Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον Λογοτέχνη, Άγγελος Χαριάτης, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΧΑΡΙΑΤΗ
1. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η λογοτεχνία είναι ένα απάγκιο λιμάνι. Ένας τρόπος να πάει πιο μακριά, απαλλαγμένος από τις συμβάσεις της καθημερινότητας. Ένας τρόπος να δει τα πράγματα πιο καθαρά. Ενδεχομένως να αφήσει πίσω του τη μονοδιάστατη θεώρηση της ζωής του, της φιλοσοφίας του.
2. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Η ποίηση δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Ο μέσος άνθρωπος έχει χάσει την ποιητικότητά του. Έχει μπλεχτεί στα γρανάζια της σύγχρονης εποχής. Η ποίηση μπορεί να τον βοηθήσει να ανακτήσει τα συναισθήματά του. Συναισθήματα τα οποία βρίσκονται εν υπνώσει. Η ποίηση είναι το αναμμένο φυτίλι για την ανάφλεξη της πεζής πραγματικότητας και την απελευθέρωση των ονείρων. Να ξέρετε η ποίηση τρομάζει τους ισχυρούς.
3. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Η ποίηση είναι η αρχή όλων των λογοτεχνικών ειδών. Ποίηση είναι καθαρό συναίσθημα, καθαρή απόλαυση.
4. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Πιάστηκα εντελώς απροετοίμαστος. Λίγο πριν την ενηλικίωση ήρθε στα ξαφνικά. Κάτι σαν έκρηξη. Ήταν ο τρόπος που ένιωσα ότι μπορούσα να εκφραστώ, να μοιραστώ τους προβληματισμούς μου με αγνώστους. Το να μοιράζεσαι με αγνώστους εμπεριέχει τη λύτρωση από τους δαίμονές σου.
5. Γιατί γράφετε;
Γράφω γιατί δεν μπορώ να αλλιώς. Είναι ανάγκη. Γραφώ για να μοιραστώ τα συναισθήματά μου με τους αναγνώστες. Θα ήταν άκρως εγωιστικό από μεριάς μου να μην δηλώσω ότι γράφω και για τους αναγνώστες. Οι αναγνώστες είναι η πηγή της δύναμης ή της θέλησης αν προτιμάτε, της γραφής μου.
6. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Μια εικόνα. Ένα συναίσθημα. Μια φράση που ειπώθηκε σε μια ανύποπτη στιγμή. Μια βιωμένη κατάσταση. Ένα πραγματικό γεγονός.
7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Δεν έχω περιορισμούς. Μου αρέσει να πειραματίζομαι. Είναι στα πλάνα μου η γραφή ενός θεατρικού. Θα με ενδιέφερε η γραφή ιστορικού μυθιστορήματος. Ίσως η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής.
8. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Έχουν εκδοθεί επτά βιβλία. «25 Ιστορίες για Ευτυχισμένους Αστούς» συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Μαραθιά, «Παράπλευρες Απώλειες» κοινωνικό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Ιβίσκος, «Το Δάκτυλο» υπαρξιακό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Πηγή, «Μαύρο-Κόκκινο» πολιτικό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Σαΐτα (δωρεάν e-book), «Όταν ξημερώνει…» αισθηματικό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, «Δέκα εντολές» μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Το βιβλίο (δωρεάν e-book) και «Η Πόλη των Γενναίων (Brave City)», αστυνομικό μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη. Παράλληλα κείμενα έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και σε εφημερίδες.
9. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Η Πόλη των Γενναίων (Brave City)».
Τελειώνοντας τον δεύτερο κύκλο σεμιναρίων δημιουργικής γραφής στο Ε.ΚΕ.ΒΙ., το μακρινό 2007 ένιωσα την ανάγκη να δοκιμαστώ συγγραφικά σε όσα περισσότερα είδη μυθιστορήματος μπορούσα, χωρίς όμως να χωρέσει η γραφή μου σε μια λογική εύκολης θεματολογίας. Το βιβλίο «Η Πόλη των Γενναίων(Brave City)» είναι ένα από τα απτά αποτελέσματα της τότε αναζήτησης. Θέλοντας να ξεφύγω από το συνηθισμένο μοτίβο των νουάρ αστυνομικών μυθιστόρημα τοποθέτησα την Πόλη των Γενναίων στο κοντινό μέλλον σε μια νέα ήπειρο. Έχοντας sci-fi στοιχεία, χωρίς όμως αυτό να είναι το «μεδούλι» της ιστορίας. Μόνο το περιτύλιγμα, ώστε να δωθεί το στοιχείο μιας διαφορετικής οπτικής του νουάρ μυθιστορήματος.
Η γλώσσα και το ύφος που χρησιμοποιείται είναι κοφτή, αλλά με παρομοιώσεις, θέλοντας να μεταφέρω πιο άμεσα την εικόνα στον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα να υπάρχει γρήγορη ροή του κειμένου, ώστε να κρατηθεί αμείωτη η αγωνία για την τελική λύση.
10. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Προτιμώ τα βράδια. Αν φυσικά υπάρχουν προθεσμίες παράδοσης του χειρόγραφου, οι αγαπημένες ώρες είναι όλες εκείνες οι ώρες τις οποίες μπορώ να διαθέσω για τη συγγραφή.
11. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Όπως και πριν. Ή τουλάχιστον οφείλει να είναι όπως και πριν. Η διανόηση δεν επηρεάζεται από την κρίση. Μην ξεχνάτε ότι η έννοια της κρίσης είναι κάτι πολύ σχετικό. Η κρίση πολλές φορές είναι τεχνητή. Είναι κι αυτή ένα τέχνασμα των καιρών. Έτσι κι αλλιώς τα οικονομικά των λογοτεχνών δεν ήταν ποτέ ανθηρά. Και την περίοδο των παχιών, αλλά και των ισχνών αγελάδων.
11. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Όπως και πριν. Ή τουλάχιστον οφείλει να είναι όπως και πριν. Η διανόηση δεν επηρεάζεται από την κρίση. Μην ξεχνάτε ότι η έννοια της κρίσης είναι κάτι πολύ σχετικό. Η κρίση πολλές φορές είναι τεχνητή. Είναι κι αυτή ένα τέχνασμα των καιρών. Έτσι κι αλλιώς τα οικονομικά των λογοτεχνών δεν ήταν ποτέ ανθηρά. Και την περίοδο των παχιών, αλλά και των ισχνών αγελάδων.
12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Πολύ πλούσια και ταυτόχρονα πολύ φτωχή. Πλούσια σε ποσότητα, φτωχή σε ποιότητα. Ο υποψιασμένος αναγνώστης θα πρέπει να κάνει προσεκτικές επιλογές. Να μην ξεχνά ότι το μάρκετινγκ παίζει και αυτό τον ρόλο του στον χώρο του βιβλίου.
13. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Ούτε καν ένας έμπειρος εκδότης δεν μπορεί να απαντήσει βάζοντας το χέρι του στη φωτιά. Το βιβλίο είναι σαν ένα πλοίο το οποίο ταξιδεύει σε άγνωστες θάλασσες. Είναι ένα μείγμα θέματος, προώθησης, γραψίματος και υποδοχής από το αναγνωστικό κοινό. Ο αναγνώστης είναι ο τελικός κριτής.
Πολύ πλούσια και ταυτόχρονα πολύ φτωχή. Πλούσια σε ποσότητα, φτωχή σε ποιότητα. Ο υποψιασμένος αναγνώστης θα πρέπει να κάνει προσεκτικές επιλογές. Να μην ξεχνά ότι το μάρκετινγκ παίζει και αυτό τον ρόλο του στον χώρο του βιβλίου.
13. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Ούτε καν ένας έμπειρος εκδότης δεν μπορεί να απαντήσει βάζοντας το χέρι του στη φωτιά. Το βιβλίο είναι σαν ένα πλοίο το οποίο ταξιδεύει σε άγνωστες θάλασσες. Είναι ένα μείγμα θέματος, προώθησης, γραψίματος και υποδοχής από το αναγνωστικό κοινό. Ο αναγνώστης είναι ο τελικός κριτής.
14. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Ως συναισθηματικός μεσήλικας τάσσομαι υπέρ του έντυπου. Μου αρέσει η αίσθηση της αφής, η μυρωδιά του χαρτιού, ο ήχος όταν γυρνάς τη σελίδα. Αλλά εάν δεν υπάρχει έντυπο βιβλίο να διαβάσω, δεν θα σνομπάρω το ηλεκτρονικό. Υπερισχύει η λαχτάρα της ανάγνωσης. Άλλωστε δύο έργα μου κυκλοφορούν σε e-book και μάλιστα με ελεύθερη πρόσβαση. Το να μένεις προσκολλημένος σε μια ίδια λογική, δεν καταδεικνύει ανοιχτούς ορίζοντες. Κι ειδικά ο λογοτέχνης οφείλει να έχει ανοιχτούς ορίζοντες. Αλλιώς είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.
15. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να διαβάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Να διαβάζει παντού. Να γράφει καθημερινά. Να μην απογοητεύεται και να μην εγκαταλείπει. Η απόρριψη είναι το πρώτο μέρος της διαδικασίας έγκρισης έκδοσης του έργου του.
16. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
« Είδα να περνάει ένας γέρος» του Ντανιέλ Τσαβαρία.
17. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ντοστογίεφσκι, Καμύ, Μουρακάμι, Καζαντζάκης, Χέμινγουει, Μάρκες, Φλιν, Μπόρχες. Και πολλοί άλλοι. Έρχονται και φεύγουν και επανέρχονται ανάλογα με την αναγνωστική διάθεση.
16. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
« Είδα να περνάει ένας γέρος» του Ντανιέλ Τσαβαρία.
17. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ντοστογίεφσκι, Καμύ, Μουρακάμι, Καζαντζάκης, Χέμινγουει, Μάρκες, Φλιν, Μπόρχες. Και πολλοί άλλοι. Έρχονται και φεύγουν και επανέρχονται ανάλογα με την αναγνωστική διάθεση.
18. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Δεκάδες. Θα χαθεί το μέτρημα εάν αρχίσω να απαριθμώ.
19. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Πανσέληνος νο 1
(του Άγγελου Χαριάτη)
(του Άγγελου Χαριάτη)
Το μήνυμα ήταν σαφές. Αν δεν μπορούσε να το καταλάβει και αυτή τη φορά ήταν τουλάχιστον βλάκας. Του είχε πει ότι δεν ήθελε να βγει μαζί του. και ας ήταν η επέτειός τους. Και ας είχε σταθεί με τις ώρες στο πιο διάσημο ζαχαροπλαστείο των Αθηνών για να της αγοράσει τα διάσημα σοκολατάκια της κυρίας Ευδοξίας. Και ας της είχε πάρει ένα μπουκέτο με ανοιξιάτικα λουλούδια.
Εκείνη είχε δηλώσει ότι θα ήταν απούσα από το προκαθορισμένο τους ραντεβού, παίρνοντας τον ένα απλό τηλέφωνο είκοσι λεπτά πριν την συνάντησή τους λέγοντας του ότι το αφεντικό δεν της είχε δώσει την άδεια που του είχε ζητήσει.
Ο τόνος στη φωνή της πρόδιδε το ψέμα της. Το κατάλαβε αυτό. όχι δεν ήταν κορόιδο και ας θεωρούσαν όλοι ότι άνηκε στο ευγενές είδος των μαλακοκαύληδων. Όχι ήταν έξυπνος, μάλιστα σε κάποιο τεστ της MENSA είχε πάρει πολύ υψηλό βαθμό. Απλά το έπαιζε χαζός. Το έπαιζε χαζός για να γλιτώσει το μυαλό του και την ψυχή του από την ασχήμια που έβλεπε κάθε μέρα γύρω του, από την υποκρισία και τη ματαιοδοξία και την οργή και την απληστία και την αλαζονεία.
Άνοιξε το κουτί με τα σοκολατάκια και έφαγε ένα. Η κυρά Ευδοξία έκανε καλά τη δουλεία της. Σκέφτηκε για λίγο την Γιώτα. Πέντε χρόνια παντρεμένοι. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Και η Γιώτα είπε το ναι κάτω από τη Δεκεμβριάτικη πανσέληνο στη συνηθισμένη βόλτα που έκαναν στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Έφαγε ακόμη ένα σοκολατάκι. Όχι δεν είχε κρίση υπογλυκαιμίας. Απλά το άγχος του είχε κυριεύσει το κορμί σαν τον δαίμονα που είχε νοικιάσει έπ’ αόριστον το κορμί της Έμιλι Ρόουζ. «Αν με απατά;» ρώτησε τον εαυτό του την ώρα που κατέβαινε στο λαρύγγι του το τελευταίο κομμάτι από τα γλυκά της κυρά Ευδοξίας.
Δεν περίμενε την απάντηση. Ντύθηκε βιαστικά. Ήθελε να διαπιστώσει αν η ερώτησή του θα έβρισκε καταφατική ή αρνητική απάντηση. Ασυναίσθητα πήρε μαζί του τα μαύρα του γυαλιά. Για να κρυφτεί από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Ένιωθε ότι όλοι θα τον κοίταζαν στα μάτια και θα του έλεγαν άλλος φωναχτά και άλλος ψιθυριστά «είσαι κερατάς, είσαι κερατάς, είσαι κερατάς».
Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για τον Πειραιά. Στο ύψος της Πανόρμου σταμάτησε σε ένα περίπτερο και πήρε ένα πακέτο τσιγάρα. Είχε να καπνίσει πέντε χρόνια. Είχε υποσχεθεί στην μέλλουσα τότε γυναίκα του ότι θα το έκοβε την πρώτη μέρα του γάμου τους. Κάτι που έκανε. Καταλαβαίνοντας ότι ο γάμος του πήγε με γρήγορο βήμα προς τις αίθουσες του δικαστηρίου άνοιξε το πακέτο αθετώντας την υπόσχεση που είχε πάρει.
Άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου και τράβηξε μια δυνατή τζούρα. Τόσο δυνατή που στη δεύτερη ρουφηξιά τον έπιασε ένας νευρικός λόξυγκας. Σκέφτηκε τη γυναίκα του και την πιθανότητα του κερατώματος και ο λόξυγκας σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει.
Ευτυχώς δεν είχε κίνηση. Σε πολύ λίγο ήταν στη Φρεαττύδα. Είχε ζήσει τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στον Πειραιά. Είδε ένα μπαράκι που πήγαινε παλιά. «Το αμερικάνικο». Πόσα ξενύχτια είχε κάνει εκεί μέσα, πόσες φορές τον είχαν κουβαλήσει σπίτι λιώμα, πόσες γυναίκες είχε γνωρίσει. Ώσπου γνώρισε τη Γιώτα και όλα πήγαν περίπατο.
Η Γιώτα δούλευε λίγο παρακάτω, σε γραφείο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Ακόμη και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια που ήταν μαζί δεν είχε καταλάβει πως στο διάολο είχε καταφέρει να βρει τόσο καλή δουλειά με τόσο λίγα τυπικά προσόντα.
Μια άγνωστη δύναμη τον έσπρωξε προς το μπαρ και σαν να άκουσε μια φωνή να του ψιθυρίζει στο αυτί: «Μπες μέσα και πιες μια μπύρα, η Γιώτα μπορεί να περιμένει».
Μπήκε μέσα και παρήγγειλε μια μπύρα. Μια μεγάλη βαρελίσια. Την ήπιε γρήγορα. Πήρε άλλη μια. Κοίταξε δεξιά του. καθόταν στο διπλανό σκαμπό μια μυστήρια τύπισσα. Μάλλον ψηλή την έλεγες, με καστανά σπαστά μαλλιά πιασμένα με δύο λάστιχα στο πάνω μέρος του κεφαλιού της και μάτια μαύρα σκοτεινά, σαν φουρτουνιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα.
Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο. η διπλανή του τού έδωσε τον αναπτήρα της. Τον κοίταξε με μια τρελή και αλλόκοτη ματιά και του είπε: «Έχει πανσέληνο σήμερα».
«Ναι, και;» της απάντησε και βύθισε το βλέμμα του μέσα στο ποτήρι της μπύρας.
«Απόψε θα σου συμβεί κάτι μεγάλο», του είπε και κοίταξε το φεγγάρι μέσα από τα τζάμια του μπαρ.
«Μπορεί να δω τη γυναίκα μου να πηδιέται», σκέφτηκε και χαμογέλασε.
«Αυτό συμβαίνει», του είπε η άγνωστη και του έκλεισε το μάτι.
«Τι είπες;» τη ρώτησε σαστισμένα.
«Αυτό που σκέφτηκες, συμβαίνει τώρα αυτή τη στιγμή που σου μιλάω», του είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του.
«Και που ξέρεις τι σκέφτηκα;» ρώτησε πάλι ο Ηλίας.
«Κάποια άτομα είναι διαφορετικά .μπορούν να δουν διαφορετικά πράγματα από τους άλλους. Έχουν ας το πούμε ενόραση» είπε και του πήρε χωρίς να ρωτήσει ένα τσιγάρο από το πακέτο του.
«Πήγαινε να δεις αυτό που βλέπω τώρα», του είπε και άναψε το τσιγάρο.
Ο Ηλίας ήπιε το υπόλοιπο της μπύρας του και αφού πλήρωσε τον μπάρμαν σηκώθηκε. Δεν είχε πιστέψει ούτε λέξη από αυτά που άκουσε από την τρελάρα. Ήξερε ότι ζούσε σ’ έναν κόσμο τρελών. Ήταν μέλος αυτής της παράξενης ομάδας των πέντε εκατομμυρίων σχιζοφρενών που είχε μαζευτεί στην πρωτεύουσα με μοναδικό σκοπό την εισπνοή καυσαερίων, το καθημερινό μέχρι εμφράγματος άγχος, την αγωνία για την καθημερινή επιβίωση.
Την ώρα που περπάταγε ένιωσε μια ζάλη. Του φάνηκε παράξενο. Δύο μπύρες και είχε φτιάξει κεφάλι. «Η ηλικία» ,σκέφτηκε την ώρα που ανέβαινε τα σκαλοπάτια του μεγάρου. Περίμενε να δει τον θυρωρό, αλλά εκείνος δεν ήταν πουθενά. Κάλεσε το ασανσέρ και τη στιγμή που έκλειναν οι πόρτες και πάταγε το κουμπί που θα τον οδηγούσε στον τρίτο όροφο άκουσε τα βήματα του φύλακα. «ΟΙ δρόμοι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα», ψιθύρισε τη ώρα που διαπίστωνε ότι ακόμη μια γκρίζα τρίχα είχε κάνει την εμφάνισή της στον δεξιό του κρόταφο.
«Τρίτος όροφος» ακούστηκε μέσα από το ηχείο του θαλάμου μια αδιάφορη και μακρινή μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή.
Προχώρησε δέκα βήματα, άνοιξε την γυάλινη πόρτα του ναυτιλιακού γραφείου και πήγε προς το γραφείο της γυναίκας του. Είχε κάνει αρκετές φορές τη διαδρομή στο παρελθόν. Τότε που τρελά ερωτευμένος, όχι τώρα ότι δεν ήταν απλά το τρελά είχε σβηστεί από τον χάρτη του μυαλού του, της έφερνε μέρα παρά μέρα λουλούδια. «Τα λουλούδια στο λουλούδι», της έλεγε και εκείνη δήθεν έκπληκτη, μιας και πάντα τον περίμενε, κοκκίνιζε και χαμηλώνοντας τα μάτια του έλεγε «ευχαριστώ».
Εκείνη πουθενά. Άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο. Ακουγόταν από το γραφείο του εφοπλιστή. Πλησίασε προς τα εκεί. Ήταν έτοιμος να αποδεχθεί το μοιραίο. Η πόρτα ήταν μισόκλειστη. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά την ίδια στιγμή που άνοιγε την πόρτα και παρουσιαζόταν μπροστά στα μάτια του το κορμί της γυναίκας του να κουνιέται ολόκληρο πάνω στο ξύλινο μαονένιο γραφείο του εφοπλιστή και το ανδρικό μόριο του γόνου της εφοπλιστικής οικογενείας να μπαινοβγαίνει σε αυτή τη ροδαλή σχισμή που χρόνια τώρα την είχε τοποθετήσει στο άλφα της ζωή του.
Έμεινε ασάλευτος για μερικές στιγμές ,που μπορεί να ήταν κλάσματα του δευτερολέπτου ή δευτερόλεπτα ή λεπτά, δεν ήξερε ακριβώς. Κατάφερε να φωνάξει το όνομα της. Ο τρελός χορός σταμάτησε, ο εφοπλιστής εξσπερμάτωνε βογκώντας και η Γιώτα τον κοιτούσε με τα μάτια της θολά ακόμη από την ηδονή.
Είπαμε το έπαιζε χαζός, αλλά όχι και κερατάς από άποψη. Αυτό ήταν κάτι που υπερέβαινε τις δυνάμεις του. «Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε έτσι για να δει την αντίδραση του ζεύγους. Καμία απάντηση.
Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Πιο δυνατά. Πιο δυνατά. Νόμιζε ότι θα πεταγόταν έξω από το στήθος του. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο αριστερό του χέρι. Το κοίταξε. Μια μεγάλη τρίχα είχε φυτρώσει από το πουθενά. Στιγμές μετά είδε και άλλη και άλλη και σαν να περνά ηλεκτρικό ρεύμα όλο του το κορμί γέμισε όλος μεγάλες καφετί τρίχες. Ταυτόχρονα τα νύχια των χεριών του μεγάλωσαν. Το κεφάλι του πόναγε. Λες και κάποιος κάρφωνε νταβανόπροκες πάνω του.
Είδε τον τρόμο να έχει ζωγραφιστεί πάνω στα πρόσωπά τους. Ασυναίσθητα κοίταξε τον εαυτό του στο καθρέπτη που ήταν διαγώνια δεξιά από το γραφείο του εφοπλιστή. Τρόμαξε. Αυτός ο καθρέπτης ήταν μαγικός. Δεν ήταν το είδωλό του αυτό που φαινόταν. Έμοιαζε με ένα πλάσμα βγαλμένο από βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Κάτι ανάμεσα σε λύκο και άνθρωπο. «Πλάκα μου κάνετε», είπε αλλά αντί για ανθρώπινη φωνή βγήκε από το στόμα του ένα γρύλισμα.
Μετά το γρύλισμα οι σκέψεις σταμάτησαν να έρχονται στο μυαλό του, σαν ένα αόρατο χέρι να έκλεισε το διακόπτη. Έκατσε στα τέσσερα. Κοίταξε την Γιώτα και τον ερωτικό της παρτενέρ και δευτερόλεπτα μετά πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Άρχισε να δαγκώνει τη γυναίκα του. Στο στήθος, στα πόδια, στα χέρια στο λαιμό παντού. Το αίμα κύλαγε σαν χειμωνιάτικος ορμητικός χείμαρρος. Η Γιώτα ήταν νεκρή. Νεκρή και ακρωτηριασμένη. Ο εφοπλιστής έπιασε τα κλάματα. Κανένας οίκτος. Είχε την ίδια τύχη. Σύντομα, απλά και αποτελεσματικά.
Βγήκε από το γραφείο , πάντα στα τέσσερα. Όχι αυτή τη φορά δεν χρησιμοποίησε το ασανσέρ. Στην έξοδο είδε τον θυρωρό. Είχε μαρμαρώσει. Το πρόσωπό του, πρόσωπο κέρινης κούκλας. Τον προσπέρασε. Δεν του έφταιγε σε τίποτα. Ακόμη κι αν ήξερε για τις ερωτικές συνευρέσεις του αφεντικού με τη Γιώτα, δεν είχε καμία μια καμιά δουλειά να τους «δώσει»στον κερατά.
Πέρασε απέναντι στη Μαρίνα Ζέας. Άκουσε ένα σφύριγμα. Γύρισε το κεφάλι του μια γνώριμη φιγούρα. Ψηλή, σπαστά μαλλιά με κοτσιδάκια. Του έκανε νόημα. Πήγε προς το μέρος της. Του χάιδεψε το κεφάλι και του πέρασε ένα λουρί στο σβέρκο. «Σου το είπα ότι θα σου συμβεί κάτι μεγάλο», έκανε και γέλασε. Οι φιγούρες τους χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι.
Εκείνη είχε δηλώσει ότι θα ήταν απούσα από το προκαθορισμένο τους ραντεβού, παίρνοντας τον ένα απλό τηλέφωνο είκοσι λεπτά πριν την συνάντησή τους λέγοντας του ότι το αφεντικό δεν της είχε δώσει την άδεια που του είχε ζητήσει.
Ο τόνος στη φωνή της πρόδιδε το ψέμα της. Το κατάλαβε αυτό. όχι δεν ήταν κορόιδο και ας θεωρούσαν όλοι ότι άνηκε στο ευγενές είδος των μαλακοκαύληδων. Όχι ήταν έξυπνος, μάλιστα σε κάποιο τεστ της MENSA είχε πάρει πολύ υψηλό βαθμό. Απλά το έπαιζε χαζός. Το έπαιζε χαζός για να γλιτώσει το μυαλό του και την ψυχή του από την ασχήμια που έβλεπε κάθε μέρα γύρω του, από την υποκρισία και τη ματαιοδοξία και την οργή και την απληστία και την αλαζονεία.
Άνοιξε το κουτί με τα σοκολατάκια και έφαγε ένα. Η κυρά Ευδοξία έκανε καλά τη δουλεία της. Σκέφτηκε για λίγο την Γιώτα. Πέντε χρόνια παντρεμένοι. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Και η Γιώτα είπε το ναι κάτω από τη Δεκεμβριάτικη πανσέληνο στη συνηθισμένη βόλτα που έκαναν στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Έφαγε ακόμη ένα σοκολατάκι. Όχι δεν είχε κρίση υπογλυκαιμίας. Απλά το άγχος του είχε κυριεύσει το κορμί σαν τον δαίμονα που είχε νοικιάσει έπ’ αόριστον το κορμί της Έμιλι Ρόουζ. «Αν με απατά;» ρώτησε τον εαυτό του την ώρα που κατέβαινε στο λαρύγγι του το τελευταίο κομμάτι από τα γλυκά της κυρά Ευδοξίας.
Δεν περίμενε την απάντηση. Ντύθηκε βιαστικά. Ήθελε να διαπιστώσει αν η ερώτησή του θα έβρισκε καταφατική ή αρνητική απάντηση. Ασυναίσθητα πήρε μαζί του τα μαύρα του γυαλιά. Για να κρυφτεί από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Ένιωθε ότι όλοι θα τον κοίταζαν στα μάτια και θα του έλεγαν άλλος φωναχτά και άλλος ψιθυριστά «είσαι κερατάς, είσαι κερατάς, είσαι κερατάς».
Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για τον Πειραιά. Στο ύψος της Πανόρμου σταμάτησε σε ένα περίπτερο και πήρε ένα πακέτο τσιγάρα. Είχε να καπνίσει πέντε χρόνια. Είχε υποσχεθεί στην μέλλουσα τότε γυναίκα του ότι θα το έκοβε την πρώτη μέρα του γάμου τους. Κάτι που έκανε. Καταλαβαίνοντας ότι ο γάμος του πήγε με γρήγορο βήμα προς τις αίθουσες του δικαστηρίου άνοιξε το πακέτο αθετώντας την υπόσχεση που είχε πάρει.
Άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου και τράβηξε μια δυνατή τζούρα. Τόσο δυνατή που στη δεύτερη ρουφηξιά τον έπιασε ένας νευρικός λόξυγκας. Σκέφτηκε τη γυναίκα του και την πιθανότητα του κερατώματος και ο λόξυγκας σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει.
Ευτυχώς δεν είχε κίνηση. Σε πολύ λίγο ήταν στη Φρεαττύδα. Είχε ζήσει τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στον Πειραιά. Είδε ένα μπαράκι που πήγαινε παλιά. «Το αμερικάνικο». Πόσα ξενύχτια είχε κάνει εκεί μέσα, πόσες φορές τον είχαν κουβαλήσει σπίτι λιώμα, πόσες γυναίκες είχε γνωρίσει. Ώσπου γνώρισε τη Γιώτα και όλα πήγαν περίπατο.
Η Γιώτα δούλευε λίγο παρακάτω, σε γραφείο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Ακόμη και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια που ήταν μαζί δεν είχε καταλάβει πως στο διάολο είχε καταφέρει να βρει τόσο καλή δουλειά με τόσο λίγα τυπικά προσόντα.
Μπήκε μέσα και παρήγγειλε μια μπύρα. Μια μεγάλη βαρελίσια. Την ήπιε γρήγορα. Πήρε άλλη μια. Κοίταξε δεξιά του. καθόταν στο διπλανό σκαμπό μια μυστήρια τύπισσα. Μάλλον ψηλή την έλεγες, με καστανά σπαστά μαλλιά πιασμένα με δύο λάστιχα στο πάνω μέρος του κεφαλιού της και μάτια μαύρα σκοτεινά, σαν φουρτουνιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα.
Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο. η διπλανή του τού έδωσε τον αναπτήρα της. Τον κοίταξε με μια τρελή και αλλόκοτη ματιά και του είπε: «Έχει πανσέληνο σήμερα».
«Ναι, και;» της απάντησε και βύθισε το βλέμμα του μέσα στο ποτήρι της μπύρας.
«Απόψε θα σου συμβεί κάτι μεγάλο», του είπε και κοίταξε το φεγγάρι μέσα από τα τζάμια του μπαρ.
«Μπορεί να δω τη γυναίκα μου να πηδιέται», σκέφτηκε και χαμογέλασε.
«Αυτό συμβαίνει», του είπε η άγνωστη και του έκλεισε το μάτι.
«Τι είπες;» τη ρώτησε σαστισμένα.
«Αυτό που σκέφτηκες, συμβαίνει τώρα αυτή τη στιγμή που σου μιλάω», του είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του.
«Και που ξέρεις τι σκέφτηκα;» ρώτησε πάλι ο Ηλίας.
«Κάποια άτομα είναι διαφορετικά .μπορούν να δουν διαφορετικά πράγματα από τους άλλους. Έχουν ας το πούμε ενόραση» είπε και του πήρε χωρίς να ρωτήσει ένα τσιγάρο από το πακέτο του.
«Πήγαινε να δεις αυτό που βλέπω τώρα», του είπε και άναψε το τσιγάρο.
Ο Ηλίας ήπιε το υπόλοιπο της μπύρας του και αφού πλήρωσε τον μπάρμαν σηκώθηκε. Δεν είχε πιστέψει ούτε λέξη από αυτά που άκουσε από την τρελάρα. Ήξερε ότι ζούσε σ’ έναν κόσμο τρελών. Ήταν μέλος αυτής της παράξενης ομάδας των πέντε εκατομμυρίων σχιζοφρενών που είχε μαζευτεί στην πρωτεύουσα με μοναδικό σκοπό την εισπνοή καυσαερίων, το καθημερινό μέχρι εμφράγματος άγχος, την αγωνία για την καθημερινή επιβίωση.
Την ώρα που περπάταγε ένιωσε μια ζάλη. Του φάνηκε παράξενο. Δύο μπύρες και είχε φτιάξει κεφάλι. «Η ηλικία» ,σκέφτηκε την ώρα που ανέβαινε τα σκαλοπάτια του μεγάρου. Περίμενε να δει τον θυρωρό, αλλά εκείνος δεν ήταν πουθενά. Κάλεσε το ασανσέρ και τη στιγμή που έκλειναν οι πόρτες και πάταγε το κουμπί που θα τον οδηγούσε στον τρίτο όροφο άκουσε τα βήματα του φύλακα. «ΟΙ δρόμοι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα», ψιθύρισε τη ώρα που διαπίστωνε ότι ακόμη μια γκρίζα τρίχα είχε κάνει την εμφάνισή της στον δεξιό του κρόταφο.
«Τρίτος όροφος» ακούστηκε μέσα από το ηχείο του θαλάμου μια αδιάφορη και μακρινή μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή.
Προχώρησε δέκα βήματα, άνοιξε την γυάλινη πόρτα του ναυτιλιακού γραφείου και πήγε προς το γραφείο της γυναίκας του. Είχε κάνει αρκετές φορές τη διαδρομή στο παρελθόν. Τότε που τρελά ερωτευμένος, όχι τώρα ότι δεν ήταν απλά το τρελά είχε σβηστεί από τον χάρτη του μυαλού του, της έφερνε μέρα παρά μέρα λουλούδια. «Τα λουλούδια στο λουλούδι», της έλεγε και εκείνη δήθεν έκπληκτη, μιας και πάντα τον περίμενε, κοκκίνιζε και χαμηλώνοντας τα μάτια του έλεγε «ευχαριστώ».
Έμεινε ασάλευτος για μερικές στιγμές ,που μπορεί να ήταν κλάσματα του δευτερολέπτου ή δευτερόλεπτα ή λεπτά, δεν ήξερε ακριβώς. Κατάφερε να φωνάξει το όνομα της. Ο τρελός χορός σταμάτησε, ο εφοπλιστής εξσπερμάτωνε βογκώντας και η Γιώτα τον κοιτούσε με τα μάτια της θολά ακόμη από την ηδονή.
Είπαμε το έπαιζε χαζός, αλλά όχι και κερατάς από άποψη. Αυτό ήταν κάτι που υπερέβαινε τις δυνάμεις του. «Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε έτσι για να δει την αντίδραση του ζεύγους. Καμία απάντηση.
Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Πιο δυνατά. Πιο δυνατά. Νόμιζε ότι θα πεταγόταν έξω από το στήθος του. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο αριστερό του χέρι. Το κοίταξε. Μια μεγάλη τρίχα είχε φυτρώσει από το πουθενά. Στιγμές μετά είδε και άλλη και άλλη και σαν να περνά ηλεκτρικό ρεύμα όλο του το κορμί γέμισε όλος μεγάλες καφετί τρίχες. Ταυτόχρονα τα νύχια των χεριών του μεγάλωσαν. Το κεφάλι του πόναγε. Λες και κάποιος κάρφωνε νταβανόπροκες πάνω του.
Είδε τον τρόμο να έχει ζωγραφιστεί πάνω στα πρόσωπά τους. Ασυναίσθητα κοίταξε τον εαυτό του στο καθρέπτη που ήταν διαγώνια δεξιά από το γραφείο του εφοπλιστή. Τρόμαξε. Αυτός ο καθρέπτης ήταν μαγικός. Δεν ήταν το είδωλό του αυτό που φαινόταν. Έμοιαζε με ένα πλάσμα βγαλμένο από βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Κάτι ανάμεσα σε λύκο και άνθρωπο. «Πλάκα μου κάνετε», είπε αλλά αντί για ανθρώπινη φωνή βγήκε από το στόμα του ένα γρύλισμα.
Μετά το γρύλισμα οι σκέψεις σταμάτησαν να έρχονται στο μυαλό του, σαν ένα αόρατο χέρι να έκλεισε το διακόπτη. Έκατσε στα τέσσερα. Κοίταξε την Γιώτα και τον ερωτικό της παρτενέρ και δευτερόλεπτα μετά πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Άρχισε να δαγκώνει τη γυναίκα του. Στο στήθος, στα πόδια, στα χέρια στο λαιμό παντού. Το αίμα κύλαγε σαν χειμωνιάτικος ορμητικός χείμαρρος. Η Γιώτα ήταν νεκρή. Νεκρή και ακρωτηριασμένη. Ο εφοπλιστής έπιασε τα κλάματα. Κανένας οίκτος. Είχε την ίδια τύχη. Σύντομα, απλά και αποτελεσματικά.
Βγήκε από το γραφείο , πάντα στα τέσσερα. Όχι αυτή τη φορά δεν χρησιμοποίησε το ασανσέρ. Στην έξοδο είδε τον θυρωρό. Είχε μαρμαρώσει. Το πρόσωπό του, πρόσωπο κέρινης κούκλας. Τον προσπέρασε. Δεν του έφταιγε σε τίποτα. Ακόμη κι αν ήξερε για τις ερωτικές συνευρέσεις του αφεντικού με τη Γιώτα, δεν είχε καμία μια καμιά δουλειά να τους «δώσει»στον κερατά.
Πέρασε απέναντι στη Μαρίνα Ζέας. Άκουσε ένα σφύριγμα. Γύρισε το κεφάλι του μια γνώριμη φιγούρα. Ψηλή, σπαστά μαλλιά με κοτσιδάκια. Του έκανε νόημα. Πήγε προς το μέρος της. Του χάιδεψε το κεφάλι και του πέρασε ένα λουρί στο σβέρκο. «Σου το είπα ότι θα σου συμβεί κάτι μεγάλο», έκανε και γέλασε. Οι φιγούρες τους χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣ
Ο Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε στην Καλλιθέα Αττικής. Ζει και εργάζεται στα Νότια Προάστια. Έργα του: 25 Ιστορίες για Ευτυχισμένους Αστούς-Εκδόσεις Μαραθιά, Παράπλευρες Απώλειες- Εκδόσεις Ιβίσκος, Το Δάκτυλο- Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, Μαύρο-Κόκκινο (e-book)- Εκδόσεις Σαΐτα, Όταν ξημερώνει…- Εκδόσεις Μ.Σιδέρη, Οι Δέκα Εντολές (e-book)- Εκδόσεις tovilvio.net.
* * *
* * *
ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ:
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΠΑΤΗΣΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!