Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Κυριάκο Στυλιανού - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Κυριάκο Στυλιανού - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.

Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον λογοτέχνη Κυριάκο Στυλιανού, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Λογοτεχνία είναι η μεταφορά όλων αυτών που ζούμε ή δεν καταφέραμε να ζήσουμε ακόμη στις διάφορες μορφές λόγου.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Την άμεση θέαση των επιθυμιών του, των προσδοκιών του, της χαράς του, του πόνου του και εν κατακλείδι όλων αυτών μικρών ή μεγάλων θεμάτων που τον αφορούν και τον συναποτελούν. Κοντολογίς, ότι συνέβαινε στα παλιότερα χρόνια, συμβαίνει και σήμερα.  

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Η ποίηση δεν μπορεί να χάσει το ρόλο της, γιατί πάντοτε θα υπάρχουν θέματα που θα τυγχάνουν περεταίρω βαθύτερης αισθητικής και ανάλυσης, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι και ενορατικοί που θα συλλαμβάνουν τις βαθύτερες αιτίες των πραγμάτων. Άρα οι εκάστοτε ποιητές προσαρμόζονται ή καλύτερα προσαρμόζουν στα δικά τους  μέτρα τις ανάγκες της εποχής τους.

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Ποίηση είναι η ικανότητα του ανθρώπου να βλέπει πίσω από τις σκοτεινές κουρτίνες της καθημερινότητας. 

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Από μικρός θυμάμαι τον εαυτό μου πάνω από μια άδεια σελίδα χαρτιού. Δεν με παρότρυνε κάποιος γι΄ αυτό, μιας και ήταν μια ανάγκη που ξεκινούσε βαθιά από μέσα μου.

6. Γιατί γράφετε;

Ανάγκη έκφρασης.

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και κυρίως μέσα μου

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Με την πεζογραφία, αν και τελευταίως διαπιστώνω πως η ποίηση με τους πολλαπλούς και ακαριαίους συμβολισμούς που διαθέτει μπορεί και με εξαγνίζει καλύτερα.  

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Έχω εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων ( Μεταμεσονύκτιοι αναλογισμοί, Σκυτάλη, Μια ζωή-πέντε διηγήματα για ένα θέμα, Μεταμορφώσεις) και πρόσφατα την πρώτη ποιητική μου συλλογή υπό τον τίτλο «Σε δεύτερο ενικό».       

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Σε δεύτερο ενικό».

Έτσι τιτλοφορείται η πρώτη ποιητική μου συλλογή, η πρώτη μου απόπειρα να δημοσιεύσω ποιήματα που είχα εδώ και καιρό στο συρτάρι. Τα ποιήματα μου, εν είδη στοχασμών, καταγράφουν την πορεία ωρίμανσης της λογοτεχνικής μου σκέψης από τότε που εξέδωσα και την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου.

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Γύρω στα μεσάνυχτα.

12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Όπως η ζωή του λογοτέχνη που ανήκει στην όποια εποχή:  επαναστατική και ιδιαίτερη. Παρ΄ όλα αυτά εξαιτίας του γεγονότος ότι διάγουμε μια ρηχή, βιαστική εποχή ο σύγχρονος λογοτέχνης επωμίζεται το δυσβάσταχτο χρέος να στρέφει τους αναγνώστες του μακριά από την εύπεπτη, ανούσια λογοτεχνία.
    
13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Οπωσδήποτε το έντυπο, καθότι μπορώ να το αγγίξω, να το μυριστώ και γενικότερα να το κουβαλώ κυριολεκτικά ή μεταφορικά μαζί μου.

14.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να γράφει με γνώμονα τον εαυτό του. Μοναχά έτσι θα αποκτήσει αμεσότητα και ειλικρίνεια με το κοινό του.

15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Κωνσταντίνος Καβάφης: Η άριστη επεξεργασία ιστορικών γεγονότων σε άμεση συσχέτιση με την ανθρώπινη φύση.
Αλμπέρ Καμύ: Η αναγνώριση της κυριαρχίας του παραλόγου που κρύβεται πίσω από τα κίνητρα και τις πράξεις των ανθρώπων.
Φράνζ Κάφκα: Η αρμονία του ονείρου με την πραγματικότητα σ΄ ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο λογοτεχνικά κόσμο.
Μίλαν Κούντερα: Η σύζευξη δοκιμίου και λογοτεχνίας, όπως και η βαθιά, πολυεπίπεδη ανάλυση της ανθρώπινης φύσης.

16. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Όλα τα βιβλία του Μίλαν Κούντερα.   

17. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Να συνεχίσω  να γράφω για πάντα.


*     *     *

Η παράβαση
(του Κυριάκου Στυλιανού


Αφού ο άντρας ,ένας ψηλός, κομψός κύριος γύρω στα τριανταπέντε ,  στάθμευσε στο μεγάλο οικόπεδο που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από τον αστυνομικό σταθμό του προαστίου  όπου έμενε, κλείδωσε πρώτα το αυτοκίνητο του και κατευθύνθηκε αμέσως με γοργό βήμα προς την πύλη του αστυνομικού τμήματος. Ένας μεσήλικας κοντοπάχουλος αστυνομικός, τον ρώτησε πρώτα ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης του και μετά  του άνοιξε  με αργές, βαριεστημένες κινήσεις τη μεγάλη, καγκελωτή πόρτα της πύλης. «Πρέπει  να αναφέρω μια παράβαση...» του είπε εκείνος σταθερά. Την ώρα όμως που ο αστυνομικός έκανε να ζητήσει διευκρινίσεις, ο άντρας πρόσθεσε με επιτακτικό ύφος πως θα έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει με τον  προϊστάμενο του. Ο αστυνομικός κοιτάζοντας τον για μια στιγμή εξεταστικά, του επέτρεψε στο τέλος να προχωρήσει γνέφοντας προηγουμένως καταφατικά το κεφάλι του. 
  Καθώς  ο άντρας προχωρούσε, μια καθαρίστρια γύρω στα πενήντα  σκούπιζε αργά-αργά  το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του προϊσταμένου. Τον κοίταξε για λίγο περίεργα και μετά συνέχισε τη δουλειά της. «Μου λέτε σας παρακαλώ, πού είναι το γραφείο του προϊσταμένου;» την ρώτησε εκείνος,  κάνοντας την να στρέψει σιγά-σιγά το βλέμμα της προς το μέρος του. «Εκεί...» απάντησε η γυναίκα, υποδυκνείοντας του πού ήταν το γραφείο.
  Φτάνοντας ένα βήμα πριν από την πόρτα του γραφείου,  ο άντρας εκείνος χτύπησε δυο φορές. Καθώς δεν έπαιρνε καμία ανταπόκριση, χτύπησε ακόμη μία. « Ποιος να΄ ναι  τέτοια ώρα;» μουρμούρισε σιγά  ο προϊστάμενος, ένας ψηλός ευτραφής άντρας κοντά στα εξήντα, που καθόταν πίσω από το γραφείο του και ρουφούσε σιγά-σιγά και απολαυστικά τον  καφέ του.  «Δεν έχει πάει ακόμα οχτώ...» συνέχισε, κοιτώντας με δυσαρέσκεια το ρολόι του. « Ούτε ένα καφέ, δεν μπορείς να χαρείς με την ησυχία σου!». «Ναι...;» ακούστηκε αμέσως μετά βαριά και βραχνή η φωνή του. Ο άντρας άνοιξε αμέσως την πόρτα και μπήκε μέσα.  Ο προϊστάμενος τον κοίταξε  ψυχρά  από την κορφή ίσαμε τα νύχια και του΄ πε ειρωνικά: «Πρέπει να είναι πολύ σοβαρός ο λόγος που ήρθες εδώ πρωινιάτικα...!».  « Ναι, είναι πολύ σοβαρός ο λόγος της επίσκεψης μου!» του απάντησε σταθερά ο άντρας, αποκρούοντας  μεμιάς το σχόλιο του. Πρόσθεσε κιόλας πως βιαζόταν να πάει στη δουλειά, θέλοντας να επισπεύσει το τελετουργικό της ανάκρισης που θα ακολουθούσε. Ο προϊστάμενος ωστόσο δεν έδωσε σημασία, συνεχίζοντας να ρουφά με την ίδια απόλαυση το λίγο υπόλοιπο του καφέ που είχε απομείνει στο φλιτζάνι του.
  «Λοιπόν...;» του΄ κανε  ο προϊστάμενος. Κι αφού πρώτα του έκανε νόημα να καθίσει, τον ρώτησε πλέον  στα ίσα ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης του. Ο άντρας ομολόγησε πως ενώ καθημερινά στις έξι ακριβώς το πρωί σηκωνόταν για να πάει στη δουλειά του, το ξυπνητήρι του δυστυχώς την ημέρα εκείνη κάτι είχε πάθει και δεν χτύπησε. Το απροσδόκητο  γεγονός κορυφώθηκε τέλος στο σημείο εκείνο ακριβώς όπου ο ίδιος υπό τις περιστάσεις αναγκάστηκε να οδηγεί σαν τρελός στους δρόμους για να φτάσει έγκαιρα στον προορισμό του. «Αυτό, δεν έπρεπε ποτέ να συμβεί!» αναφώνησε τότε ο προϊστάμενος. Το είπε κιόλας με τέτοιο θεατρικό  ύφος, που σίγουρα κάποιος τρίτος δεν θα μπορούσε τόσο εύκολα να καταλάβει κατά πόσο σοβαρολογούσε ή αν απλώς συνέχιζε να τον ειρωνεύεται. «Κανείς δεν πρέπει να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας!» πρόσθεσε. Ο άντρας στο μεταξύ, τόσο πολύ είχε καταφέρει να μπει μέσα στο πετσί της ιστορίας του, που πίστεψε πως απέναντι του δεν είχε μοναχά τον προϊστάμενο αλλά ένα πλήθος από κατήγορούς του που είχαν μαζευτεί στο μέρος εκείνο και ήταν έτοιμοι να τον καταδικάσουν. Χαμηλώνοντας πρώτα το βλέμμα, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε την αφήγηση του. «Δυστυχώς τη στιγμή εκείνη που παρέβαινα τους νόμους της χώρας μου, δεν βρέθηκε εκεί κοντά ένας από τους συναδέλφους σας να με συλλάβει...» είπε σε λίγο, ενώ ο προϊστάμενος δεν μπορούσε να πιστέψει αν πραγματικά εννοούσε αυτά που έλεγε. Παίρνοντας  μια δεύτερη, βαθύτερη ανάσα, έφτασε στο τέλος της ιστορίας του. « Έτσι, αποφάσισα να έρθω εδώ και να καταγγείλω προσωπικά την παράβαση μου...» κατέληξε με αποφασιστικότητα.
   Ο προϊστάμενος κοίταξε τότε περίεργα το βλέμμα του άντρα που ήταν ακόμη χαμηλωμένο, σηκώθηκε από τη θέση του και τον κοίταζε ξανά με δυσπιστία. « Πώς γίνεται... ;» διερωτήθηκε, αδυνατώντας να πιστέψει την ιστορία που μόλις είχε ακούσει. «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος στη δική μας χώρα... να καταγγέλλει αυτοβούλως τον εαυτό του; Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του, θα το είχε ήδη ξεχάσει...», συνέχισε. Ρίχνοντας του ακόμη μια εξεταστική ματιά, προχώρησε πιο πολύ  στους συλλογισμούς του. « Λες να είναι κανένας σαλεμένος...;» διερωτήθηκε για μια ακόμη φορά. Ξανακοιτάζοντας τον όμως και πάλι, άρχισε να κάνει δεύτερες σκέψεις για τον περίεργο τύπο που είχε στο γραφείο του. «Κι αν δεν είναι; Αν τα έχει τελικά τετρακόσια; Τι γίνεται; Τι μπορεί να κρύβει;» σκέφτηκε, αρχίζοντας πλέον να τον παίρνει στα σοβαρά. « Λες να... Λες να είναι κανένας τρομοκράτης και ήρθε πρωί - πρωί να με πιάσει στον ύπνο; Να μου πουλήσει πρώτα το ψέμα του για να με παραπλανήσει και μετά...» συνέχισε τη σκέψη του, κόβοντας την όμως άδοξα στη μέση. « Α μπα...» καθησύχασε αμέσως τον εαυτό του. « Σίγουρα θα διάλεγε ένα ψέμα πιο πιστευτό για να μού πουλήσει!» -.
  Άνοιξε απότομα την πόρτα και χωρίς να πει κάτι άλλο στον επισκέπτη του βγήκε έξω για να πάρει αέρα. Νιώθοντας έντονα την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, προχώρησε προς την πίσω μεριά του γραφείου και σχημάτισε στο κινητό του το νούμερο κάποιου συναδέλφου του. Όταν τελείωσε τη διήγηση του ασυνήθιστου περιστατικού, ακολούθησε μια παρατεταμένη  σιγή στην τηλεφωνική συνδιάλεξη. «Τι συμβαίνει; Μ΄ ακούς;» έκανε ο προϊστάμενος στον συνάδελφό του, νομίζοντας για μια στιγμή  πως ξαφνικά είχε διακοπεί η συνομιλία. Το δυνατό γέλιο όμως του συναδέλφου  του  που πέρασε σαν χείμαρρος μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές  για να φτάσει στο  ακουστικό του δικού του τηλεφώνου,  διασκέδασε αμέσως τις ανησυχίες του. « Ακόμα δεν του έχετε φορέσει ζουρλομανδύα!;» ακούστηκε κιόλας δυνατή και στεντόρεια η φωνή του. « Ναι...» απάντησε μηχανικά ο προϊστάμενος, δίνοντας χρόνο στον εαυτό του να φέρει ξανά στο μυαλό του την παράξενη ιστορία  που πριν από λίγο είχε ακούσει. « Ναι, πώς είναι δυνατόν;» διερωτήθηκε ξανά. « Συμβαίνουν αυτά στην πατρίδα μας;». Και προτού προλάβει ο άντρας στην άλλη γραμμή να του πει ακόμα κάτι, ο προϊστάμενος συμφώνησε απόλυτα με την άποψη του. « Αλήθεια, το καθυστέρησα» είπε, ξεσπώντας κι αυτός σε γέλια. «  Αλήθεια, άργησα να του φορέσω ένα ζουρλομανδύα που να ξεκινά από το κεφάλι του και να φτάνει ίσαμε τα πόδια του!».
 Ο άντρας που είχε ήδη σηκωθεί και προχωρήσει προς τη μισάνοιχτη πόρτα, πρόλαβε και άκουσε το καταληκτικό σχόλιο του προϊστάμενου.  Βλέποντας τον κιόλας να είναι σκασμένος στα γέλια, βεβαιώθηκε απόλυτα πως το κεντρικό πρόσωπο της τηλεφωνικής κουβέντας δεν ήταν κανείς άλλος παρά ο ίδιος. Όταν ο προϊστάμενος  πρόσεξε πως ο άντρας στεκόταν απέναντι του με την πίκρα και την απογοήτευση αποτυπωμένη στο πρόσωπο του, συγκράτησε όσο μπορούσε το γέλιο του και πήρε ένα αστείο, σοβαροφανές ύφος. Ο άντρας στρέφοντας το βλέμμα του αλλού, κίνησε να φύγει περνώντας δίπλα από τον προϊστάμενο. « Πού πας;» τον ρώτησε εκείνος μα δεν έλαβε καμία απάντηση.  Έκανε να τον ρωτήσει ξανά, αλλά το θεώρησε αχρείαστο. « Τι άλλο να πω σ΄ έναν τρελό...;» σκέφτηκε, αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο να συνεχίσει το γέλιο του εκεί που το είχε αφήσει προηγουμένως.
  Ο άντρας προχώρησε κατά μήκος του διαδρόμου που οδηγούσε στο χώρο στάθμευσης των  αυτοκινήτων. Ενώ περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι του,  ανασήκωσε για μια στιγμή το πρόσωπο του και πρόσεξε την καθαρίστρια που συνέχιζε με αργές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις να κάνει την καθημερινή της δουλειά. Φτάνοντας στο τέρμα του αστυνομικού σταθμού, πέρασε έξω  αφού ο αστυνομικός της πύλης τού είχε ήδη σιγά-σιγά  ανοίξει   την μεγάλη, καμαρωτή καγκελόπορτα.
  Μπαίνοντας στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του, το ξεκίνησε και έθεσε σε λειτουργία το ράδιο, που τη στιγμή εκείνη μετέδιδε ειδήσεις. «Ζούμε σε μια φιλοπρόοδη χώρα, που αποτελείται από ευυπόληπτους και νομοταγείς πολίτες,  δήλωσε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της χώρας...» ακούστηκε  η φωνή του εκφωνητή. «Ώρα να πηγαίνω για δουλειά...» μονολόγησε τότε ο άντρας ειρωνικά. « Ήδη έχω αργήσει...» πρόσθεσε, ξεσπώντας στο τέλος σε δυνατά, ασυγκράτητα γέλια.

Έπαινος στον πέμπτο διαγωνισμό Boncaistories που διοργανώνει το vivlio net




 Μία ιστορική ημέρα
(του Κυριάκου Στυλιανού) 


Οι δυο ηγέτες που μέχρι πρότινος ήταν εχθροί, στέκονταν τώρα  πάνω στον εξώστη ο ένας πλάι στον άλλο. «Το μέλλον ανήκει σ΄ όλους!» αναφώνησε ο ένας απ΄ τους δυο με στεντόρεια φωνή. Όταν ο ένας ψιθύρισε κάτι στο αυτί του άλλου, εκείνος χαμογέλασε και τον αγκάλιασε. Κι ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που έχασε την ισορροπία του και γλίστρησε. Λίγο έλειψε μάλιστα να απλωθεί φαρδύς πλατύς χάμω και να βρεθεί πλάι σε απολιθώματα παλιότερων ηγετών, που  επειδή κάποτε δεν κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους θάφτηκαν για πάντα στο υπόγειο του εξώστη.  Ο άλλος όμως τον στήριξε, ψιθυρίζοντας του και πάλι κάτι στο αυτί. Κάποιοι που ήταν κοντά τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν,  που άρχισαν όλοι μαζί να χειροκροτούν.  
Καθώς νέοι και νέες  αγκαλιάζονταν με άλλους που κατοικούσαν στην αντίθετη πλευρά από τη δική τους, οι δυο ηγέτες κοίταξαν ο ένας τον άλλον με αμηχανία. « Λες να  μοιραστούμε μαζί τους το μυστικό μας;» ρώτησε ο ένας, «Δεν πρέπει...» απάντησε ο άλλος. 
Ένας νέος που ήταν κι αυτός εκεί κοντά, κρατούσε μια πένα στο δεξί του χέρι. Πολύ νωρίς κατάλαβε πως το μαζεμένο πλήθος των ανθρώπων ήταν κάθε άλλο παρά συμπαγές: παρατηρώντας τη μεγάλη αντίθεση που υπήρχε μεταξύ αυτών που ήταν κοντά και παρακολούθησαν το  στιγμιότυπο εκείνο και των άλλων που στέκονταν πιο πίσω, τους χώρισε όλους σε οραματιστές και σε απρόσωπο πλήθος.
«Κι εγώ πού άραγε να ανήκω;» διερωτήθηκε μετά, παρατηρώντας έναν ηλικιωμένο  κύριο που ενώ στην αρχή στεκόταν πιο πίσω, προχώρησε σιγά-σιγά προς το μέρος των οραματιστών. Κι ενώ παρακολουθούσε το σταθερό βηματισμό του ηλικιωμένου, προσχώρησε κι εκείνος στην ομάδα τους. Στάθηκε κιόλας στην ίδια ευθεία μ΄ εκείνον, παρόλο τον ηλικιακό χρόνο που τους  χώριζε. «Είμαστε συνεργάτες…» του είπε κι εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά. 
Γυρνώντας σ΄ αυτούς που ανήκαν στο απρόσωπο πλήθος, πρόσεξε πως ανέμιζαν επιδεικτικά σημαίες με διαφορετικά χρώματα. 
Του είπε ο ηλικιωμένος: « Κάποιος είχε κάποτε πει πως εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα…». «Αλλά;» τον ρώτησε εκείνος με δισταγμό, σαν να φοβόταν για την απάντηση που θα έπαιρνε. «Η ιδεολογία…» του είπε ξανά, παρατηρώντας ένα κάτασπρο πουλί που έμενε ακίνητο στον αέρα και τους παρακολουθούσε με αγωνία. «Κι αυτοί; Τι παριστάνουν;», πρόσθεσε, καρφώνοντας τους δυο ηγέτες με το βλέμμα. «Δεν ξέρω...» απάντησε εκείνος χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Πού να φανταστεί όμως πως η πένα του είχε ήδη αποκρυπτογραφήσει το μυστικό ψίθυρο του ενός ηγέτη προς τον άλλον; Και πώς ο ίδιος να πιστέψει πως τα χαμόγελα τους, οι εγκάρδιοι εναγκαλισμοί τους ήταν κάθε άλλο παρά  αληθινοί;
Κι ενώ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την ομάδα των οραματιστών και να ενωθεί με το απρόσωπο πλήθος, ο ηλικιωμένος τον τράβηξε από το χέρι ακινητοποιώντας τον στη θέση του. «Μην την ντροπιάζεις...» του είπε, δείχνοντας  την πένα του. « Δε μας φτάνουν αυτοί;» είπε και πάλι κοιτώντας με απογοήτευση προς τους δυο ηγέτες.
Και  η πένα του συγγραφέα αρχίζει να μιλά,  καταγράφοντας ξανά και ξανά το μυστικό ψίθυρο: «Λες να μας πίστεψαν; Λες ακόμα να μας πιστεύουν; Μα πώς μπορούν ακόμη και μας πιστεύουν;». Κι ενώ o ένας ηγέτης στήριζε τον άλλον να μην πέσει, ακούγεται κι ο άλλος ψίθυρος: «Τόσο εύκολα νόμισες πως θα ξεγλιστρούσες;»  ρωτάει ο ένας, «Μην ανησυχείς, ποτέ δε θα έλειπα από μια τέτοια παράσταση...» απαντάει  ο άλλος, βγάζοντας περιπαικτικά τη γλώσσα του έξω σε όλους τους ηγέτες που είχαν προηγηθεί.
«Λες να μοιραστούμε μαζί τους το μυστικό μας;» ακούγεται ξανά η φωνή του ενός σαν απολογία , «Δεν πρέπει...» ακούγεται κι η φωνή του άλλου σαν δυο φωνές όμοιες με ταινία που ανακυκλώνει χωρίς ανάσα ομιλητές και ακροατές, ηγέτες και απρόσωπο πλήθος, ιδεολογίες που ντύνονται στα χρώματα του ψεύδους.
Και όταν ο συγγραφέας αποφασίζει πως θα πρέπει να παραμείνει  στη θέση του, τα χαρακτηριστικά του αλλοιώνονται τόσο όσο να μπορεί να γυρίσει το βλέμμα και να δει αντί τον ηλικιωμένο την ίδια του τη σκιά που σιγά-σιγά γινόταν εκείνος, την ίδια του τη ζωή πιο γεμάτη  και πλούσια  παρά πριν και την πένα του να κολλά ολοένα πάνω στο σώμα του, στη ψυχή του την ίδια, μέχρι που κι  ο ίδιος να ξεχυθεί σαν σίφουνας στον εξώστη για να γκρεμίσει τους δυο ηγέτες από τους θρόνους τους, μέχρι που το κάτασπρο πουλί να σπάσει επιτέλους την ακινησία του για να πετάξει στην αγκαλιά του.
«Το μέλλον ανήκει σε όλους!» κραυγάζει στο τέλος με συγκίνηση.
« Μεταμορφώσεις», 2017




Προς το παιδί
(του Κυριάκου Στυλιανού

Δεν θέλεις ούτε σκληρά βλέμματα
ούτε πρόσωπα  που λάμπουν κακόγουστα 
στον ανήφορο της ζωής σου.
Πρόσωπα χαρούμενα θέλεις,
μάτια με αγάπη και έννοια, 
μεγάλες ψυχές  να συντροφεύουν το βήμα σου.
Μακρύς ο δρόμος σου  παιδί μου,
γεμάτος  με παγίδες 
και σκιές που δεν γίνονται σώματα.
Βεβαιότητες θέλεις κι ας μην ξέρεις ακόμα να το πεις,
βράχους τεράστιους για να κρατηθείς.

« Σε δεύτερο ενικό», 2019



*     *     *



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ




Ο Κυριάκος Στυλιανού γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1970. Κατάγεται από την επαρχία Κερύνειας. Από το 2003 εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε δημόσια σχολεία της Δημοτικής Εκπαίδευσης στην Κύπρο. 
Ασχολείται με τη λογοτεχνία εδώ και αρκετά χρόνια. Έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων: « Μεταμεσονύκτιοι αναλογισμοί», «Σκυτάλη», «Μια ζωή- πέντε διηγήματα για ένα θέμα» και « Μεταμορφώσεις».  Δημοσιεύει συστηματικά διηγήματα και δοκίμια του στην πολιτιστική στήλη της εφημερίδας «Αλήθεια», ενώ αρκετά διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Πήρε έπαινο στον πέμπτο πανελλήνιο διαγωνισμό Bonsaistories, με το διήγημα του « Η παράβαση».  Πήρε επίσης  έπαινο σε διαγωνισμό μονόπρακτου θεατρικού έργου για νέους συγγραφείς που διοργάνωσε η Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου, με το έργο του « Τελευταίο παιχνίδι». Η σκηνή Point 2 και η θεατρική ομάδα Duetto ανέβασε το θεατρικό του έργο « Ξανά μαζί». 
Η συλλογή « Σε δεύτερο ενικό» αποτελεί την πρώτη ποιητική του έκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!