Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Γιώργο Πολυμενάκο - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Γιώργο Πολυμενάκο - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ



Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 5ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2021 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.

Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον λογοτέχνη, Γιώργο Πολυμενάκο, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΠΟΛΥΜΕΝΑΚΟ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Η λογοτεχνία οφείλει να είναι η προσπάθεια αποτύπωσης κάποιων διαστάσεων της πραγματικότητας πέρα από τις προφανείς.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Ψυχαγωγία, με τη βαθιά σημασία της λέξης.

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Δεν είμαι βέβαιος αν η θέση της ποίησης στις ζωές των ανθρώπων έχει υποβαθμιστεί περισσότερο τα τελευταία χρόνια απ’ ότι παλαιότερα. Πάντοτε, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν καθόλου εύκολο, να φτάσει η ποίηση σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, στη χώρα μας τουλάχιστον. Όποτε συνέβη κάτι τέτοιο οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη μελοποίηση της ποίησης. 
Το μέλλον της ποίησης εξαρτάται από τους ποιητές (ευτυχώς) και από εκείνους που παριστάνουν τους ποιητές (δυστυχώς).

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Η ποίηση, όταν τη γράφω είναι η απόλυτη πρόκληση και όταν την διαβάζω είναι η ύψιστη απόλαυση.

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Ξεκίνησα στα δεκαεπτά μου χρόνια όταν με αυτόν τρόπο προσπάθησα να επικοινωνήσω με μιαν όμορφη συμμαθήτριά μου (η οποία έγραφε ποιήματα).

6. Γιατί γράφετε;

Είναι ένας από τους ελάχιστους τρόπους που έχω βρει για να προσδώσω κάποιο νόημα στην ύπαρξή μου.

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Αυτά που βλέπω γύρω μου (και η προέκτασή τους μέσα στο μυαλό μου).

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Εσχάτως με την πεζογραφία. Παλαιότερα με τους στίχους και κάποια λίγα, πολύ λίγα ποιήματα γιατί όπως είπα και πριν θεωρώ την ποίηση ως την απόλυτη πρόκληση.

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Έχω γράψει πολλά τραγούδια τα οποία έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει εξαιρετικοί άνθρωποι οι οποίοι τίμησαν με το ταλέντο τους τις λέξεις που τους έδωσα. Κάποια από αυτά τα τραγούδια αγαπήθηκαν στον καιρό τους, κάποια τραγουδιούνται ακόμη και ίσως ένα-δύο επιζήσουν περισσότερο κι από μένα τον ίδιο.
Τα λιγοστά μου ποιήματα έχουν κάνει το βλέμμα των φίλων μου να σκοτεινιάσει και τα μάτια κάποιων κοριτσιών να βουρκώσουν. 
Το βιβλίο που δημοσιοποίησα πρόσφατα (σε πεζό λόγο) έκανε πολλούς που το διάβασαν να χαμογελάσουν και αμέσως μετά το χαμόγελο αυτό να παγώσει πάνω στα χείλη τους.
Τα αναφέρω όλα αυτά με απροκάλυπτο καμάρι γιατί είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω επιτύχει στη ζωή μου.

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο: «Ιστορίες από την άλλη όχθη». 

Οι ιστορίες αυτές είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο και πολλές φορές, μέσα στις ιστορίες αυτές, εκτίθεμαι, ξεγυμνώνω τον εαυτό μου σε δημόσια θέα. Ήταν δύσκολη απόφαση αυτή αλλά την πήρα σχετικά εύκολα. Έδωσα μια συμβουλή στον εαυτό μου: αν νομίζεις ότι έχεις κάτι να πεις, πες το – μην το εξωραΐζεις, μην το καλλωπίζεις.

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Λόγω συνεχούς και απαιτητικής εργασίας από νεανική ηλικία (άσχετης με την λογοτεχνία) δεν έχω την πολυτέλεια να έχω αγαπημένη ώρα. Οποιαδήποτε ελεύθερη ώρα είναι δυνάμει αγαπημένη.

12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Ακόμη πιο δύσκολη, απ’ ότι πριν.

13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Πλεονασματική, χαοτική.

14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Να συντονιστεί με τα όποια «γούστα» της εποχής και να υποστηριχθεί με το κατάλληλο μάρκετινγκ.

15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Το έντυπο. Είναι δύσκολο στη μεταφορά του αλλά όλα τα όμορφα πράγματα έχουν τη δυσκολία τους. Το μειονέκτημα που έχουν τα ηλεκτρονικά βιβλία είναι ότι δεν μπορείς να τα βάλεις σε μια πραγματική βιβλιοθήκη και, σε κάποιες δύσκολες στιγμές, να μπορείς να ξεκουράσεις το βλέμμα σου πάνω στις ράχες τους.

16.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να διαβάζει πολύ και να έχει το θάρρος να συγκρίνει (με ειλικρίνεια) τα δικά του γραπτά με τα γραπτά των αγαπημένων του λογοτεχνών. 

17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

«Καθεδρικός Ναός» του Ρέιμοντ Κάρβερ. 

18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Φραντς Κάφκα, Άρθουρ Κέσλερ, Ντίνο Μπουτζάτι, Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

«Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, τα ερωτικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Το μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίσλερ, «Οι Γνωστικοί» του Ζακ Λακαριέρ, «Ο αφρός των ημερών» του Πασκάλ Μπρυκνέρ.

20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα που η πλοκή του διαδραματίζεται σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον. Σε αυτό το βιβλίο προσπάθησα να συνδυάσω, σε κάποια σημεία, τον πεζό με τον ποιητικό λόγο. Δεν έχει εκδοθεί ακόμη στα Ελληνικά αλλά μεταφράζεται ήδη και στα Αγγλικά.



*     *     *


ΠΑΝΟΠΛΟΙ
(του Γιώργου Πολυμενάκου)

Αργά, πολύ αργά τη νύχτα,
οι δρόμοι επιτέλους αδειάζουν.
Απομένουν μονάχα
οι μεθυσμένοι οδηγοί
και τα γνώριμα ερπετά,
κάτω από τα φεγγάρια
του δημοτικού φωτισμού-

τότε

διαλέγουμε
την κατάλληλη στιγμή
ανάμεσα στα περάσματα
των περιπόλων
και κάνουμε την εμφάνιση μας

πάνοπλοι:

ανεμίζοντας
τα αυτόματα των κραυγών,

απασφαλίζοντας
τα περίστροφα της γιορτής,

κραδαίνοντας
τα σπαθιά της αϋπνίας.

Απολαμβάνοντας
τη μικρή χαρά,
ότι, αν μη τι άλλο,
διαταράξαμε
την κοινή ησυχία…






ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ
(του Γιώργου Πολυμενάκου)


Που βρίσκεις αλήθεια το θάρρος
και τριγυρνάς
σ' όλες τις γωνιές του δωμάτιου
και καθώς μου μιλάς
τα χέρια σου ανιχνεύουν
όλα τα αντικείμενα:
Το μικρό ξυπνητήρι
με το ρυθμικό χτύπημα του
που στιγματίζει αποφασιστικά
την απώλεια των δευτερολέπτων και των λέξεων.
το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες
που αναδίνουν τη μεταλλικότητα
των τεχνητών στιγμιοτύπων
κι εκείνες τις καρτ-ποστάλ
που δηλώνουν μονάχα
την έλλειψη δικαιώματος
στη διάχυτη ανάμνηση
Που βρίσκεις αλήθεια το θάρρος
και κινείσαι αδιάφορα σχεδόν
εδώ
όπου όλα φωνάζουν
ότι η κίνηση είναι φθορά
και η αδιαφορία προσβολή
στην κυριαρχικότητα
της συγκατάβασης
της ακινησίας
της εξουσίας των αντικειμένων.

Που βρίσκεις αλήθεια το θάρρος;
Εγώ πάντα φοβάμαι εδώ.
Μου είναι όλα τόσο γνώριμα
και γι' αυτό απόλυτα εχθρικά
και στέκομαι ακίνητος
ώρες ολόκληρες
γεμάτος υποψία
στην προσπάθεια των αντικειμένων
να με καθησυχάσουν
να με συγκρατήσουν εδώ
να με προφυλάξουν
να με αποκλείσουν

από τις συμπαντικές ανακατατάξεις
που γίνονται ίσως
πίσω απ' αυτούς τους τοίχους
που απελευθερώνονται καθώς υποψιάζομαι
δυνάμεις πρωτόγνωρες
και οι συγκρούσεις των στοιχείων
συνεχίζονται ακατάπαυστα
υπόγεια
πως συνθλίβονται ίσως
μορφές μυριόχρονα υπαρκτές
και γκρεμίζονται τείχη
και σφάζονται φρουρές
από πρωτοφανέρωτους συνωμότες
και η θλίψη διαχέεται ισότιμα
σ' όλες τις αντένες
εκεί
Εδώ το ρολόι δεν σταματά ποτέ
αν και το αφήνω μέρες ολόκληρες ακούρδιστο
και οι σκιές πάντα στο ίδιο φως
ξέχωρες από τα αντικείμενα
τίποτε δεν συγχέεται
όλα αγρυπνούν
με παρατηρούν σε κάθε μου κίνηση
εδώ
η παρουσία τους αποκλείει την απόδραση
τη διαφυγή της σκέψης σ' άλλα επίπεδα
εδώ
μένω μόνο με το ίσως εκεί
εδώ
ακινησία και αταραξία
γιατί ξέρουν
πως ουσιαστικά έχω συμμαχήσει
πως η έχθρα μου είναι συμμετοχή
στην ιεροτελεστία του σφαγιασμού
χωρίς δημίους, χωρίς αίμα
εδώ.



Ο ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ
(του Γιώργου Πολυμενάκου)


(Μανιάτικα, Πειραιάς, 1964)

«Στο πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, την “Γένεση”,  δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι πρωτόπλαστοι έφαγαν το απαγορευμένο μήλο και έχασαν τον Παράδεισο.
Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι απλώς “καρπός”:
Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό.
Κατά δεν την ημέρα  κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”. (Γεν. 2,17)
Όμως η εικόνα της Εύας που προσφέρει ένα μήλο στον Αδάμ, έχει επικρατήσει παγκοσμίως.
Σύμφωνα με μία από τις επικρατέστερες θεωρίες, το μήλο χρησιμοποιήθηκε επειδή η λατινική λέξη για το κακό, δηλαδή “malum”, σημαίνει και μήλο.
Επομένως ήταν ένας γρήγορος και εύκολος συνειρμός για τους πρώτους Χριστιανούς.
Υπήρχε άλλωστε και η ιστορία του Πάρη απ’ την Τροία, που έδωσε ένα χρυσό μήλο στην πιο όμορφη Θεά, οπότε το φρούτο αυτό ήδη αντιπροσώπευε τον πειρασμό.
Στη δική μου περίπτωση, το μήλο  ήταν μικρό αλλά ο πειρασμός ήταν μεγάλος.
Για πολλούς και διάφορους λόγους.
Πρωτίστως όμως διότι το μήλο ήταν  μικρό μεν (φιρίκι)  αλλά ήταν καραμελωμένο δε.
Καραμελωμένο εξαίσια.
Το δάγκωνες και μια μολότοφ γλύκας έσκαγε καταμεσής στο κέντρο της ύπαρξής σου.
Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν σε μένα που ήμουν πεντέμισι χρόνων παιδάκι  και το πιο γλυκό πράγμα που είχα γευτεί μέχρι τότε ήταν λίγη ζάχαρη πάνω σε μια φέτα ψωμί, νοτισμένη με νερό (συνήθως) ή με λάδι (σπανίως).
Αλλά αυτό με τη ζάχαρη μην νομίσετε ότι συνέβαινε συχνά. Καθόλου μα καθόλου συχνά για την ακρίβεια.
Πιο συνηθισμένο (και ασμένως  καλοδεχούμενο) εξτραδάκι, στην ανύπαρκτη ποικιλία της καθημερινής μoου διατροφής (ποικιλία του τύπου μακαρόνια χωρίς κιμά, πατάτες τηγανιτές και πάλι μακαρόνια, πάλι χωρίς κιμά) ήταν μια φέτα ζεστό ψωμί, κάθε μεσημέρι που πήγαινα στο φούρνο της γειτονιάς 
για να αγοράσω μια φρατζόλα του μισού κιλού και επειδή τότε το μισό κιλό έπρεπε να είναι μισό κιλό ακριβώς (όχι όπως τώρα στον Καινούργιο μας Θαυμαστό Κόσμο όπου η φρατζόλα του μισού κιλού είναι με το ζόρι διακόσια πενήντα γραμμάρια), η χοντρή φουρνάρισα ζύγιζε τη φρατζόλα και, υπό το άγρυπνο βλέμμα μου (ήμουν  πεντέμισι χρόνων αλλά είχα μάθει τους αριθμούς και το ζύγισμα του ψωμιού άριστα – απαραίτητες δεξιότητες επιβίωσης βλέπετε), έκοβε μια επιπλέον φέτα για να συμπληρώσει  τα γραμμάρια που έλειπαν.
Την περί ης ο λόγος ζεστή φέτα ψωμιού μην φανταστείτε ότι την καταβρόχθιζα με τη μία λόγω της πείνας που με έδερνε (με έδερνε στην κυριολεξία -με δυνατές κλωτσιές στο στομάχι και το μυαλό-).
Όχι, δεν την έτρωγα με τη μία. Αντίθετα, την έτρωγα αργά, όσο πιο αργά μου επέτρεπε η αδημονία 
που είχα για την επόμενη μικρή, ζεστή, γλυκιά μπουκιά καθώς κατέβαινα τα πολλά και απότομα σκαλοπάτια της μεγάλης τσιμεντένιας σκάλας που κατέληγε τριάντα μέτρα πιο χαμηλά, στο επίπεδο της γειτονιάς μας.
Γιατί η δική μας γειτονιά δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνο της υπόλοιπης φτωχικής συνοικίας.
Ήταν πιο κάτω. 
Γι’ αυτό και η γειτονιά μας λεγόταν Γούβα.
Η συνοικία ήταν φτωχική, στον πάτο της κοινωνικής κλίμακας. 
Αλλά η δική μας γειτονιά ήταν ένα ακόμη επίπεδο πιο κάτω.
 Ήταν μια λακούβα στο χώμα της φτώχειας. 
Μία από τις προφανείς επιπτώσεις τού να ζει κανείς μέσα μια λακούβα είναι πως όταν βρέχει 
εκεί ακριβώς μαζεύονται τα νερά. Και λιμνάζουν.
Με αποτέλεσμα, από τις αρχές του φθινοπώρου μέχρι και το τέλος της άνοιξης να μην ζεις σε λακούβα αλλά σε κάτι σαν αστικό έλος.
Δηλαδή, με πιο απλά λόγια , να ζεις μέσα στο βούρκο. 
Όταν ζεις μέσα σ’ ένα βούρκο πρέπει να προσέχεις που πατάς. Προφανώς.
Αλλά όταν είσαι παιδί έχεις ανάγκη να παίξεις. Ξανά προφανώς. 
Αλλά μικρό παιδί όντας δεν προσέχεις ούτε που πατάς ούτε που τρέχεις. Και πάλι προφανώς. 
Και πέφτεις κάτω. Και λασπώνεσαι. Από μια λάσπη βουρκώδη (δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια λέξη) 
και τρως της χρονιάς σου. 
Προφανέστατα.
Εκεί μέναμε λοιπόν. Στη Γούβα. Με όλες τις προφανείς συνέπειες.
Αλλά, για να μη γινόμαστε και πολύ μελοδραματικοί, οφείλω να ομολογήσω ότι, ακόμα και στη Γούβα, συνέβαιναν καμιά φορά εξαιρετικά πράγματα.
Το εξαιρετικότερο όλων δεν ήταν πράγμα.
Ήταν πλάσμα.
Ο Μηλαράκιας.
Δεν τον αποκαλούσαμε εμείς τα παιδιά της γειτονιάς έτσι. Εκείνος απέδιδε στον εαυτό του αυτό το όνομα, κάθε Κυριακή πρωί που διέσχιζε τα χωμάτινα δρομάκια της Γούβας φωνάζοντας:
Ο, Μηλαράκιας!
Ο, Μηλαράκιας!!
Ο, Μηλαράκιας. !!!
Τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά, τόσα χρόνια μετά, συνειδητοποιώ πόσο σοφή και προχώ  (από πλευράς μάρκετινγκ), πόσο θεατράλε (από πλευράς καλλιτεχνικής), ήταν αυτή του η προσέγγιση.
Και εξηγούμαι:
Από πλευράς μάρκετινγκ, τι πιο επιτυχημένο από το να έχεις ένα όνομα το οποίο  παραπέμπει 
απ’ ευθείας, και όχι συνειρμικά, στο προϊόν σου;
 Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν χρειαζόταν να πει τι πουλάει. Ήταν ολοφάνερο: Μηλαράκια!
Από πλευράς καλλιτεχνικής, τι πιο άρτιο, από ένα μήνυμα σαφές, λακωνικό - στην ουσία μια λέξη και μόνο. Διότι, η άλλη λέξη, το «Ο» δεν του χρησίμευε ως λέξη αλλά ως φώνημα έμφασης:
«Ο, Μηλαράκιας. !!!». Ο, Μηλαράκιας. Ο Ένας. Ο Μοναδικός. Ο Αυθεντικός.
Την σήμερον ημέρα για να επιτύχεις κάτι ανάλογο πρέπει να μισθώσεις, έναντι αδρής αμοιβής, συμβούλους με πομπώδεις εξειδικεύσεις και ασαφείς περγαμηνές.
Αλλά ο Μηλαράκιας δεν είχε ανάγκη τέτοιου είδους υπηρεσίες. Ο Μηλαράκιας δεν ήταν έμπορος. 
Ο Μηλαράκιας, στο παιδικό μας μυαλό, ήταν μύθος.
 Ήταν ο Προμηθευτής που έρχεται από την  Άλλη Πλευρά. Από τη Γλυκιά Όχθη της ζωής. 
Δεν έμπαινε καν στον κόπο να διαλαλήσει την τιμή του εμπορεύματος (ένα πενηνταράκι, το ήξεραν όλα τα παιδιά). Διότι δεν ήταν εμπόρευμα. 
Ήταν ένα μικρό, κατακόκκινο θαύμα. 
Ένας μικρός, λαχταριστός καρπός.
Αλλά, τις περισσότερες φορές, ένας Απαγορευμένος Καρπός.
Όχι απαγορευμένος για λόγους φιλοσοφικούς ή μυστικιστικούς, όπως το μήλο της Εύας.
Ήταν απαγορευμένος για λόγους οικονομικούς.
Διότι ένα πενηνταράκι, μπορεί να έχει πολύ μεγάλη αξία. Ανάλογα με τις συνθήκες.
Και, στις υπό εξέταση συνθήκες, είχε πολύ μεγάλη αξία.
Το είχαν κάνει ξεκάθαρο. Και ο πατέρας και η μητέρα.
Έτσι λοιπόν, κάθε Κυριακή πρωί είχαμε επανάληψη ενός μικρού οικογενειακού δράματος, με άδοξο τέλος:
Θερμές παιδικές ικεσίες από την πλευρά μου, σταθερή και πεισματική άρνηση από την πλευρά των ενηλίκων (των γονιών μου). Για ένα πενηνταράκι. Μάλιστα, για ένα πενηνταράκι.
Αλλά, ξαφνικά, μια Κυριακή, μια τυχαία Κυριακή, ω του θαύματος,
(είπαμε, ακόμα και στον βούρκο συμβαίνουν καμιά φορά εξαιρετικά πράγματα) το πενηνταράκι άλλαξε χέρια.
Και βρέθηκε στα δικά μου. Ένα ολόκληρο πενηνταράκι.
Αναρωτιέμαι τώρα, τι το ιδιαίτερο να είχε άραγε εκείνη η συγκεκριμένη Κυριακή, το οποίο επέτρεψε στο Εξαιρετικό να συμβεί;
Μάλλον τίποτε το ιδιαίτερο. Μπορεί απλώς, εκείνη την Κυριακή να θυμήθηκαν οι γονείς μου ότι ήταν Κυριακή. Δηλαδή μια μέρα ανάπαυσης και χαράς. Μια μέρα ιδιαίτερη. Ίσως.
Αλλά όταν το κατ’ εξαίρεση συμβαίνει δεν πρέπει να κάθεσαι να αναρωτιέσαι το πώς και το γιατί.
Πρέπει να το ακολουθήσεις. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Τρέχοντας.
Τα μικρά παιδιά το ξέρουν αυτό. Το ήξερα κι εγώ. 
Οπότε ακολούθησα τη φωνή τού Μηλαράκια που απομακρυνόταν, τρέχοντας.
Μέσα από τον δαίδαλο (έτσι μού φαινόταν τότε) των χωμάτινων δρόμων  της γειτονιάς.
Έτρεχα, έτρεχα να τον προφτάσω (είχα στην τσέπη το πολυπόθητο πενηνταράκι) αλλά για κάποιο παράξενο λόγο 
(ίσως γιατί δεν αρκεί να έχεις το αντίτιμο αυτού που με τόση λαχτάρα θέλεις να αποχτήσεις – το αντίτιμο και η λαχτάρα είναι έννοιες μάλλον αντίθετες -), 
η φωνή αντί να πλησιάζει, όλο και απομακρυνόταν.
Μέχρι που έσβησε, χάθηκε εντελώς.
Και συνειδητοποίησα ότι είχα χαθεί κι εγώ, ακολουθώντας την.
Και κάθησα χάμω. Και έκλαψα πικρά.
Για πολλή ώρα. Απαρηγόρητος. Απελπισμένος.
Ακολούθησα τη φωνή και έχασα το σπίτι μου.
Ακολούθησα τη φωνή και έχασα τη σιγουριά.
Αλλά εκείνη τη συγκεκριμένη φορά (και μόνο στη ζωή μου) ένα χέρι απλώθηκε προς το μέρος μου, 
με σήκωσε, με ανέβασε ένα επίπεδο ψηλότερα (σε κάποια ταράτσα προφανώς), με προέτρεψε να κοιτάξω τριγύρω και με βοήθησε να βρω τον δρόμο μου (εκείνη τη φορά προς το σπίτι των γονιών μου).
Εκείνη την συγκεκριμένη φορά και μόνο.



*     *     *





ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΑΚΟΥ

Ο Γιώργος Πολυμενάκος γεννήθηκε στο Γύθειο το 1959.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά και στο Πέραμα.
Γράφει ποίηση από το 1979 και στίχους από το 1985.
Τραγούδια του («Χειμωνιάτικα μπαρ», «Παραισθήσεις», «Ο τόπος που μεγάλωσα») και άλλα πολλά, έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει διάφοροι Έλληνες καλλιτέχνες.
Έχει δημιουργήσει μαζί με τον Αλέξανδρο Ιωαννίδη το μουσικό ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας 
«Το Τελευταίο Πέρασμα» που είναι συνδυασμός ποιητικού λόγου, μουσικής, στίχων και εικόνας (2013, FM RECORDS, CD+DVD). 
Τον Δεκέμβριο του 2019 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες από την άλλη όχθη» από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ. 
Τον Δεκέμβριο του 2020 το διήγημά του «Γουχάν, Τικόπια, Αθήνα» διακρίθηκε ως ένα από τα πέντε καλύτερα του διαγωνισμού «Πεζογραφία δωματίου ή Ημέρες Εγκλεισμού» των εκδόσεων ΚΙΧΛΗ. 
Σήμερα ζει στο Πέραμα και εργάζεται στην Αθήνα ως υπεύθυνος έργων Πληροφορικής.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Εναλλάξ - Κόντρα (FM Records, 1986)
  2. Εκείνος + Εκείνος (MINOS EMI, 1991)
  3. Εκείνος + Εκείνος -  Άλλη μια φορά (FM Records, 1993) - Χρυσός δίσκος
  4. Μιχάλης Κουμπιός - Ζωγραφιστά τραγούδια (ΜΒΙ 1993)
  5. Εκείνος + Εκείνος -  Καινούργιος κόσμος (FM Records, 1995)
  6. Μιχάλης Νικολούδης - Αιολία (LIBRA Music, 1995) - Πλατινένιος δίσκος
  7. Ηλίας Κλωναρίδης - Χοροί της νύχτας (ALFA MI Records 1995)
  8. Άγγελος Αγγουράκης - Χειριστές των ασυρμάτων (FM Records, 1997)
  9. Εκείνος + Εκείνος -  Στη θάλασσα του Χρόνου (FM Records, 1998)
  10. Εκείνος + Εκείνος -  Άνθρωποι και Άγγελοι (FM Records, 1998)
  11. The Rough Guide to the Music of Greece - Ο Τόπος (World Music Network, 2001)
  12. Εκείνος + Εκείνος -  Στο φως άλλης μιας μέρας  (Planet, 2002)
  13. Πέτρος Συνοδινός - Αλλαγή θερμοκρασίας (LYRA, 2003)
  14. Greece, A Musical Odyssey - Πίνω, πίνω (Putumayo, 2004)
  15. Καίτη Κουλιά - Από τη μέση κράτα με (Polymusic, 2007)
  16. Μιχάλης Νικολούδης - Αιολία 2 (Polymusic, 2008)
  17. Σαββέρια Μαργιολά - Πράξη Πρώτη (SONY MUSIC, 2010)
  18. Το Τελευταίο Πέρασμα - Μουσική ταινία μεγάλου μήκους (FM Records, 2013,    CD & DVD)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!