Count your blessings - Βασιλική Δραγούνη (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Count your blessings - Βασιλική Δραγούνη (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022)




 COUNT YOUR BLESSINGS


Ο Harold καθόταν στη βεράντα του.

«Δεν μου φτάνει η κακοκαιρία, έχω και τις φωνές σας», μάλωσε τα εγγόνια του.

Ξαφνικά, είδε κάποιον να πλησιάζει προς το σπίτι του, ξεπροβάλλοντας μέσα από τη βροχή.

Τον κοίταξε προσεκτικά, στενεύοντας τα μάτια του. Παρατηρώντας τα φθαρμένα ρούχα του ξένου, ο Harold ένιωσε ανήσυχος.

«Μην πλησιάζεις άλλο, τι θέλεις;» του φώναξε.

«Κύριε, είμαι ένας σοφός μέντορας. Κατευθύνομαι πεζός προς μία άλλη πόλη. Καθυστέρησα όμως, λόγω της καταιγίδας. Θα ήμουν εξαιρετικά ευγνώμων αν μου δίνατε μια στέγη και λίγο φαγητό για το βράδυ», είπε ο σοφός.

«Αν πράγματι είσαι σοφός, γιατί δεν προνόησες να εξασφαλίσεις εσύ τον εαυτό σου; Γνωρίζω πως οι σοφοί μέντορες έχουν το χάρισμα να βελτιώνουν τις ζωές των άλλων, εσύ πώς και δεν μπορείς να βελτιώσεις τη δική σου; μήπως είσαι απλά ένας σοφός απατεώνας;» τον ρώτησε ο Harold, γελώντας με το ίδιο του το αστείο. 

Ο σοφός δεν απάντησε.

«Κοίτα, σοφέ, δεν μπορώ να σου δώσω ούτε φαγητό ούτε καταφύγιο -εδώ δεν κερδίζω αρκετά για να συντηρήσω την οικογένειά μου, άσε που το σπίτι μου δεν είναι και κανένα παλάτι, όπως βλέπεις.»

«Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά το σπίτι σας είναι μεγάλο», είπε ο σοφός κοιτάζοντας γύρω του.

«Μάλιστα, τώρα θα μου πεις εσύ ότι αυτό το παλιό σπίτι που δεν μπορώ καλά καλά να το συντηρήσω, είναι και έπαυλη. Πώς τολμάς;» Τώρα ο Harold είχε θυμώσει πραγματικά.

«Δεν έχω καμία πρόθεση να σας εξαγριώσω κύριε, αλλά από ό, τι μπορώ να δω, νομίζω ότι έχετε μια αρκετά καλή ζωή. Έχετε αυτό το μεγάλο σπίτι και, υποθέτω, και μια ωραία, μεγάλη οικογένεια», είπε ο σοφός κοιτώντας τα εγγόνια του Harold.

Ο Harold κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.

«Όχι, όχι! Τίποτα στη ζωή μου δεν πηγαίνει καλά.»

«Άρα μου λέτε πως δεν είστε ευγνώμων για το φαγητό στο πιάτο σας;» Ο σοφός τον κοίταξε με περιέργεια.

«Είναι ένα απλό, συνηθισμένο φαγητό, τίποτα το ιδιαίτερο. Γιατί θα πρέπει να είμαι ευγνώμων;» του αντιγύρισε ο Harold.

«Και με την οικογένειά σας, τι γίνεται; Με την γυναίκα, τα παιδιά και τα εγγόνια σας;»

«Γιατί θα πρέπει να είμαι ευγνώμων για τη γυναίκα μου; Είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, όχι κάποιος άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό. Τα παιδιά μου έχουν μάθει να μην εκτιμούν στη ζωή τους τίποτα -δεν είναι σε θέση να κερδίσουν ούτε ένα ευρώ, ξέρουν όμως μια χαρά πώς να ξοδέψουν μια περιουσία. Κι όσο για τα εγγόνια μου, είναι το ίδιο κακομαθημένα. Το μόνο που κάνουν είναι να μου προκαλούν πονοκέφαλο όλη μέρα». Ο Harold είχε πάρει φόρα.

«Η υγεία σας όμως φαίνεται καλή. Τουλάχιστον θα πρέπει να είστε ευγνώμων για την υγεία σας κύριε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο σοφός.

«Μην κρίνεις από αυτό που βλέπεις, δεν είμαι και τόσο υγιής όσο δείχνω. Πάσχω από κράμπες στο στομάχι, πονοκεφάλους και συχνές κρίσεις πανικού. Δεν είμαι και τόσο ευγνώμων για αυτό το είδος της υγείας.»

«Λέτε λοιπόν ότι δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή σας για το οποίο να είστε ευγνώμων; Τίποτα απολύτως;» H περιέργεια του σοφού είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της.

«Ίσως να είμαι ευγνώμων για το γεγονός ότι γεννήθηκα», απάντησε ο Harold σαρκαστικά.

Ξαφνικά ο Harold συνειδητοποίησε ότι μιλούσε για πολύ ώρα σε αυτόν τον άθλιο ζητιάνο. Αυτό τον εξόργισε.

«Σοφέ! Αρκετά με την περιέργειά σου. Πήγαινε τώρα. Δεν πρόκειται να βρεις αυτά που γυρεύεις εδώ.»

Ο σοφός υποκλίθηκε ευγενικά και έφυγε.

Μετά από αυτό, ο Harold πήγε για ύπνο.

Το επόμενο πρωί, ο Harold άνοιξε τα μάτια του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν βρισκόταν στο κρεβάτι του, αλλά ήταν ξαπλωμένος στην άκρη ενός δρόμου. Οι άνθρωποι τον προσπερνούσαν. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Ο Harold προσπάθησε να σηκωθεί για να πάει στο σπίτι του, αλλά δεν μπορούσε να κινήσει το σώμα του. Κατάλαβε πως ήταν εντελώς ανήμπορος.

«Βοηθήστε με... κάποιος να με βοηθήσει!» προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή του μόλις που ακουγόταν.

Στην αρχή δεν τον πρόσεχε κανείς. Ο Harold όμως συνέχισε να φωνάζει.

Εν τέλει, ένας ζητιάνος εκεί κοντά τον άκουσε.

«Harold, κόφτο, αλλιώς θα εξαγριώσεις τους άλλους και θα σε χτυπήσουν.»

«Θα σταματήσω, βοήθησέ με σε παρακαλώ να γυρίσω πίσω στην οικογένειά μου και στο σπίτι μου.»

«Όνειρο είδες; Δεν έχεις ούτε οικογένεια ούτε σπίτι», είπε ο ζητιάνος κοιτάζοντας τον Harold.

«Κι όμως, έχω οικογένεια. Έχω ένα μεγάλο σπίτι, έχω εγγόνια, έχω και μια καλή σύζυγο.»

«Θα πρέπει να είδες κάποιο καλό όνειρο. Σε ξέρω από παιδί, εδώ γεννήθηκες, στους δρόμους αυτούς περιπλανιόσουν πάντα», του είπε ο ζητιάνος.

«Λες ψέματα. Έχω οικογένεια και σπίτι. Δεν ανήκω εδώ.»

«Σκάσε! Μην με λες ψεύτη. Γεννήθηκες ζητιάνος. Και με τα χάλια που έχεις, θα πεθάνεις σύντομα σαν ζητιάνος», του είπε με θυμωμένη φωνή.

Η συμπεριφορά του ζητιάνου φόβισε τον Harold. Παρέμεινε σιωπηλός.

Μια τεράστια απελπισία τον κατέλαβε. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να κλαίει σιωπηλά.

«Γιατί να μου συμβαίνει αυτό; Θέλω να επιστρέψω στην οικογένειά μου. Δεν μπορεί να είναι αυτή η ζωή μου» μονολογούσε.

Ξαφνικά θυμήθηκε το περασμένο βράδυ και την συνομιλία του με τον μυστηριώδη σοφό.

Με το μυαλό του άρχισε να τον αναζητά, γυρεύοντας συγχώρεση.

«Το κάνεις αυτό, σοφέ, για να μου διδάξεις ένα μάθημα; Το έμαθα το μάθημά μου. Σε παρακαλώ, δώσε μου πίσω τη ζωή μου.»

Ο Harold εκλιπαρούσε για την παλιά του ζωή... «Σε παρακαλώ δώσε μου τη ζωή μου πίσω. Θα είμαι για πάντα ευγνώμων για τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, το σπίτι μου και για το φαγητό στο πιάτο μου, για την υγεία μου, για τα πάντα στη ζωή μου...» Ο Harold συνέχισε να ικετεύει. Τίποτα δεν έγινε.

Έκλαιγε όλη την ημέρα. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να του δώσει λίγο φαγητό ή, έστω, μια στάλα νερό. Όταν νύχτωσε, ο Harold αποκοιμήθηκε στην άκρη του δρόμου, πεινασμένος και εξαντλημένος.

Το πρωί άνοιξε αργά τα μάτια του, φοβισμένος που ήταν ακόμη ζωντανός. Κοιτάζοντας γύρω του, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι του και ότι η κόρη του τον καλούσε για πρωινό. 

Ο Harry πήδηξε από το κρεβάτι του. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Ο Harry χαμογέλασε και, για πρώτη του φορά, αισθάνθηκε χαρούμενος για τη ζωή του.


Βασιλική Δραγούνη







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!