Η αγάπη είναι πυξίδα - Κέλλυ Νικολαΐδου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022) - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Η αγάπη είναι πυξίδα - Κέλλυ Νικολαΐδου (Λογοτεχνικό Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων 2022)



 

Η αγάπη είναι πυξίδα 

Η Αντιγόνη αναστέναξε. Σημειωτόν. Αυτή ήταν η κατάσταση στους  στολισμένους με πολύχρωμες γιρλάντες, αστέρια και  λαμπιόνια  δρόμους το διάστημα των εορτών. Πρώτη  - δευτέρα, στην καλύτερη περίπτωση,  και αναμονή για το επόμενο φανάρι. Δεν προχωρούσε τίποτα. Όπως ακριβώς και στη ζωή της, συλλογίστηκε με πίκρα.  Μάλωσε τον εαυτό της για τις αρνητικές  της σκέψεις. Ακόμα υπήρχε ελπίδα. Κατά τις δύο το μεσημέρι θα ήξερε…
Ένα μηχανάκι πέρασε ξυστά από τον καθρέφτη του Fiat  της. Ο μπροστινός της παραλίγο να τον χτυπήσει. Οι οδηγοί άρχισαν να διαπληκτίζονται  και η Αντιγόνη δυνάμωσε το ραδιόφωνο. 
«Η τραγωδία δεν έχει τέλος για τα τρίδυμα αγοράκια. Ένα μήνα μετά τον θάνατο των γονιών τους σε τροχαίο, η γιαγιά τους, στην οποία είχε ανατεθεί η κηδεμονία τους,  υπέστη εγκεφαλικό». 
Σφίχτηκε η καρδιά της. Την είχε γνωρίσει τη γιαγιά. Δωροθέα την έλεγαν και ήταν γλυκύτατη. Έμενε απέναντί της. Έπιαναν τυπικές συζητήσεις όποτε τύχαινε να συναντηθούν. Η Αντιγόνη της πήγαινε δοχεία με μέλι, σπιτικά κουλουράκια και μαρμελάδες, φτιαγμένα από τη μητέρα της,  και φρούτα, αφού ο Χάρης, ο άντρας της ψώνιζε πάντα πολύ περισσότερα από όσα μπορούσαν να καταναλώσουν οι δυο τους. 
Δεν την είχε συναντήσει καθόλου μετά το τραγικό συμβάν. Η γιαγιά είχε μετακομίσει στο σπίτι των μωρών και τώρα η Αντιγόνη μάθαινε για τον ξαφνικό θάνατό της.  Αναρωτήθηκε πού θα πήγαιναν αυτά τα μωρά. Σε κάποιο ίδρυμα; Θα χωρίζονταν; Θα έμεναν μαζί ώσπου μια οικογένεια να πάρει το ένα από τα τρία; Ανατρίχιασε. 
Στη δουλειά έφτασε με καθυστέρηση μιας ώρας. Αμέσως καταπιάστηκε με το νέο πρότζεκτ: ένα σλόγκαν για την εορταστική περίοδο. Είχαν ήδη ετοιμάσει τα απαραίτητα για όλες τις πρωτοκλασάτες εταιρείες που πλήρωναν αδρά. Αυτή ήταν μια εκκρεμότητα, προσφορά της διαφημιστικής τους στο ορφανοτροφείο, που προσπαθούσε να τραβήξει τα βλέμματα του κόσμου πάνω του. 
«Μελομακάρονο;» 
Η Μορφούλα, η καινούρια υπάλληλος,  ντυμένη ξωτικό των Χριστουγέννων, στεκόταν μπροστά της χαμογελαστή, κοιτάζοντάς την βαθιά μέσα στα μάτια. Η Αντιγόνη έκανε μια παύση. Πήρε το μελομακάρονο και το άφησε δίπλα στα χαρτιά της. 
«Καλημέρα, κορίτσι μου. Είσαι καλά;» της είπε ευγενικά. 
«Είμαι πολύ καλά!»
«Αυτό σου ανέθεσε ο Μεγάλος σήμερα;»
Ο Μεγάλος ήταν το αφεντικό. Κάθε τόσο προσλάμβανε μερικά νέα παιδιά για να μάθουν τη δουλειά γιατί πίστευε πολύ στο φρέσκο και το ανεπιτήδευτο. Ωστόσο, κανένας δεν ήθελε έναν μαθητευόμενο δίπλα του που θα τον καθυστερούσε να τρέξει στους ρυθμούς που απαιτούνταν. Κι έτσι, η πρόοδός τους ήταν τόσο αργή που στο τέλος έφευγαν μόνοι τους. 
«Ε, ναι!» είπε γελώντας. 
«Κάθισε δίπλα μου να δουλέψουμε μαζί σήμερα».
Η Αντιγόνη πληκτρολόγησε τη λέξη ορφανοτροφείο και αμέσως εμφανίστηκαν εικόνες από αντίστοιχα κτίρια, θλιμμένα παιδιά και ο ηθοποιός Θανάσης Βισκαδουράκης. Αυθόρμητα, άνοιξε τη σελίδα που μιλούσε για αυτόν. Διάβασε κάποια πράγματα για την παιδική του ηλικία και δάκρυσε.
«Δύσκολη η ζωή στο ορφανοτροφείο. Όλα τα παιδιά χρειάζονται μια οικογένεια» είπε η Μορφούλα. 
Η Αντιγόνη τα έχασε. Μα τι έκανε; Σέρφαρε στο διαδίκτυο στη δουλειά της και μάλιστα μπροστά στη Μορφούλα;  Οι ορμόνες της είχαν πάρει τον έλεγχο για άλλη μια φορά. Άλλαξε σελίδα και προχώρησε. 
«Συγνώμη. Λοιπόν, εδώ έχουμε το ίδρυμα  που επιθυμεί  να λάβει δωρεές. Ο στόχος είναι να βρούμε ένα σλόγκαν που να μπορεί να τραβήξει θετικά το ενδιαφέρον του κόσμου». 
Μετά από ώρες, οι δυο γυναίκες κατέληξαν πως έπρεπε να συνδυάσουν ένα  μήνυμα με εικόνες από χαρούμενα παιδιά, παιδιά που χαίρονταν το παιχνίδι, την αγκαλιά και το χάδι. 
«Αυτές τις γιορτές … δώσε μια αγκαλιά; Το έχουμε ξανακούσει» μονολόγησε η Αντιγόνη. 
«Μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα χάδι!» είπε η Μορφούλα. 
«Ναι αυτή είναι η ιδέα αλλά … έχει ειπωθεί πολλές φορές». 
«Κι αν το πούμε αλλιώς κι αφήσουμε την εικόνα να το εξηγήσει;»
«Είσαι καταπληκτική! Αυτό είναι!» είπε η Αντιγόνη και ξεκίνησε να δουλεύει πυρετωδώς. Κάθε λεπτό που περνούσε, ένιωθε όλο και πιο κοντά στον στόχο της. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένας μηχανισμός ισορροπίας μεταξύ λύπης και χαράς, σκοταδιού και φωτός, απόγνωσης και ελπίδας. 
Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ήδη δυόμιση. Σχημάτισε τον αριθμό με τρεμάμενα χέρια. Ένα, δύο, στο τρίτο χτύπημα απάντησε η γραμματέας. Ο κύριος Φιλιππόπουλος ήρθε στη γραμμή σχεδόν αμέσως. 
«Καλησπέρα. Έχουμε αποτελέσματα;» ρώτησε με αγωνία. 
«Δυστυχώς, και αυτή η προσπάθεια απέτυχε». 
Η Αντιγόνη έκλεισε το τηλέφωνο καταρρακωμένη. Ήταν η τρίτη εξωσωματική και οι αντοχές της είχαν τελειώσει. Εξάλλου, ούτε ο γιατρός της ενέκρινε τη συνέχισή τους. 
Ένιωσε το χέρι της Μορφούλας στον ώμο της.  Η παρουσία της ήταν τόσο διακριτική που  την είχε ξεχάσει. 
«Η αγάπη μπορεί να πάρει πολλές μορφές» της είπε και η Αντιγόνη έβαλε τα κλάματα. 
«Η αγάπη είναι πυξίδα. Θα σου δείξει τον δρόμο» συνέχισε αγκαλιάζοντάς την. Σιγά – σιγά,  η Αντιγόνη ηρέμησε, τα δάκρυα σταμάτησαν και στάθηκε στα πόδια της. Θα γύριζε σπίτι και θα συνέχιζε τη δουλειά από εκεί. 
Ο Χάρης ήρθε αργά το βράδυ και  ήταν απαρηγόρητος.  Το ένιωσε στο άγγιγμά του. 
«Πρέπει να προσέχουμε ο ένας τον άλλο» της είπε το βράδυ πριν κλείσουν τα μάτια. Η Αντιγόνη διάβασε τη συνέχεια της φράσης του: «γιατί θα μείνουμε μόνοι και δεν θα υπάρχει κανένας άλλος να το κάνει για εμάς». 
Αναστέναξε κι αποκοιμήθηκε. 
Τις επόμενες ημέρες άφησε τη δουλειά να απορροφήσει κάθε λεπτό του χρόνου της. Ήταν μια θεραπεία που είχε αποδειχτεί εξαιρετικά αποτελεσματική και στις δυο προηγούμενες απόπειρες εξωσωματικής. Αγνόησε κάποιες κλήσεις στο κινητό της και επέλεξε να κρατήσει για τον εαυτό της τα δυσάρεστα νέα της αποτυχημένης προσπάθειας. Δεν επικοινώνησε ούτε με τον άγνωστο αριθμό που της είχε κάνει πάνω από πέντε κλήσεις εκείνες τις ημέρες. 
Η Μορφούλα την επισκεπτόταν στο γραφείο της για να δει αν ήταν καλά, της πρόσφερε γλυκάκι κι έφευγε. Τώρα η  Αντιγόνη ετοιμαζόταν να παραδώσει το πρότζεκτ στον Μεγάλο.
«Πώς είσαι;»  ρώτησε η Μορφούλα. 
«Καλύτερα». 
«Χαίρομαι. Να θυμάσαι: η αγάπη είναι πυξίδα. Θα σου δείξει τον δρόμο» είπε κι έφυγε αμέσως.
Κάτι μέσα της σκίρτησε. Το δικό της σλόγκαν «Αυτές  τις γιορτές κάντε δώρα αξίας» μαζί με εικόνες από παιδιά σε ορφανοτροφείο ήταν φτωχό μπροστά σε αυτό της Μορφούλας. Αφού αυτά τα λόγια είχαν δράσει θεραπευτικά πάνω της, θα έστελναν δυνατό μήνυμα και στον υπόλοιπο κόσμο. 
Λίγο αργότερα, στο γραφείο του Μεγάλου, μπροστά στο στολισμένο ξύλινο καράβι   εξέθετε την ιδέα της με ενθουσιασμό. 
«Η αγάπη είναι πυξίδα. Θα σου δείξει τον δρόμο» του είπε και  εμφάνισε τις εικόνες που είχε ετοιμάσει. 
«Το ξέρεις ότι δεν πληρωνόμαστε για αυτή τη δουλειά, έτσι; Πάντως με τόσο πετυχημένα σλόγκαν, οι μετοχές μας ανεβαίνουν!» της είπε γελώντας. 
«Για να είμαι εντάξει, πρέπει να σου πω ότι αυτό το σλόγκαν το σκέφτηκε   η Μορφούλα, όχι εγώ». 
«Ποια είναι η Μορφούλα;»
«Η καινούρια κοπέλα που προσέλαβες». 
«Τι είναι αυτά που λες; Δεν έχω προσλάβει κανέναν το τελευταίο διάστημα».
«Για το κορίτσι που έχεις βάλει να κάνει το ξωτικό και να μας μοιράζει τα μελομακάρονα μιλάω!»
«Με κάνεις και ανησυχώ. Μήπως να πας να ξεκουραστείς;»
«Μα  τότε ποιο είναι το καινούριο κορίτσι που …»
Το ύφος του ήταν τόσο σοβαρό που η Αντιγόνη έκοψε τη φράση της στη μέση. Ξαφνικά, αισθάνθηκε  άβολα. Άρχισε να ιδρώνει και να ζαλίζεται, το στόμα της στέγνωσε, το πρόσωπό της πήρε φωτιά. Έφυγε από το γραφείο παραπαίοντας. Δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει. Κάθισε σε ένα καφέ εκεί κοντά. Μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά, χτύπησε το κινητό της. Ο ίδιος άγνωστος αριθμός. Απάντησε μπερδεμένη ακόμα. 
«Σας τηλεφωνώ από το γραφείο του συμβολαιογράφου Ελευθεριάδη. Είστε η κυρία Αντιγόνη Μωραΐτη του Στυλιανού;»
«Μάλιστα». 
«Σας καλούμε για να σας ενημερώσουμε σχετικά με τη διαθήκη της κυρίας Δωροθέας Σταύρου». 
«Της κυρίας Σταύρου; Δεν έχω κάποια συγγένεια μαζί της». 
«Ωστόσο σας αναφέρει στη διαθήκη της.  Θα ήταν σοφό  να έρθετε με τον σύζυγό σας από το γραφείο μας για να  σας εξηγήσουμε». 
Η Αντιγόνη έβαλε στην άκρη τις ανησυχίες της πως το μυαλό της είχε αρχίσει να την προδίδει κι αναρωτήθηκε για ποιο λόγο την είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη της η κυρία Δωροθέα.  Λογικά θα τα είχε αφήσει όλα στα τρίδυμα.  Ο Χάρης έδειξε λιγότερο ενδιαφέρον για τη διαθήκη αλλά την ακολούθησε στο συμβολαιογραφείο το επόμενο απόγευμα. 
Όλος ο τοίχος πίσω από το γραφείο του κυρίου Ελευθεριάδη ήταν γεμάτος μαύρες δερματόδετες  εγκυκλοπαίδειες. Τα πολύχρωμα φωτάκια γύρω από το ψηλό μεταλλικό πορτατίφ ήταν η μόνη εορταστική νότα στον λιτό χώρο.  Η Αντιγόνη και ο Χάρης κάθισαν στον  δερμάτινο καναπέ δίπλα στην τεράστια μπαλκονόπορτα και περίμεναν. 
Η γραμματέας τους πρόσφερε καφέ και ύστερα έδωσε τον φάκελο στον συμβολαιογράφο. Εκείνος φόρεσε τα γυαλιά πρεσβυωπίας και ξερόβηξε. 
«Η κυρία Δωροθέα Σταύρου διέμενε στην οδό Τριπόλεως 22 στη Φιλοθέη, στο ίδιο κτίριο όπου διαμένετε κι εσείς». 
«Σωστά» είπε ο Χάρης. 
Μετά από μια σειρά στοιχείων που επιβεβαιώθηκαν, ήρθε και το άνοιγμα της διαθήκης. Ο Ελευθεριάδης διάβασε ανέκφραστος το περιεχόμενό της, το οποίο αφορούσε αποκλειστικά το ζευγάρι. Η Αντιγόνη αντέδρασε πρώτη. 
«Είστε βέβαιος για αυτό που μας διαβάσατε; Εννοώ ότι δεν γνωριζόμασταν και τόσο καλά ώστε να μας έχει επιλέξει για κάτι …  τόσο ζωτικής σημασίας». 
«Τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς. Φυσικά δεν είστε υποχρεωμένοι να δεχτείτε την κληρονομιά. Εννοείται ότι αν αρνηθείτε το πρώτο σκέλος,  δεν θα μπορείτε να αποχτήσετε ούτε και τα σπίτια που σας αφήνει». 
«Τι περιθώριο έχουμε να απαντήσουμε;» ρώτησε ο Χάρης. 
«Ήδη τα μωρά φροντίζονται από κρατικό φορέα. Σύμφωνα με τη διαθήκη, το χρονικό όριο είναι ο μήνας».
«Και πώς ξέρουμε ότι δεν θα διεκδικήσει κάποιος άλλος τα παιδιά όταν μεγαλώσουν; Πώς θα …» ρώτησε η Αντιγόνη. 
«Από τη στιγμή που έχουμε την υπογραφή της νόμιμης κηδεμόνος, δεν μπορεί κανένας να σας πάρει τα μωρά…»
Το ίδιο βράδυ στο σπίτι η Αντιγόνη αναρωτιόταν αν θα ήταν υπεύθυνο από μέρους της να αναλάβει τρία μωρά μετά από τις παραισθήσεις που είχε στο γραφείο. Είχε τρομάξει με τον εαυτό της και δεν σκόπευε να ρισκάρει τη ζωή τριών μωρών μόνο και μόνο για να σβήσει τη δίψα της για παιδί. Ίσως έπρεπε να συμβουλευτεί πρώτα έναν γιατρό και μετά να πάρει απόφαση. 
«Δεν σου φαίνεται παράξενο να διαλέξει εσένα η γιαγιά;» είπε ο Χάρης καθώς σέρβιρε το φαγητό. 
«Δεν μπορώ να ξέρω τι σκεφτόταν. Γνώριζε πως δεν είχαμε παιδιά αλλά ποτέ δεν έκανα συζήτηση μαζί της για το θέμα. Οι σχέσεις μας ήταν τυπικές. Ξέρεις, την επισκεπτόμουν όποτε είχα κάτι να της δώσω». 
«Μάλιστα …» 
«Χάρη … πώς νιώθεις για αυτό; Θα ήσουν διατεθειμένος να κάνεις μια τόσο μεγάλη αλλαγή στη ζωή σου;»
«Προς το παρόν, με απασχολούν τα νομικά θέματα. Θα ήθελα να μιλήσω με τον Φώτη, γιατί παρά τις διαβεβαιώσεις του Ελευθεριάδη μπορεί κάτι να μην είναι νόμιμο». Ο Φώτης ήταν δικηγόρος και θα μπορούσε να τους βοηθήσει. 
«Καλά λες αλλά … αν όλα είναι καλά, πώς σου φαίνεται; Θα μπορούσες …»
«Δεν θέλω να απογοητευτούμε. Ας βεβαιωθούμε πρώτα». 
«Εντάξει λοιπόν. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Στη δουλειά … μου συνέβη κάτι περίεργο». 
«Τι εννοείς;»
Η Αντιγόνη του περιέγραψε την εμπειρία της όσο πιο ανάλαφρα γινόταν. Ωστόσο κατάλαβε ότι τα λόγια της τον τάραξαν. 
«Θα ήσουν κουρασμένη». 
Η Αντιγόνη έβαλε τα γέλια και ο Χάρης της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. 
«Τι θέλεις να σου πω;»
«Λες να φταίνε οι εξωσωματικές;»
«Μπορεί. Ας φάμε».
 Σέρβιρε κρασί στα ποτήρια τους και ύστερα άναψε τηλεόραση. Αυτή η συνήθειά του την ενοχλούσε. Ήθελε να μιλάνε στο τραπέζι και όχι να χάνονται σε θλιβερές ειδήσεις. Τότε την είδε.  Άρπαξε το χειριστήριο και  δυνάμωσε  την ένταση. 
«Η Μορφούλα Σταύρου και ο Βαγγέλης Καραστάθης έσβησαν στην άσφαλτο αφήνοντας τα τρία νεογέννητα μωρά τους μόνα. Αμέσως ανέλαβε την κηδεμονία τους η γιαγιά Δωροθέα Σταύρου αφού δεν υπήρχε κανένας άλλος συγγενής εν ζωή. Έναν μήνα αργότερα …»
«Δεν είναι δυνατόν!» αναφώνησε η Αντιγόνη αφήνοντας το κορμί της να πέσει βαρύ στην καρέκλα. 
«Είσαι καλά;» 
Ο Χάρης της έφερε ένα ποτήρι νερό. Έβρεξε τον λαιμό  και το μέτωπό της παίρνοντας βαθιές ανάσες.  Η Μορφούλα, ο  άντρας της και τα τρία τους μωρά συνέχιζαν να εμφανίζονται  σε διάφορες φωτογραφίες.
«Αυτή είναι» του είπε. 
«Ποια αυτή;»
«Η Μορφούλα. Μας διάλεξε. Τα μωρά είναι δικά μας γιατί … η αγάπη είναι πυξίδα. Θα σου δείξει τον δρόμο» του είπε πέφτοντας στην αγκαλιά του. 


Κέλλυ Νικολαΐδου 








2 σχόλια:

Περιμένουμε τις απόψεις σας!