Η ώρα τους - Αγγελική Δρακοπούλου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Η ώρα τους - Αγγελική Δρακοπούλου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022)





Η ΩΡΑ ΤΟΥΣ

Το σπίτι ήταν στολισμένο για τα Χριστούγεννα. Το δέντρο με τα δεκάδες λαμπάκια και ξύλινα στολίδια έστεκε περήφανο στην κεντρική μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Η κουρτίνα ήταν στην άκρη για να σκορπίζει από ψηλά το γλυκό του φως στο δρόμο. Στο τζάκι μια φωτιά τριζοβολούσε και το ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν δεξιά κι αριστερά του μοιράζονταν μια συντροφικότατη σιωπή. Ο άντρας, ο Άγγελος , 75 ετών  ιδιοκτήτης βιομηχανίας πετρελαίου, διάβαζε το νεοαποκτηθέν βιβλίο του με τα γυαλάκια του. Η γυναίκα, η Κατερίνα, 70 ετών έπλεκε ,όσο μπορούσε, με τις χοντρές της βελόνες, φορώντας μεγάλα γυαλιά αυτή. 
Την ησυχία έσπασε ένα νεανικό γέλιο και στο δωμάτιο έκανε την εμφάνισή της η εγγονή τους ζευγαριού, η Άννα. Ήταν μια ψηλή κοπέλα με γκρίζα καθαρά μάτια, αλαβάστρινη επιδερμίδα και μακριά κατάμαυρα μαλλιά που ανέμιζαν σε όλες τις κατευθύνσεις. Δίπλα της ήταν και μια άλλη κοπέλα, χαμογελαστή κι αυτή. Λίγο πιο ψηλή, με ξανθά μαλλιά στο ύψος του ώμου και καστανά ζεστά μάτια. Στα μαγουλά της δυο λακκάκια την έκαναν να φαίνεται πιο μικρή.
Η Άννα έτρεξε και φίλησε το ζευγάρι και τους σύστησε την κοπέλα.
« Παππού, γιαγιά από΄δω η φίλη μου η Καίτη Οικονόμου. Παρακολουθούμε τα ίδια μαθήματα στη σχολή Καλών Τεχνών.»
Η Καίτη έσφιξε τα χέρια του ζευγαριού μ΄ένα σεμνό, « Χαίρω πολύ!»  
« Οικονόμου! Είσαι η κόρη του δικηγόρου Οικονόμου που έχει αναλάβει την υπεράσπιση της ηθοποιού που έπεσε θύμα βιασμού;»
« Μάλιστα, κύριε. Μα πώς το ξέρετε; Ο πατέρας μου δεν είναι πολύ γνωστός στο χώρο ακόμα.»
« Όπως είπες μικρή μου, ακόμα. Βέβαια και τον ξέρω, όχι προσωπικά αλλά χάρη στα μέσα ενημέρωσης.», είπε ο Άγγελος μ’ ένα χαμόγελο.
« Εσείς βέβαια είστε πασίγνωστος. Άγγελος Κοντόγιωργας, εργοστασιάρχης.»
« Ναι, ναι. Είμαι γνωστός λόγω του επαγγέλματός μου.»
Η Γιαγιά είχε σηκωθεί και ρώτησε την Καίτη, « Το Καίτη βγαίνει από το Κατερίνα;»
«Όχι από το Κασσάνδρα, αλλά οι γονείς μου με φώναζαν Καίτη γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρω μικρή κι από τότε μου έμεινε.»
« Πολύ ενδιαφέρον όνομα. Και το Καίτη όμως ηχεί ωραία»
« Λοιπόν, εμείς φεύγουμε τώρα. Θα συναντηθούμε με μια παρέα για φαγητό και κανένα ποτάκι αργότερα.», τους ενημέρωσε η Άννα.
« Άννα, πρόσεχε σε παρακαλώ. Έχει πέσει χιόνι κι οι δρόμοι θα γλιστράνε.», είπε ο Άγγελος κοιτώντας προς το παράθυρο.
« Εδώ πάνω στην Πεντέλη έριξε χιόνι, πιο κάτω θα είναι καλύτερα.»
«Όπως και να΄χει εσύ πρόσεχε. Αν πιεις μην οδηγήσεις, πάρε ταξί ή κάλεσε με να έρθω εγώ.»
« Καλά, παππού. Μην ανησυχείς. Αν πιω θα με φέρει η Καίτη.», απάντησε και τους φίλησε με θόρυβο καθώς άρπαζε την Καίτη από το μπράτσο για να φύγουν.
Μόλις έκλεισε η πόρτα αναστέναξαν κι οι δυο για τον ίδιο λόγο.
Η Άννα είχε ορφανέψει από πολύ μικρή. Οι γονείς της σκοτώθηκαν ακαριαία σε τροχαίο. Μετωπική σύγκρουση με νταλίκα. Στο αυτοκίνητο ήταν κι η νεογέννητη Άννα κι ήταν η μόνη επιζήσασα χάρη στο καρεκλάκι της. Αμέσως ανέλαβαν την ανατροφή της εκείνοι αφού ο γαμπρός τους  είχε χάσει τους γονείς του κι ήταν μοναχοπαίδι. Εκείνοι, ευτυχώς πρόλαβαν κι έκαναν τέσσερα παιδιά. Χόρτασαν εγγόνια. Όμως η Άννα ήταν κόρη του πια. Αυτό ήταν το σπίτι της. Όλες οι χαρές κι οι λύπες της εδώ μοιράζονταν. Λογικό ήταν να ανησυχούν γι΄αυτήν. 
Το ρυθμικό τικ-τακ του ρολογιού έκανε τον Άγγελο να στρέψει το βλέμμα στην ώρα. Ήταν δέκα η ώρα ,προπαραμονή Χριστουγέννων. Αύριο το βράδυ το σπίτι θα γέμιζε κόσμο. Θα ερχόταν οι οικογένειες των παιδιών του. Η κόρη του Ειρήνη με τον άντρα της Θοδωρή και τα εγγόνια του, τον Δημήτρη, τον Άγγελο και την Δέσποινα. Το γιο του Άγγελο (ο νεότερος) με τη γυναίκα του Σόνια και τα εγγόνια του, την Κατερίνα, την Εβελίνα και τα δίδυμα Άγγελο και Νικόλα. Αν η τύχη δεν τους είχε φερθεί σκληρά θα είχε και την κόρη του Ελένη με τον άντρα της τον Κώστα. Η Άννα θα ερχόταν μαζί τους και δε θα τους υποδεχόταν μαζί τους. Ας είναι, έπρεπε να είναι ευγνώμων για όσα είχε και να μην αφήνει τις απώλειες να επισκιάζουν τα υπόλοιπα.
Πλησίασε τη γυναίκα του που συνέχιζε το πλέξιμο κι άπλωσε το χέρι του, « Πάμε για ύπνο, Κατερίνα», μουρμούρισε τραγουδιστά. Εκείνη χαμογέλασε, άφησε το πλεκτό σε μιαν άκρη και του έδωσε το χέρι της. Έτσι κρατημένοι αποχώρησαν για το δωμάτιό τους όπου θα προσπαθούσαν να κοιμηθούν. Πάντα ήταν δύσκολο όταν η Άννα έβγαινε έξω τα βράδια.
Έξω το χιόνι έπεφτε μαλακά για να ετοιμάσει σιγά-σιγά το τοπίο για μαγευτικά άσπρα Χριστούγεννα. Για άλλους παιδική χαρά και για άλλους παγωνιά. Τα νέα παιδιά διασκέδαζαν με τον τρόπο που μπορούσε ο καθένας. Οι γιορτές των Χριστουγέννων επηρεάζουν ακόμα πιο πολύ τη χαρούμενη διάθεσή τους. Οι πιο μεγάλοι αρκούνται στο να αναπολούν περασμένες γιορτές όταν κι αυτοί δεν έβλεπαν την ώρα να βγουν έξω, να διασκεδάσουν, να γελάσουν, να ερωτευθούν, να έχουν την αίσθηση ότι ζουν πραγματικά…
Ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου ήχησε στο μεγάλο σπίτι. Το ζευγάρι δεν κουνήθηκε. Η Κατερίνα μόνο άνοιξε τα μάτια της και περίμενε. Η οικονόμος θα απαντούσε και αν ήταν κάτι επείγον θα τους ενοχλούσε. Ευχόταν να μην ήταν κάτι επείγον. Μέτα από ένα λεπτό ακριβώς η οικονόμος εισέβαλλε στο δωμάτιό τους ανάβοντας το πορτατίφ.
Η Κατερίνα ανασηκώθηκε αμέσως το ίδιο κι ο Άγγελος.
Η Φανή, η οικονόμος φορώντας τη ρόμπα της με λυτά μαλλιά και πρόσωπο πελιδνό τους κοιτούσε με μάτια υγρά χωρίς να μιλάει.
« Μίλα Φανή», της φώναξε ο Άγγελος
« Το παιδί…, η Άννα… είναι στο νοσοκομείο. Είχε ένα ατύχημα.»
Με μια πρωτοφανή σβελτάδα για την ηλικία τους πετάχτηκαν κι οι δυο από το κρεβάτι κι άρχιζαν να ντύνονται χωρίς να νοιάζονται τι έβαζαν. Η Κατερίνα παρότρυνε τη Φανή να τους πει τη συνομιλία.
« Έγινε ένα ατύχημα στην παραλιακή. Δε θυμάμαι σε ποιο ύψος .Ένα όχημα μπήκε στην αντίθετη πορεία και χτύπησε με δύναμη το όχημα της κυρίας Άννας. Μαζί της ήταν κι η φίλη της , η κυρία Καίτη. Ήρθε το ασθενοφόρο σχετικά αργά και τις ανέσυραν αναίσθητες αλλά ζωντανές. Όμως, κύρια, είναι σοβαρά πολύ.Τις έχουν μεταφέρει στο Ασκληπιείο. », είπε και κατέληξε σε σιγανά κλάματα.
« Κατερίνα, φύγαμε!», πρόσταξε ο Άγγελος κατεβαίνοντας τη σκάλα.
« Φανή, θα σε ενημερώσουμε», πέταξε η Κατερίνα ακολουθώντας τον άντρα της.
« Ο Θεός μαζί σας!», έκανε η Φανή σταυρώνοντας την πόρτα καθώς την έκλεινε.
« Χριστέ μου, μακάρι όλα να πάνε καλά», ψιθύρισε και κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν τρεις και  μισή, το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πιο σιγά  και τα λαμπιόνια στο δέντρο τρεμόφεγγαν σαν να είχαν χάσει το ρυθμό τους. 
Η διαδρομή τους μέχρι το νοσοκομείο έγινε μέσα σε απόλυτη σιωπή. Φοβόντουσαν πως αν μίλαγαν θα προξενούσαν κάποιο ανεπανόρθωτο κακό. Κι άλλωστε τι να έλεγαν; Να έβγαζαν όλους τους φόβους και τις ανησυχίες τους, τα άσχημα προαισθήματα που είχαν για εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα; Ή να μοιρολογούσαν ρίχνοντας κατάρες από΄δω κι από΄κει αποδίδοντας ευθύνες στις θεϊκές δυνάμεις σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας; Αν ήξεραν κάτι καλά κι οι δύο ήταν ότι τη ζωή την έπαιρνες στα χέρια σου και την έπλαθες κατά πως ήθελες. Αυτή τη στιγμή έπρεπε να είναι ψύχραιμοι ο ένας για τον άλλον.
Ύστερα από μία ώρα περίπου ο Άγγελος στάθμευε στο παρκινγκ του νοσοκομείου. Η Κατερίνα έσπευσε να τον κρατήσει γερά. Δεν ήταν καλά ο Άγγελος. Τώρα που είχαν φτάσει η ψυχραιμία του και η σταθερότητά του φαίνονταν να τον εγκαταλείπουν.
« Καλά είμαι, Κατερίνα. Μόνο κράτα με και πάμε»
« Μήπως να καθόσουν εδώ να πάω εγώ;», ρώτησε ξέροντας ήδη την απάντηση.
« Ανοησίες! Μαζί Κατερίνα, μαζί» κι έσπευσε να μπει μέσα στο νοσοκομείο.
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περιμένουν για πολύ. Η νοσοκόμα που είχε εφημερία πήγε να φωνάξει τον υπεύθυνο γιατρό ή κάποιον που θα μπορούσε να τους δώσει πληροφορίες με την κατάσταση της εγγονής τους.
Σε αυτά τα λεπτά που περίμεναν , ένα ζευγάρι μπήκε μέσα φέρνοντας για λίγο το κρύο απ’ έξω. Ήταν φανερά αναστατωμένοι. Ο άντρας πήγε με βιαστικά βήματα στην υποδοχή, ενώ η γυναίκα με βουρκωμένα μάτια τον παρακολουθούσε. Το βλέμμα της έπεσε στο ηλικιωμένο ζευγάρι και τους πλησίασε αμέσως.
« Καλησπέρα, είστε οι γονείς της Άννας; Είμαι η μαμά της Καίτης.», τους συστήθηκε.
Το ζευγάρι ένευσε καταφατικά και της έσφιξαν το χέρι. Αν ήταν μια άλλη κοινωνική εκδήλωση θα χαμογελούσαν ευγενικά και θα έλεγαν πόσο χαίρονταν που τη γνώριζαν. Δεν μπόρεσαν να κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
« Μιχάλη, είναι εδώ κι οι γονείς της Άννας», ενημέρωσε τον άντρα, ο οποίος έριξε μια ματιά μόνο και συνέχιζε να κοιτάει το διάδρομο μήπως εμφανιστεί κάποιος.
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος τους και τους είπε σκουπίζοντας τα δάκρυά της που τώρα ανέβλυζαν, « Συγνώμη γι’ αυτό. Ονομάζομαι Εύα. Μπορώ να κάτσω μαζί σας. Άλλωστε περιμένουμε όλοι μας το ίδιο.»
Εκείνη την ώρα έκανε την εμφάνισή της η γιατρός. Ήταν ντυμένη με τη χειρουργική στολή της και τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα στο σκουφάκι της. Τα καστανά της μάτια δεν φαίνονταν κουρασμένη, όπως θα περίμενε κάποιος αλλά εστιασμένα στα πρόσωπα των γονιών.
Την πλησίασαν όλοι και περίμεναν τα λόγια της όπως ο πεινασμένος το φαί.
« Τα δυο κορίτσια είναι στο χειρουργείο και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις κρατήσουμε ζωντανές. Έχουν πολλά τραύματα στην σπονδυλική τους στήλη κι η μια εξ΄αυτών έχει υποστεί σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κάκωσεις, οπότε προσπαθούμε να ελέγξουμε και αυτό. Ήταν ένα σοβαρό τροχαίο γι΄αυτό θέλω να είστε ψύχραιμοι. Ίσως να χρειαστεί να μείνετε πολύ ώρα εδώ. Σ’ αυτό το σημείο δεν μπορώ να σας δώσω κάποια άλλα στοιχεία. Θα προσπαθώ να σας ενημερώνω όσο πιο συχνά μπορώ. Τώρα με συγχωρείτε αλλά πρέπει να ξαναμπώ στο χειρουργείο.», τους ενημέρωσε κι ήταν έτοιμη να φύγει.
« Μισό λεπτό!», είπε ο Μιχάλης, « Είναι ζωντανές; Θα πεθάνουν;»
« Πραγματικά, κύριε προσπαθούμε να τις κρατήσουμε ζωντανές.», κατέληξε κι έφυγε χωρίς να τους δώσει τη δυνατότητα να την ρωτήσουν κάτι άλλο.
Ο Μιχάλης έτριψε το πρόσωπό του κι έκατσε βαριά σε μια καρέκλα δίπλα στους άλλους.
Σιωπή επικράτησε για αρκετή ώρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει κανείς. Η Εύα μόνο πηγαινοερχόταν μπροστά από την πόρτα του χειρουργείου προσπαθώντας να μεταδώσει νοερή αγάπη στην κόρη της και στη φίλη της. Μετά από αρκετή ώρα αναστέναξε σιγανά και πήγε να κάτσει μαζί με τους υπόλοιπους.
Ο ήλιος άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του. Κάποια σύννεφα και υπολείμματα της νύχτας τον εμπόδιζαν αλλά ήταν απλά θέμα χρόνου να βγει νικητής. Μακάρι να έβγαιναν και τα κορίτσια νικήτριες!
« Θα πάω για καφέ. Κύριε Κοντόγιωργα θέλετε να πάμε μαζί; Εσείς κυρίες;», ρώτησε ευγενικά αλλά με βραχνή φωνή ο Μιχάλης.
« Ναι, θα το ήθελα. Έχω μουδιάσει τόση ώρα και σας παρακαλώ μπορείτε να με λέτε Άγγελο. Τα κορίτσια μας είναι πολύ καλές φίλες.»
Οι κυρίες έμειναν στις θέσεις τους αλλά η Κατερίνα τους ζήτησε να τους φέρουν λίγο καφέ όταν ξεκουραστούν.
« Δε θέλετε να πάτε μια βόλτα; Θα περιμένω εγώ εδώ και θα σας ειδοποιήσω αμέσως αν…», ξεκίνησε να λέει η Εύα.
Η Κατερίνα τη διέκοψε ευγενικά, « Όχι, ευχαριστώ. Δεν θέλω τώρα να απομακρυνθώ. Θα ήθελα όμως να μιλήσουμε λίγο αν δε σε πειράζει. Για τις κοπέλες μας εννοώ »
Η Εύα τη διαβεβαίωσε ότι δεν την πείραζε καθόλου.
« Εχτές μόλις γνωρίσαμε την κόρη σας. Μας είχε κάποια πράγματα η Άννα αλλά δεν ξέραμε ότι είχαν δεθεί τόσο πολύ.»
« Αλήθεια; Η Καίτη μας είχε πει τα πάντα. Ήταν ενθουσιασμένη για τη γνωριμία γιατί πάντα ήταν κλειστός χαρακτήρας και γενικά δυσκολεύεται να ανοιχτεί σε κάποιον. Όμως με την Άννα στη ζωή της άλλαξε σταδιακά. Έγινε πιο γελαστή, πιο διαθέσιμη για συζήτηση. Πάντα όταν έλεγε ότι θα συναντηθεί με την Άννα έλαμπε ολόκληρη. Αν δεν γνώρισα το αγόρι της Καίτης, το Γιώργο, θα νόμιζα ότι είναι ερωτευμένη μαζί της.», είπε η Άννα με ένα χαμόγελο.
« Λοιπόν, χαίρομαι που η Άννα άγγιξε με τέτοιο τρόπο την κόρη σας. Το αγόρι της το έμαθε;»
« Όχι, θέλω να ξέρω περισσότερα πριν.»
«Ναι, έχεις δίκιο. Μακάρι να αντέξουν. Συγνώμη που αντιδρώ έτσι αλλά δεν θέλω να χάνω την ψυχραιμία μου μπροστά στον άντρα μου.», είπε κλαίγοντας επιτέλους η Κατερίνα.
Η Εύα την αγκάλιασε από τους ώμους και την χάιδευε λέγοντας παρηγορητικά λόγια για να την ηρεμήσει και να πείσει και τον ίδιο της τον εαυτό.
Στο κυλικείο του νοσοκομείου οι δυο άντρες είχαν μια ανάλογη συζήτηση. Πώς γνωρίστηκαν τα κορίτσια και πως είχαν δεθεί τόσο γρήγορα. 
« Μ ε τη γυναίκα μου νομίζαμε ότι ήταν ζευγάρι και μάλιστα πολύ ερωτευμένο!», μισοχαμογέλασε ο Μιχάλης.
Ο Άγγελος ήξερε ότι από τη μεριά της Άννας τουλάχιστον δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Όχι μόνο επειδή οι δεσμοί της ήταν πάντα αγόρια αλλά κι επειδή την Άννα δεν μπορούσες να μην την βάλεις στην καρδιά σου. Ήταν ένας ήλιος και το φως της τραβούσε τους πάντες ανεξαρτήτου φύλου.
« Μα και η βαθιά φιλία είναι ένα είδος έρωτα! Όχι σαρκικός, δεν έχει αυτή τη σωματική ανάγκη για ένωση, αλλά έχει όλα τα άλλα. Το θαυμασμό, την ανυπομονησία, το δέσιμο, το μοίρασμα.», είπε ο Άγγελος.
Χωρίς να μιλήσουν περισσότερο αποχώρησαν από το κυλικείο παίρνοντας καφέδες και σάντουιτς για τις γυναίκες τους.
Θα ήταν η ώρα οχτώ όταν η γιατρός έκανε την εμφάνισή της. Τα μάτια της ήταν πιο κλειστά και κόκκινα. Από το σκουφάκι ξέφευγαν κάποιες τριχούλες αποκαλύπτοντας το μαύρο χρώμα των μαλλιών της.
Την πλησίασαν γρήγορα χωρίς καθυστέρηση.
« Σας ζητώ συγνώμη για την καθυστέρηση. Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περιμέναμε.»
Ο Άγγελος κι η Εύα τρέκλισαν αλλά οι δυο άλλοι τους κράτησαν.
« Τι εννοείται; Είναι νεκρές;», ψέλλισε η Κατερίνα ενώ άρχιζε να βλέπει τον εαυτό της από απόσταση. Αποκλείεται να συνέβαινε κάτι τέτοιο!
« Oι καρδιές και των δυο λειτουργούν ακόμα. Όμως…», έκανε μια παύση και κοίταξε τους γονείς της Καίτης.
« Η κόρη σας βρίσκεται στην εντατική. Είναι συνδεδεμένη με μηχανήματα κι είναι κρίσιμη η κατάσταση της. Σε 2 εικοσιτετράωρα θα ξέρουμε πιο σίγουρα. Πρέπει να σας πω ότι θα χρειαστεί μεταμοσχεύσεις οργάνων. Καρδιά, νεφρό και μάτια. Ώσπου να σταθεροποιηθεί η κατάστασή της και φυσικά να βρεθούν τα όργανα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μπορείτε να τη δείτε για πέντε λεπτά. Η αδελφή από΄δω θα σας οδηγήσει.», τους είπε και μια ψηλή νοσοκόμα τους συνόδευσε έξω.
Η γιατρός στράφηκε στους άλλους δυο. « Η κόρη σας είναι εγκεφαλικά νεκρή. Το μόνο που την κρατάει στη ζωή είναι τα μηχανήματα. Η καρδιά της κι οι πνεύμονες της δουλεύουν με υποστήριξη. Δυστυχώς δεν της μένει πολύς χρόνος. Θα σας συνοδεύσω τώρα στο δωμάτιό της.»
Ψυχρά λόγια σαν πάγος. Ξεκάθαρα σαν κρύσταλλος.
Προτεραιότητες, Άγγελε! ,πρόσταξε η εσωτερική φωνή του.
Κοίταξε την Κατερίνα η οποία έστεκε βουβή κλαίγοντας με άηχους λυγμούς.
« Πόσο καιρός;», ρώτησε
« Ίσως δυο μέρες»
« Οδηγήστε μας γιατρέ στην κόρη μας.»
Η Άννα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν άγγελος. Οι μώλωπες στο κεφάλι της ίσα που φαίνονταν. Το μόνο που πρόδιδε την τραγική της κατάσταση ήταν τα σωληνάκια στο σώμα της κι ο πιο μεγάλος σωλήνας στην περιοχή του λαιμού της.
Η Κατερίνα δεν άντεξε κι άφησε μια κραυγή πέφτοντας πάνω στο σώμα της κοπέλας. Ο Άγγελος χάιδεψε το ξανθό κεφάλι με δάκρυα να κυλάνε στο ζαρωμένο του πρόσωπο. Φίλησε το μέτωπό της και βγήκε έξω. Οι νοσοκόμες θα αναλάμβαναν να βγάλουν τη γυναίκα του έξω. Την άφησε να θρηνήσει.
‘Εβγαλε το κινητό του και κάλεσε έναν-έναν τους συγγενείς της Άννας να έρθουν να την αποχαιρετήσουν όσο η καρδιά της χτυπούσε. Ήταν ευτύχημα που η Άννα δεν είχε κάποιο δεσμό. Δε θα ήξερε [ως να έλεγε σε μια ερωτευμένη ψυχή τέτοιο νέο.
Πράγματι ύστερα από λίγη ώρα όλοι οι συγγενείς ήταν εκεί οι πιο πολλοί μη θέλοντας να πιστέψουν ότι το ζωντανό κορμί της Άννας θα έφευγε από τη ζωή. Οι γυναίκες έσμιξαν στο θρήνο της Κατερίνας. Οι άντρες με βαθιούς αναστεναγμούς προσπαθούσαν να το χωνέψουν.
Κατά το βραδάκι εμφανίστηκε η γιατρός και ζήτησε να μιλήσει με τους κηδεμόνες της Άννας, δηλαδή τον Άγγελο και την Κατερίνα.
« Ειλικρινά, σας καταλαβαίνω. Έχουν δει τα μάτια μου πολλά. Ξέρω ότι ποτέ δεν είναι η κατάλληλη ώρα για αυτή τη συζήτηση που θα σας ανοίξω τώρα όμως μήπως γνωρίζετε αν η Άννα ήταν δωρήτρια οργάνων;»
Οι κηδεμόνες έμειναν αποσβολωμένοι. Φυσικά κι η Άννα ήταν δωρήτρια οργάνων. Φυσικά και θα έδινε ότι της είχε δώσει η φύση, ο Θεός για όποιον το είχε ανάγκη. Απλά τώρα αυτό τους φαινόταν αποκρουστικό, ψυχρό, αναίσθητο!
Η γιατρός κατάλαβε την αντίδρασή τους και συνέχισε, « Αυτά τα όργανα ίσως να μπορέσουν να δοθούν για τη φίλη της, για να μπορέσει να συνεχίσει εκείνη. Για να είναι βιώσιμα τα όργανα πρέπει να αποσυνδεθεί γρήγορα και πρέπει φυσικά να έχω τη συγκατάθεσή σας.»
« Τα όργανα θα πάνε στην Καίτη;», ρώτησε ο Άγγελος.
« Δεν μπορώ να το εγγυηθώ άλλα θα προσπαθήσω αν είναι συμβατή δότης να  γίνει. Ίσως όχι όλα αλλά κάποια.»
Η Κατερίνα νόμιζε ότι βρισκόταν σε μπουτίκ κρεάτων και διάλεγαν ποια μέρη της αγελάδας θα έπαιρνε ο καθένας.
« Εγώ , Άγγελε πάω στην Άννα. Δεν την μπορώ αυτή τη συζήτηση. Κανόνισέ το εσύ.», είπε κι έφυγε.
Ο Άγγελος αναστέναξε και γύρισε στη γιατρό, « Ας γίνει γιατρέ. Ας δοθούν τα όργανα σε αυτή την Καίτη.»
Βγαίνοντας από το γραφείο ήδη έξω από το θάλαμο της Καίτης ένα νεαρό να πηγαινοέρχεται νευρικά, με ανακατεμένα μαλλιά και ένα ντύσιμο σαν το δικό του.
Κατάλαβε ότι ήταν το αγόρι της Καίτης.
« Κάνε υπομονή αγόρι μου. Σε λίγο τα Χριστούγεννα θα είναι καλύτερα για σένα.», είπε από μέσα του και μπήκε στο θάλαμο της Άννας. Πλησίασε την Κατερίνα και της είπε πιάνοντας της το χέρι. 
« Έλα, ήρθε η ώρα. Καληνυχτισέ την κι ας’ την να πάει στους γονείς της.
Κι η Άννα ταξίδεψε εκείνο το βράδυ. Δεν πόναγε πια. Είχε καλές αναμνήσεις από τη ζωή της μα πάντα αποζητούσε τους γονείς που δεν πρόλαβε να ζήσει. Ήταν η δική τους ώρα τώρα.
«Έχεις το χρώμα των ματιών της και βάζω στοίχημα ότι καρδιά της δουλεύει με τον ίδιο τρόπο μέσα στο σώμα σου.», είπε ο Άγγελος όταν ήταν έτοιμη η Καίτη να δεχθεί επισκέψεις.
Εκείνη χαμογέλασε, « Θέλετε να πείτε κάτι άλλο, έτσι;»
« Ναι, δεν με κοιτάνε όμως με τον ίδιο τρόπο. Αυτό χάθηκε, αλλά δεν κάνει να παραπονιέμαι!»
« Όχι, δεν πρέπει για δυο λόγους. Πρώτον η Άννα είναι ηρωίδα, με έσωσε. Δεύτερον, απλά δώστε μου λίγο χρόνο να κοιτάξω τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια. Θα τα καταφέρω.»
« Σε αυτό βασίζομαι, μικρή μου!», είπε ο Άγγελος κι αγκάλιασε προστατευτικά το σώμα που φώλιαζε μέσα του η καρδιά της Άννας.

Αγγελική Δρακοπούλου

   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!