξη δεν είναι τόσο δυνατή για να περιγράψει αυτό το συναίσθημα. Έτσι αισθάνομαι κι εγώ τη φωλιά μας όταν μου φεύγεις… Τι να γίνει όμως; ‘’Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του…’’ δε λέει κι η γιαγιά; Έτσι είναι. Έρχεται η ώρα που οι γιορτές τελειώνουν κι από κει που ήμασταν όλοι μαζί γύρω απ’ το τραπέζι, κι από κει που μαζευόμασταν όλοι γύρω απ’ το τζάκι να δούμε μια ταινία, κι από κει που ξυπνούσαμε το πρωί όλοι παρέα… μένουμε οι μαμάδες να κοιτάμε έξω απ’ τον παράθυρο τον καιρό και να πίνουμε τον καφέ μας μονάχες, περιμένοντας με λαχτάρα τις επόμενες γιορτές ή την επόμενη φορά που θα τα καταφέρουν τα παιδιά να τους επισκεφτούν. 
  Σήμερα, σηκώθηκα μ’ αυτό το έντονο συναίσθημα της έλλειψης να με πλημμυρίζει, την ώρα που έψαχνα για μια ζακέτα να ρίξω πάνω μου και βρήκα τη δική σου αφημένη πρόχειρα στα κάγκελα του κρεβατιού. Την αγκάλιασα, μύρισα το άρωμά σου κι ύστερα τη φόρεσα για να σε αισθάνομαι κοντά μου. Κι άρχισα μετά να κάνω σχέδια για την επόμενη φορά που θα ‘ρθεις. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δε θα κάνω το ίδιο λάθος. Δε θα αναλωθώ σε μαγειρέματα πολλά και ξεσκονίσματα και πλυσίματα… Όταν θα ξανάρθεις, θα οργανώσουμε μαζί τον χρόνο μας καλύτερα για να προλάβω να σε χορτάσω… Κι ύστερα χαμογέλασα ικανοποιημένη σ’ αυτή τη σκέψη, αλλά αναρωτήθηκα κιόλας. Χορταίνεται η αγάπη ψυχή μου;

  


Η μάνα δε μιλάει… 
(έργο της Νίκης Μπλούτη) 

Η μάνα δε μιλάει. Σέρνει κουρασμένα τις παντόφλες της και ζεσταίνει το φαγητό να το σερβίρει στο τραπέζι. Τον ακούει σιωπηλή να της λέει, να κάνει λίγη υπομονή ακόμα κι όλα θα φτιάξουν. Να μη φοβάται της λέει, δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που δεν πλήρωσαν τη ΔΕΗ μια φορά. Αύριο μεθαύριο που θα πληρωθεί σίγουρα, θα περάσει να κάνει μια ρύθμιση όπως κάνουν τόσοι και τόσοι. Να του κάνει κι ένα κατάλογο τι χρειάζεται απ’ το σούπερ κι από το μανάβη για να ψωνίσει ό,τι τους χρειάζονται για τις γιορτές, της λέει. Και να μην κάνει άσχημες σκέψεις συνέχεια και να στενοχωριέται. Η στενοχώρια δε βγάζει σε καλό. Όπως όλοι έτσι κι εμείς, της λέει. Θα τα καταφέρουμε. Και να μη φοβάται πως θα τους κόψουνε το ρεύμα Χριστουγεννιάτικα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Καλύτερα να σταματήσει να βλέπει αυτές τις χαζοεκπομπές στην τηλεόραση που φοβερίζουν και σκιάζουν τον κοσμάκη πως θα του πάρουν τα σπίτια και θα τους κλείσουν στις φυλακές όσους χρωστάνε και θα τους κόψουν το ρεύμα. Τίποτα δε θα τους κάνουνε, να μη φοβάται της λέει. Μονάχα να παίρνει τα φάρμακά της, να μην τα ξεχνάει γιατί δεν κάνει κι όλα τ’ άλλα θα τα φροντίσει αυτός, αύριο μεθαύριο όταν θα πληρωθεί σίγουρα. Και να ‘χει το νου της στα παιδιά, να τα ‘χει από κοντά, γιατί είναι μικρά ακόμα κι έχουν την ανάγκη της, της λέει. Κι όλα θα γίνουν, αύριο μεθαύριο το πολύ που θα πληρωθεί, όλα θα τα τακτοποιήσει αυτός. Η μάνα δε μιλάει. 
  Σε μια βδομάδα έρχονται Χριστούγεννα. Τα πιτσιρίκια αποκοιμήθηκαν στο πλάι μου κι εγώ κάθομαι στο σκοτάδι κι ακούω τον Πέτρο που μιλάει στη μάνα και της λέει παραμύθια και της δίνει υποσχέσεις για να την καθησυχάσει. Η μάνα φοβάται πως θα τους πάρουν το σπίτι. Το τηλέφωνο, μου είπε τις προάλλες, δε σταματάει να χτυπάει όλη μέρα. Τους καλούνε συνέχεια από δικηγορικά γραφεία και τους φοβερίζουν πως αν δεν πληρώσουν τις δόσεις που τους χρωστάνε θα τους βγάλουν το σπίτι στο σφυρί. Κι η μάνα φοβάται και δε μιλάει και τους το κλείνει στα μούτρα. Ο Πέτρος τη μαλώνει, να μη σηκώνει το τηλέφωνο της λέει, και να μη φοβάται. Έχουν ένα μήνα να τον πληρώσουν κι έχουν ξεμείνει. Δεν έχουν φράγκο στη τσέπη. Ούτε για το κολατσιό των παιδιών στο σχολείο δεν έχουν, μου είπε η μάνα κλαίγοντας το πρωί στο τηλέφωνο. Αλλά να μην πω τίποτα στον Πέτρο πως μου τα μαρτύρησε. Να της τα δώσω κρυφά, μου είπε, τα λίγα δανεικά που μου ζήτησε. Για τα παιδιά μονάχα, για το κολατσιό τους στο σχολείο, μου είπε.
  Ο Πέτρος σώπασε και τρώει. Κι αυτή κάθεται δίπλα του και δε μιλάει. Ακούω τις ανάσες των παιδιών κι αναστενάζω. Σηκώνομαι αργά για να μην τα ξυπνήσω και τα σκεπάζω καλά να μην κρυώσουν. Τους υποσχέθηκα πως θα κοιμηθώ μαζί τους σήμερα και πως αύριο θα τα πάω εγώ σχολείο. Τα λατρεύω τα παιδιά. Και τα νοιάζομαι. Τα πρώτα τρία χρόνια που γεννήθηκαν έμενα μαζί τους. Με τη μάνα μου και τον Πέτρο. Κι αυτόν τον συμπαθώ. Είναι καλός σύζυγος και καλός πατέρας για τα παιδιά του. Και τη μάνα μου τη φροντίζει και την προσέχει όσο μπορεί. Όσο περνάει απ’ το χέρι του. Η μάνα μου όσο έμενα κοντά τους ήτανε ακόμα καλά. Μετά αφέθηκε. Δεν ξέρω να εξηγήσω πώς αφήνεται ο άνθρωπος και πώς παραιτείται απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Τα παιδιά, μου έχουν μεγάλη αδυναμία. Κάθε μέρα με παίρνουν δυο φορές τηλέφωνο και όταν μπορώ και δεν είμαι στη δουλειά κάθομαι και τους λέω παραμύθια και τους δίνω υποσχέσεις απ’ το τηλέφωνο που δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να τις κρατήσω, όπως κάνει ο Πέτρος στη μάνα. Απόψε, λίγο πριν κλείσουν τα ματάκια τους, τους υποσχέθηκα πως την παραμονή των Χριστουγέννων θα τα πάω στο κέντρο να δούνε τη μεγάλη φάτνη με το Χριστό και πως θα τα βγάλω φωτογραφίες στην αγκαλιά του Αη Βασίλη. Αυτό θα το κάνω σίγουρα. Και πέρυσι το έκανα. Και πέρασαν τόσο καλά! Ακόμα το θυμούνται. Ακόμα και το μαλλί της γριάς που τους αγόρασα στο τέλος θυμούνται. Αύριο θα τα πάω εγώ σχολείο κι ύστερα θα φύγω για τη δουλειά μου. Θα περάσω κι απ’ το φούρνο και θα τους αγοράσω ό,τι λαχταράει η ψυχούλα τους για κολατσιό. Και το πρωί θα πω στη μάνα να μη φοβάται. Και θα της βάλω στην τσέπη της ρόμπας της και τα υπόλοιπα χρήματα. Εμένα δε μου χρειάζονται τόσο. Τον υπολογιστή που λογάριαζα να αγοράσω με δόσεις δεν είναι ανάγκη να τον πάρω αύριο ούτε μεθαύριο. Μπορεί να περιμένει. Τα παιδιά δεν μπορούν. Τα λατρεύω τα παιδιά. Σε μια βδομάδα έρχονται Χριστούγεννα. Και θέλω να περάσουν καλά, όπως εγώ κάποτε.  Όταν η μάνα ήταν ακόμα καλά και δε φοβόταν τίποτα.



Να φύγουμε 
(έργο της Νίκης Μπλούτη) 

   Καθόμαστε με τον άντρα μου σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο. Γύρω μας τα παιδιά κελαηδάνε σαν πουλάκια. Τι θέλουμε εμείς εδώ; Έχουμε δέκα μέρες να μιλήσουμε μεταξύ μας. Μιλάμε με τα μάτια. Και με την καρδιά. Είμαστε χαμένοι κι οι δυο μας. Από τότε που χάσαμε το μωρό μας στα κύματα, χάσαμε και τον εαυτό μας. Κοιτάζω τις άλλες μανάδες που τρέχουν πίσω από τα παιδιά τους και σχίζεται η καρδιά μου. Ραγίζει όπως ραγίζει το γυαλί σε χιλιάδες κομμάτια όταν σπάει. Ο Φαρίντ πλάι μου βαριανασαίνει. Να φύγουμε, λέω από μέσα μου, να φύγουμε… δεν είναι για μας εδώ. Η ανάσα μου βγαίνει με κόπο. Το κεφάλι μου με πονάει αφόρητα. Τα μάτια μου πονάνε κι αυτά όπου κι αν ακουμπήσουν. 
   Κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης. Δε θέλω πια να κοιμάμαι. Δε θέλω να θυμάμαι. Να φύγουμε θέλω. Να φύγουμε… Δεν ξέρω πού να πάμε. Δε με χωράει ο τόπος. Σήμερα μ’ έβγαλε απ’ το σπίτι με το ζόρι. Στενοχωριέται που δε μιλάω. Ούτε κι αυτός μιλάει. Δεν μπορούμε να μοιραστούμε τον πόνο μας με λόγια. Μονάχα με την καρδιά. Σήμερα θα γίνει εδώ στο πάρκο μια συναυλία με μουσική απ’ την πατρίδα μας, μου είπε. Θα είναι όλοι οι δικοί μας μαζεμένοι. Πάμε να ξεχαστούμε. Εγώ δεν ήθελα. Ούτε να δω δικούς μας θέλω. Όταν συναντάμε κανέναν δεν ξέρω τι να πω. Στα μάτια τους διαβάζω όσα έχω στην ψυχή μου. Είμαστε όλοι ανάπηροι. Σε όλους κάτι λείπει. Πουθενά δεν ήθελα να πάω. Μονάχα να φύγουμε από δω, μα δεν του το είπα. Τον ακολούθησα. Γι’ αυτόν βγήκα. Για να ξεχαστεί. Εμένα δε με χωράει κανένας τόπος. Να φύγουμε θέλω… Κι όπου μας βγάλει ο δρόμος.
  Προχθές συνάντησα μια γνωστή μου. Τη Σέλντα. Κρατούσε από το χέρι το μικρό της γιο. Τον άλλον τον έχασε κι αυτή εκεί στα κύματα. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια κι ύστερα αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας. Έμενε δυο στενά κάτω απ’ το σπίτι μας στην πατρίδα. Τα παιδιά της έπαιζαν μπροστά στο δρόμο μας τα καλοκαίρια. Το δικό μου δεν πρόλαβε να παίξει. Ήτανε μωρό. Πέρυσι τέτοια μέρα είχε γενέθλια. Έσβησε το πρώτο του κεράκι. Δεν πρόλαβε να σβήσει άλλο. Είχαμε προσκαλέσει σπίτι μας και δυο φιλικά μας ζευγάρια. Τη Σέλντα με τον άντρα της κι έναν συνάδελφο του άντρα μου με τη γυναίκα του και τα παιδιά  τους. Τον Αχμέντ και τη Μαριάμ. Πέρυσι τέτοια μέρα είχαμε γιορτή στο σπίτι μας, σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Μια κλωστή με χωρίζει απ’ τη τρέλα. Τόσο κοντά της βρίσκεται το μυαλό μου. Ειδικά όταν σκέφτομαι. Το πριν και το τώρα.  
  Μέναμε σε μια συνοικία στη Χάμα. Μια πανέμορφη πόλη χτισμένη στις όχθες του Ορόντη. Κάθε καλοκαίρι κατεβαίναμε με τον Φαρίντ τα απογεύματα στον ποταμό και χαζεύαμε τους ξύλινους νερόμυλους. Ο άντρας μου δούλευε στο δημόσιο κι εγώ για τρία χρόνια σ’ ένα ζαχαροπλαστείο κοντά στη γειτονιά μου. Έμεινα έγκυος μετά και σταμάτησα να δουλεύω. Περίμενα με λαχτάρα το μωρό μας. Όταν γέννησα και το κράτησα στην αγκαλιά μου για πρώτη φορά, κατάλαβα πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απ’ αυτή για μια γυναίκα. Μέσα σε δυο χρόνια έμελλε να γνωρίσω και τη μεγαλύτερη δυστυχία. Αυτή τη δυστυχία που δεν περιγράφεται με λέξεις. Ούτε μοιράζεται. Αυτή η πληγή δεν επουλώνεται ποτέ. Όπως κι ο ξεριζωμός απ’ την πατρίδα.
  Ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν. Οι δικοί μας μαζεύτηκαν για τη συναυλία. Ξεχωρίζουν οι γυναίκες με τις μαντήλες. Το παγκάκι το δικό μας είναι απόμερο. Κανένας δεν μας πρόσεξε ακόμα. Οι μουσικοί ετοιμάζουν τα όργανά τους. Κι εμείς με τον Φαρίντ είμαστε βυθισμένοι στη σιωπή. Να φύγουμε, λέω από μέσα μου, να προλάβουμε να φύγουμε… Πριν οι νότες ξεχειλίσουν σαν ποτάμι και μας πνίξει η νοσταλγία. Η μουσική όμως αρχίζει κι απ’ τα μικρόφωνα ξεχύνονται οι αναμνήσεις απ’ την πατρίδα. Ανατριχιάζω από συγκίνηση. Ένα παράπονο βαθύ με συνεπαίρνει και νιώθω τα μάτια μου να καίνε απ’ τα δάκρυα. Ένα κύμα νοσταλγίας για τον τόπο μου φουσκώνει στο στήθος μου και νιώθω πως γυρεύει να με πνίξει. 
  Κοιτάζω τον άντρα μου. Η λάμπα του πάρκου φωτίζει το βουρκωμένο βλέμμα του. Να φύγουμε, λέω ξανά από μέσα μου, να φύγουμε… Κι όπου μας βγάλει ο δρόμος. Μα εκείνος θέλει να ξεχαστεί, μου είπε. Δεν ξέρω πώς πατάει ένα κουμπί ο άνθρωπος και ξεχνιέται. Η μουσική άρχισε να  μας ταξιδεύει πίσω στην όμορφη πόλη μας, τη Χάμα. Για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουνα δίπλα στους ξύλινους ανεμόμυλους του Ορόντο και κρατούσα το μωρό μου αγκαλιά. Μια απερίγραπτη γλυκιά αίσθηση αναρρίγησε το κορμί μου. Τρέμω σαν να κρυώνω και ν’ ανεβάζω πυρετό. Ο Φαρίντ γυρνάει προς το μέρος μου και με τυλίγει στην αγκαλιά του. Δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Πνίγομαι από τον πόνο της νοσταλγίας. Πνίγομαι απ’ τον πόνο της απώλειας. Ο άντρας μου με σφίγγει πάνω του και μουρμουρίζει το σκοπό του τραγουδιού. Τα μάτια του τρέχουνε από δάκρυα καυτά. Για το χθες που χάσαμε για πάντα. Για το αύριο που δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει. Να φύγουμε, του λέω ψιθυριστά και το κορμί μου τρέμει. Να φύγουμε… Δε με χωράει ο τόπος.  


*     *     *




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΝΙΚΗΣ ΜΠΛΟΥΤΗ


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Γεώργιο, Λιβαδειάς. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει μόνιμα με την οικογένειά της στη Λιβαδειά και ασχολείται με τη συγγραφή. Έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα, το “Όταν η σιωπή μιλάει στα όνειρα” από τις Πρότυπες εκδόσεις Πηγή και το ‘’Κάποτε… στον Παράδεισο’’ από τις εκδόσεις Όστρια. Το 2017 κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο  ‘’Το κίτρινο δάνειο’’ εκδ. Όστρια και τον Απρίλιο του 2019 η δεύτερη, με τίτλο ‘’Άδεια φωλιά’’ από τις εκδόσεις Φίλντισι.
 Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικούς λογοτεχνικούς ιστότοπους κι εφημερίδες (Λόγω Γραφής, Book Press , τοβιβλίο.net, Gulturagenta, Θεματοφύλακες βιβλίων κ.α) και στην τοπική έντυπη εφημερίδα, ‘’Διάβημα’’. Με τη λογοτεχνική ιστοσελίδα Λόγω Γραφής συνεργάζεται από το 2016 και τελευταία γράφει μια σειρά διηγημάτων για τη δράση ‘’Ένα τραγούδι για σένα’’.  Συνεργάζεται επίσης με τo ψηφιακό περιοδικό ‘’Greek Affair’’.  
Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και έχει συμμετάσχει σε εκδηλώσεις για παιδιά (ανάγνωση, εργαστήρια δημιουργικότητας) στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς. 
Διηγήματά της διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συμπεριλαμβάνονται σε Ανθολογίες. Το διήγημα ‘’Μπορώ να σε λέω μαμά’’, περιλαμβάνεται στο Συλλογικό έργο της λογοτεχνικής ιστοσελίδας Λόγω Γραφής με τίτλο ‘’Χριστός Γεννάται’’ εκδ. Όστρια.
Το διήγημα ‘’Μονάχα ο Θεός’’ είναι βραβευμένο στον ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος με θέμα ‘’Η τελευταία νύχτα’’ του λογοτεχνικού ιστότοπου Moonlights Tales  
 ‘’Το διάλειμμα’’ βραβευμένο στον 5ο διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής του λογοτεχνικού ιστότοπου ‘’koalakia’’. Περιλαμβάνεται στην Ανθολογία Διηγημάτων  με τίτλο  ‘’Διαδρομές Ψυχής’’
 Το ‘’Κρίση πανικού’’ περιλαμβάνεται στην ‘’Ανθολογία διηγημάτων 2017’’ από τις εκδόσεις Όστρια.
Το διήγημα με τίτλο ‘’Το κίτρινο δάνειο’’ απέσπασε το Α Βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό της ΕΤΕΠΚ το 2016 και το διήγημα ‘’Τα φιλαράκια’’ διακρίθηκε με έπαινο στον ίδιο διαγωνισμό το 2017. Το διήγημά της με τίτλο ‘’Σαν σήμερα’’ απέσπασε το Β βραβείο διηγήματος στον Παγκόσμιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδας. Στον ίδιο διαγωνισμό στην κατηγορία ‘’Βιβλία και έργα’’ της χρονιάς 2017,  η πρώτη συλλογή διηγημάτων της ‘’Το κίτρινο δάνειο’’ διακρίθηκε με βραβείο. ‘’Το Κίτρινο δάνειο’’ απέσπασε επίσης το Γ βραβείο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό που προκήρυξε το Λογοτεχνικό Περιοδικό Κεφαλονιάς για το έτος 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!