Ο Σκρουτζ των Χριστουγέννων - Γεωργία Κοσμά (Λογοτεχνικό δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Ο Σκρουτζ των Χριστουγέννων - Γεωργία Κοσμά (Λογοτεχνικό δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022)




Η Ελίζα ξεφύλλιζε μία μία τις σελίδες του βιβλίου της, βρίσκοντας κανένα ενδιαφέρον. Βαριόταν τόσο πολύ. Ούτε η αγαπημένη της συνήθεια δεν την ικανοποιούσε πια. Και όλα αυτά, επειδή οι γονείς της αποφάσισαν να πάνε εκδρομή στην Ελβετία χωρίς αυτήν. Μάλιστα για να μείνουν ήσυχοι ότι θα είναι ασφαλής, την έστειλαν σε μια κατασκήνωση στην άκρη του κόσμου στην οποία το μόνο που έβλεπες ήταν δέντρα και χάσκυ.
Χασμουρήθηκε για τρίτη φορά και έκλεισε το βιβλίο. Οι φίλοι της είχαν πάει στο μοναδικό καφέ σε εκείνη την περιοχή  για ζεστή σοκολάτα. Ενώ αυτή από το πρωί διάβαζε όλων των λογιών τα βιβλία και άκουγε μουσική. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να περάσει από τον κοιτώνα της Κάρλας, αλλά το μετάνιωσε την ίδια στιγμή θυμίζοντας στον εαυτό της πόσο φλύαρη είναι η Ιταλίδα κοπέλα. Έτσι τώρα,  περιπλανιέται σε όλους τους χώρους της κατασκήνωσης μήπως και της τραβήξει κάτι την προσοχή.
Βγαίνει από την κουζίνα με δύο μελομακάρονα στο χέρι που την φίλεψε η κυρία Αννελί, όταν βλέπει τον ξανθό ' Εμπενίζερ '  να βγαίνει από τον κοιτώνα του με μία τσάντα στον ώμο. Αποφασίζει να τον ακολουθήσει για να μάθει τι σκαρώνει. Τον βλέπει να απομακρύνεται από την κατασκήνωση και να κατευθύνεται προς την λίμνη. Κρατάει μια  μεγάλη απόσταση ανάμεσα τους για να μην την καταλάβει αλλά μάταια. Στην τελευταία στροφή συναντά τα μεγάλα γκρίζα μάτια του και παγώνει.
«Γιατί με ακολουθείς σαν χαμένο σκυλάκι Πάρκερ;» την ρωτά με έναν ψυχρό τόνο στη φωνή του και με το βλέμμα του να στάζει ειρωνεία. «Βαριέμαι. » Το ύφος του άλλαξε σε μπερδεμένο. «Δεν έχω τι να κάνω », συνέχισε εκείνη. «Και για να σε προλάβω, έχω διαβάσει όλα τα βιβλία μου.»
«Και νόμισες ότι είναι καλή ιδέα να με ακολουθήσεις;»
«Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Απλά σε είδα μόνο σου και είπα να σου κάνω παρέα. Σε παρακαλώ, άσε με να έρθω μαζί σου και δεν θα σε ενοχλήσω.»
« Αποκλείεται!»
Στριφογύρισε τα μάτια της στην άρνηση του και τον ακολούθησε όσο αυτός προχωρούσε μπροστά της. «Δεν το βάζεις κάτω, ε; » Η Ελίζα έγνεψε περήφανη για το πείσμα της.
«Δεν θα πεις τίποτα σε κανέναν για το σημερινό-»
«Μην αγχώνεσαι, Τζόουνς. Δεν θα χαλάσω τη φήμη σου. Θα είσαι για πάντα ο ψυχρός, ανάποδος ξανθός Σκρουτζ αυτής της κατασκήνωσης», τον ειρωνεύτηκε. «Πρόσεχε το στόμα σου  και υποσχέσου.»
« Δεν κάνεις τίποτα παράνομο, έτσι;»
« Αν θεωρούνται τα πινέλα παράνομα... τότε ναι.» Της χαμογέλασε πονηρά βγάζοντας από την τσάντα του έναν καμβά και διάφορα πινέλα και μπογιές. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
« Νόμιζα ότι είσαι μόνο ένας γκρινιάρης που αντιπαθεί τα Χριστούγεννα όχι και λάτρης του καλλιτεχνικού.»
«Μην αρχίζεις τώρα με τα Χριστούγεννα-»
«Όχι θα αρχίσω. Να μου πεις γιατί δεν σου αρέσουν.»
«Κάτσε ήσυχη και μην με ενοχλήσεις όσο θα ζωγραφίζω.»
Ξεφύσηξε και κάθισε στο χιόνι κάτω από ένα δέντρο όσο εκείνος έστηνε τον καμβά του. Τα μάτια της για λίγο σταμάτησαν πάνω του, παρατηρώντας τις κινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου του. Ένα τέταρτο μετά και με απόλυτη σιγή η Ελίζα έφτιαχνε μπάλες χιονιού και της πετούσε στο κενό. Γύρισε το κεφάλι της να κοιτάξει τον Έντουαρντ και τον βρήκε προσηλωμένο στον πίνακα του, με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του περασμένα στα ξανθά μεταξένια μαλλιά του.
«Τι ζωγραφίζεις; Να έρθω να δω;»
« Όχι», απάντησε κατηγορηματικά.
« Ποιος σε έμαθε να ζωγραφίζεις;  Κυρίως τι σου αρέσει να-»
«Τις είκοσι ερωτήσεις θα παίξουμε;»
«Πες μου έναν λόγο που δεν σου αρέσουν τα Χριστούγεννα.»
«Σταμάτα να με ενοχλείς.»
« Επιμένω.»
Αναστέναξε και παίρνοντας το ψυχρό ύφος του της απάντησε.
« Θες να μάθεις γιατί;  Ε λοιπόν τα μισώ, γιατί την ημέρα των Χριστουγέννων πέθανε η μητέρα μου. Μεγάλωσα με την γιαγιά μου και τον πατέρα μου, ο οποίος την ημέρα των γιορτών είτε κλεινόταν στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να ακούει για στολίδια, δέντρα, γλυκά, κάλαντα είτε έφευγε από την χώρα για δουλειά. Εμένα με φρόντιζε η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου. Είναι ζωγράφος. Αυτή με έμαθε να ζωγραφίζω από μικρή ηλικία. Κάθε χρόνο περνούμε οι δυο μας τα Χριστούγεννα αλλά πριν κάτι μήνες αρρώστησε από τον ιό και έτσι ο πατέρας μου με έκλεισε εδώ.»
Τον άκουγε προσεκτικά όταν της διηγούνταν το πόσο δύσκολα πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ποτέ της δεν φαντάζονταν ότι κάτι τόσο τραγικό ήταν η αιτία που εκείνος απεχθάνεται τα Χριστούγεννα.
«Έχεις καμιά άλλη απορία;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ξάπλωσε με την πλάτη στο χιόνι αφήνοντας το να πέφτει από τα φύλλα του δέντρου στο πρόσωπο της. Έκλεισε τα μάτια της και δάκρυα κύλησαν από τα κλειστά βλέφαρα της.
Δέκα λεπτά μετά μια μπάλα χιονιού προσγειώνεται στα μούτρα της και ένα δυνατό γέλιο ακούγεται από δίπλα της.
19 Δεκεμβρίου
Κατέβηκαν στην τραπεζαρία δέκα λεπτά αργότερα μετά την ανακοίνωση του διευθυντή για τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ζωγραφικής και είδαν πλήθος παιδιών να συζητούν μαζεμένα γύρω από τον πίνακα που προφανώς κέρδισε. Η Ελίζα χώνεται μέσα στο πλήθος για να δεί και εκείνη και σοκάρεται όταν βλέπει μπροστά της ένα αντίγραφο του εαυτού της. Πολλοί γύρισαν να την κοιτάξουν με απορία, άλλοι την σχολίαζαν ψιθυριστά και άλλοι επαινούσαν τον πίνακα. Κοίταξε άλλη μία φορά τον πίνακα και βγήκε βιαστικά από την τραπεζαρία για να πάρει απαντήσεις. Ήξερε που θα τον βρει. Ήταν Κυριακή σήμερα και αυτό σήμαινε ότι θα βρισκόταν πάλι όπως την προηγούμενη εβδομάδα στην λίμνη και θα ζωγράφιζε.
«Με ζωγράφισες χωρίς την άδεια μου », του φώναξε μόλις τον εντόπισε από μακριά.
«Δεν ήξερα ότι πρέπει να ζητάω άδεια για να ζωγραφίσω.»
«Και όχι μόνο αυτό, αλλά κατέθεσες τον πίνακα και στο διαγωνισμό.»
«Γιατί να πάει το ταλέντο μου χαμένο; »την ειρωνεύτηκε χωρίς ακόμη να κάνει κίνηση να την κοιτάξει.
«Εσύ είπες ότι δεν είσαι ο Πικάσο. Πώς κατάφερες να βγει σαν αληθινός ο πίνακας;»
«Αν σε εμπνέει το μοντέλο.. »

«Κοίταξε με όταν μου μιλάς και απάντησε μου ειλικρινά», απαίτησε.
«Σταμάτα να με ενοχλείς. Δεν θα πάρεις απάντηση από εμένα.»
24 Δεκεμβρίου
" Τρίγωνα κάλαντα μες στη γειτονιά,
ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά."
Η Ελίζα τραγουδούσε δυνατά έξω από το δωμάτιο του Έντουαρντ. Παρόλο που η ώρα ήταν οκτώ το πρωί, αυτή δεν πτοούνταν. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων.  Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά από την στιγμή που άρχισε να τραγουδά έξω από την πόρτα του μαζί με τον φίλο της τον Άντριαν και εκείνος δεν έκανε τον κόπο να εμφανιστεί. Ήταν Παρασκευή πρωί. Αποκλείεται να είχε πάει για ζωγραφική.
«Είσαι σίγουρη Ελίζα ότι είναι μέσα; Ακόμα κι αν κοιμόταν σίγουρα τώρα θα μας είχε βρίσει τουλάχιστον», την ρώτησε ο Άντριαν καθαρίζοντας το λαιμό του αφού είχε βραχνιάσει από το τραγούδι.
«Μέσα είναι ο Σκρουτζ, αλλά δεν θα την γλιτώσει », φώναξε για να την ακούσει ο Έντουαρντ. « Εσύ πήγαινε να βρεις την Δάφνη και εγώ θα καθίσω λίγο ακόμα εδώ για να τον εκνευρίσω.»
«Καλή τύχη! »
Εκείνη άρχισε ξανά να τραγουδά το επόμενο στη λίστα τραγούδι της.
"Ω, έλατο, ω, έλατο
τι δίδαγμα η στολή σου!
Ελπίδα εμπνέει σταθερή
και θάρρος πάντα στη ζωή
Ω, έλατο, ω, έλατο
τι δίδαγμα η στολή σου."
Ο Έντουαρντ σκέπασε τα αυτιά του με ένα μαξιλάρι. Παρόλο αυτά δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι είχε ωραία φωνή, γλυκιά και μελωδική.
"Χιόνια στο καμπαναριό
που Χριστούγεννα σημαίνει
Χιόνια στο καμπαναριό
ξύπνησε όλο το χωριό
Ντιν ντιν νταν-"
«Πήγαινε να ενοχλήσεις κανέναν άλλον Πάρκερ με την εκνευριστική φωνή σου. Θέλω να κοιμηθώ », της φώναξε μέσα από το δωμάτιο.
«Δεν φεύγω αν δεν βγεις έξω. Θα μείνω εδώ όλη μέρα αν χρειαστεί να σου τραγουδώ.»
« Κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα τραγούδια σου.»
«Έχω φτιάξει μια λίστα με πενήντα τραγούδια.»
Δύο λεπτά το καθένα επί πενήντα, εκατό λεπτά. Δηλαδή μιάμιση ώρα θα τραγουδά. Εντάξει, θα άντεχε.

«Αν τελειώσουν, θα τα τραγουδήσω ξανά από την αρχή», συμπλήρωσε.
Έβρισε από μέσα του και συνέχισε να την αγνοεί.
"Μου 'παν έλα να πάμε να δεις
Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης,
κι εγώ γυρεύω απόψε στον ουρανό
τ' αστέρι ψάχνω να 'βρω το φωτεινό
ραπαπαπαμ ραπ-"
Ξεφύσηξε ανακουφισμένος όταν σταμάτησε αλλά την άκουσε να βήχει και ανήσυχος σηκώθηκε να δει τι έπαθε. Την βρήκε στο πάτωμα να βήχει και έτρεξε να της φέρει νερό. «Πιες μικρή ανόητη για να μην πεθάνεις έξω από την πόρτα μου.»
«Κακούργε, με έφαγες με το πείσμα σου.»
«Εγώ έχω πείσμα; Εσύ ήσουν αυτή που θα τραγούδαγε όλη μέρα αν δεν έβγαινα έξω.»
«Και πρέπει να πεθάνω για να βγεις έξω;»
«Να λες και ευχαριστώ που σε έσωσα.»
«Εγώ φταίω που ήθελα να σου δείξω την χαρά των Χριστουγέννων και να σε μυήσω στο πνεύμα τους», του αποκρίθηκε με παράπονο.
«Ας πρόσεχες. Κανείς δεν ζήτησε την μύηση σου.»
«Τι ξεροκέφαλος που είσαι. Λίγες ώρες σου ζητάω μόνο. Πήγαινε ντύσου και φεύγουμε.»
« Που θα πάμε;»
«Έξω στην πόλη, να ακούσουμε τα κάλαντα και να αγοράσουμε δώρα.»
«Έξω έχει κρύο. »
«Για αυτό και εγώ προνόησα και σου έφερα να βάλεις ένα ζεστό πουλόβερ. »Άνοιξε τη σακούλα που κρατούσε και έβγαλε από μέσα ένα μάλλινο κόκκινο πουλόβερ που μπροστά είχε για σχέδιο έναν τάρανδο και από πίσω έγραφε με μεγάλα γράμματα ' Merry Christmas'.
«Εγώ δεν το φοράω αυτό.»
«Χριστούγεννα είναι. Όλοι φορούν σήμερα τέτοια πουλόβερ.»
«Δεν είναι του στυλ μου.»
«Και ποιο ακριβώς είναι το στυλ σου; Το μαύρο και όλες οι αποχρώσεις του;»
«Ότι και να λες εγώ δεν βγαίνω με αυτό έξω.»

Περπατούσαν χέρι χέρι στα σοκάκια της πόλης και θαύμαζαν τις βιτρίνες των καταστημάτων. Άκουγαν τα κάλαντα από μικρούς και μεγάλους και δοκίμαζαν λογιών λογιών γλυκίσματα. Πρώτη φορά ο Έντουαρντ βίωνε κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν είχε βγει να γιορτάσει τα Χριστούγεννα παρά μόνο μία φορά όταν ήταν μικρός. Και αυτό γιατί επέμενε η γιαγιά του! Και να τώρα, που άλλη μία γυναίκα τον ανάγκασε να τα περάσουν μαζί.  Η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει και εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Ήταν ανόητος που στην αρχή την αντιπαθούσε. Αλλά νόμιζε ότι ήταν από αυτά τα κακομαθημένα κοριτσάκια που ότι θέλουν το παίρνουν.  Της έριξε μια ματιά και είδε ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της. Τα μάτια της γυάλιζαν από τον ενθουσιασμό. Αυτό λάτρευε σε εκείνη. Την αθώα της ψυχή,  ότι χαιρόταν με μικρά πράγματα.
«Πάμε στο βιβλιοπωλείο;  Εκεί θα φτιάξουμε τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες και θα στείλεις μία στην γιαγιά σου για να της δείξει ότι την σκέφτεσαι...Αα, πουλάει και ζεστή σοκολάτα!» Τον τράβηξε μέσα στο κατάστημα και κάθισαν στο τραπέζι κοντά στο τζάκι. «Βγάλε το παλτό σου Έντουαρντ. Δεν κάνει κρύο εδώ, είμαστε δίπλα στο τζάκι.»
«Αποκλείεται. Σου έκανα την χάρη να φορέσω το άθλιο πουλόβερ, δεν θα το δείξω τώρα σε όλους εδώ μέσα να γελοιοποιηθώ.»
«Αν σου δώσω ένα φιλί;» σήκωσε πονηρά το φρύδι της. Τον φίλησε αργά και γλυκά, να χορτάσουν ο ένας τον άλλον.
 «Ξέρεις», της είπε κρατώντας στα χέρια του το πρόσωπο της,  «είσαι ότι καλύτερο μου έχει συνέβη ποτέ τα Χριστούγεννα.... και σκοπεύω να σε κρατήσω δίπλα μου για όλα τα Χριστούγεννα του κόσμου.» Μια υπόσχεση που έμελλε να κρατήσει.
 
Γεωργία Κοσμά
14 Δεκεμβρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!