Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Αννίτα Πιτσιδιανάκη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Αννίτα Πιτσιδιανάκη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ



Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 5ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2021 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.

Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Αννίτα Πιτσιδιανάκη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΙΤΑ ΠΙΤΣΙΔΙΑΝΑΚΗ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Η Λογοτεχνία είναι ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά επιτεύγματα που κατόρθωσε ο άνθρωπος στον τομέα της τέχνης, όταν κατάφερε να δημιουργήσει πλέκοντας τη δεξιοτεχνία του λόγου, το συναίσθημα, τη φαντασία, τα πάθη και τις εμπειρίες του  με την στόφα της ψυχής του και τα απόκρυφα κομμάτια του είναι του.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Ένα εξαιρετικό ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας, του ονείρου, της πνευματικής χαλάρωσης, της ψυχικής απόλαυσης, αλλά και νυγμούς για προβληματισμό,  φιλοσοφία, και προσωπική εξέλιξη και ανέλιξη.

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Πιστεύω ότι οφείλεται στον σημερινό τρόπο ζωής. Ζούμε σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, που πάρα πολλά πράγματα έχουν αντικατασταθεί από την τεχνολογία και τα εργαλεία της. Ο κόσμος δεν διαβάζει πλέον εύκολα κάτι που απαιτεί χρόνο, προβληματισμό και σκέψη. Προτιμά την γρήγορη και εύκολη πληροφόρηση που του προσφέρει η τηλεόραση, το διαδίκτυο και τα άλλα μέσα. Προτιμά επίσης να περνά τις ελεύθερες ώρες του με πιο «ανάλαφρους» τρόπους που θα τον αποφορτίσουν από το στρες της ημέρας, θα τον χαλαρώσουν και θα τον διασκεδάσουν εύκολα και γρήγορα για να καταφέρει να αντιμετωπίσει τους απαιτητικούς και εξαντλητικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Η ποίηση είναι ίσως το πιο «βαρύ» και πιο δύσκολο κομμάτι της λογοτεχνίας και πρέπει να σου αρέσει πραγματικά, να μιλάει μέσα σου, να καλύπτει ανάγκες της ψυχής σου για της αφιερώσεις χρόνο. Όσον αφορά το μέλλον της ποίησης φοβάμαι ότι θα φανώ απαισιόδοξη. Οι πιστοί της αναγνώστες νομίζω ότι θα μειώνονται και θα είναι λίγοι αλλά καλοί!
 
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Την ποίηση την λατρεύω! Ποίηση είναι να αδειάζεις όλες τις τσέπες σου  από τα καλούδια που σου πρόσφερε η ζωή σαν εμπειρίες, από όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα, όλες τις ευαισθησίες σου, όλη την ομορφιά ή τις πληγές της ψυχής σου και να τα βάζεις στη χούφτα του αναγνώστη σου, επιτρέποντάς του να τα διαχειριστεί εκείνος όπως νιώθει.

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Με την λογοτεχνία ασχολούμαι από την εφηβική μου ηλικία. Τότε έγραψα τα πρώτα μου ποιήματα, το πρώτο μου διήγημα. Ο λόγος που με προέτρεψε ήταν η επιτακτική ανάγκη μου να εκφραστώ και να καταθέσω  όλα όσα ένιωθα ή σκεπτόμουν. Μέσα από την λογοτεχνία εκτονωνόμουν, ξέσπαγα, λυτρωνόμουν από τα πάθη μου, τον πόνο, τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τα φουρτουνιασμένα ή γαλήνια συναισθήματα! Εκεί τα έλεγα όλα, όπως πραγματικά τα ένιωθα. Ήταν το άσυλό μου, η ψυχοθεραπεία μου αλλά και η έκφραση των προβληματισμών, των σκέψεων, ή όποιας ομορφιάς εισέπραττα ή ένιωθα στην ψυχή μου.

6. Γιατί γράφετε;

Για να εκφραστώ, να ελευθερωθώ, να λυτρωθώ και να επικοινωνήσω με τους συνανθρώπους μου.

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Τα πάντα. Η ζωή, ο άνθρωπος, η φύση, ένα γεγονός, η χαρά, η αδικία, ο φόβος, ο πόνος, τα συναισθήματα, οι αξίες στη ζωή μας, όλα όσα μπορούν να αγγίξουν την ανθρώπινη ψυχή!

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Με την ποίηση, γιατί όπως προανέφερα την λατρεύω!

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου από την εφηβική μου ηλικία και μετά γράφω με κάποια μικρά διαλείμματα. Γράφω περισσότερο ποίηση και διηγήματα και έχω εκδώσει  ένα βιβλίο με το μυθιστόρημα «Η γυναίκα του πάρκου». Παράλληλα έχω συμμετάσχει στην έκδοση δύο ομαδικών ποιητικών συλλογών.  Έχω βραβευτεί πολλές φορές σε Παγκρήτιους και Πανελλήνιους διαγωνισμούς και έχω λάβει τιμητικές και άλλες διακρίσεις  από Λογοτεχνικούς Συλλόγους. Τα ποιήματά μου εκφράζουν συνήθως συναισθήματα, ότι αναστατώνει ή χαρίζει ομορφιά στην ψυχή μου, προβληματισμούς προσωπικούς, κοινωνικούς και πανανθρώπινους, αξίες, φιλοσοφημένες σκέψεις και ότι μπορεί να προσφέρει πνευματικότητα και ανέλιξη στον άνθρωπο. Τα διηγήματά μου ξετυλίγουν μνήμες, υπερβατικές αναζητήσεις, δεσμούς και σχέσεις που αποτελούν σταθμό στη ζωή μας. Τα έργα μου, σύμφωνα με δημοσιευμένες κριτικές, χαρακτηρίζονται από   έντονο συναίσθημα,  νοσταλγία,  αγάπη για τον άνθρωπο, πάθος για τον έρωτα, λυρισμό, γλαφυρές περιγραφές και εικόνες. Αναδεικνύουν το ιδιαίτερο, το ασυνήθιστο, το ανεκπλήρωτο και προβάλλουν θέματα που εστιάζουν στην αέναη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον έρωτα και τη ζωή.

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο: «Η γυναίκα του πάρκου».

Θεωρώ ότι το δυνατότερο και ωραιότερο συναίσθημα στη ζωή του ανθρώπου μετά την αγάπη είναι ο έρωτας. Για αυτό και το βιβλίο μου, το οποίο είναι αυτοέκδοση,  είναι ένας ύμνος στον έρωτα. Ο έρωτας στην τέλεια έκφανσή του, αλλά και τραγικά παντοδύναμος αποτελεί τον πυρήνα του μυθιστορήματος, όπου διαπλέκονται και συμπλέκονται γεγονότα και καταστάσεις δραματικές, ήρωες τραγικοί, ανατροπές απρόσμενες, διλήμματα θανάσιμα, ενέργειες απεγνωσμένες και απονενοημένες. Η ποιητικότητα στους διαλόγους των ηρώων και ο λυρισμός στις περιγραφές τον τοπίων και των χαρακτήρων ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες ενώ ο έρωτας καθιστά ανθρώπους απλούς καθημερινούς, ανυπέρβλητους ποιητές , ενθουσιώδεις υμνητές και μελαγχολικούς μοιρολόγους.  Ο Ιάσονας και η Δανάη ,είναι οι δύο βασικοί ήρωες που μέσα τους αντιπαλεύουν η λογική και το συναίσθημα, το πρέπει και το θέλω, η αρετή και η ηδονή  με αποτέλεσμα να βιώνουν συγκρούσεις δραματικές, κατά τις οποίες άλλες φορές επικρατεί η λογική και η αξιοπρέπεια, η υπερνίκηση του πάθους και της επιθυμίας, άλλοτε όμως είναι αυτό το πάθος που αλώνει και την τελευταία ικμάδα της ανθρώπινης λογικής , οδηγεί σε ξεσπάσματα και ενέργειες που πραγματικά καθηλώνουν τον αναγνώστη. Η αγωνία και η τραγικότητα των ηρώων κορυφώνεται όταν αναζητούν τον Έρωτα με την μορφή του ιδανικού, του άπιαστου, του ονειρικού, του ουτοπικού. Δεν αναζητούν τον γνωστό τετριμμένο έρωτα. Αναζητούν την τέλεια έκφανσή του που μεγαλύνει την ψυχή και το πνεύμα, που καταλύει τους νόμους του αισθητού, που ανυψώνει στα επίπεδα του ιδεατού.

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Γράφω οποιαδήποτε στιγμή έχω έμπνευση. Γράφω όταν νιώθω την ανάγκη να εκφραστώ. Και γράφω παντού. Στο σπίτι, στο δρόμο, στο εστιατόριο, στο θέατρο, το αυτοκίνητο, στο ταξίδι, στη θάλασσα, παντού. Για αυτό έχω πάντα μαζί μου χαρτί και μολύβι και αν συμβεί σπάνια να μην τα έχω, γράφω όπου μπορώ, στο κινητό μου, σε χαρτοπετσέτα, πίσω από λογαριασμούς, οπουδήποτε.

12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Η οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας αποτελεί για όλους μας μια εξαιρετικά δύσκολη και σκληρή περίοδο. Η πολυετής διάρκεια αυτής της κατάστασης σε συνδυασμό με τους σκληρούς φόρους και τις μειώσεις μισθών και συντάξεων που επιβλήθηκαν, καθώς και  η συγκυρία της πανδημίας του κορονοϊού έχει πλήξει βαθιά και έχει αποδεκατίσει τις  επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις. Εξαίρεση σε αυτό το φαινόμενο φυσικά δεν αποτέλεσαν οι λογοτέχνες και ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν αυτή τη τέχνη ως βιοποριστικό επάγγελμα. Καμία απολύτως στήριξη  ή βοήθεια από την πολιτεία δεν υπήρξε. Η επιβίωση όσων δεν έχουν φροντίσει να έχουν κάποιους άλλους οικονομικούς πόρους, είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Εκτός όμως από τα άμεσα σοβαρά θέματα της αντιμετώπισης των πλείστων προβλημάτων που έχουν ανακύψει σε όλους τους τομείς, σε πολλές περιπτώσεις πλήττεται και αυτή η ίδια η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η προσωπικότητα και η υπαρξιακή οντότητα του ανθρώπου. Θεωρώ ότι ακόμη περισσότερο πλήττονται και υποφέρουν οι πνευματικοί άνθρωποι και οι καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και οι λογοτέχνες. Εκτός από τα βιοποριστικά προβλήματα που μπορεί αντιμετωπίζουν, καταλήγουν να  βιώνουν πιο έντονα και πιο βαθιά τον πόνο, την αγωνία και την ανέχεια των συνανθρώπων τους εξ αιτίας της εντονότερης ευαισθησίας που συνήθως διαθέτουν, της ενσυναίσθησης και της κοινωνικών συναναστροφών που έχουν. Ο λογοτέχνης ως σκεπτόμενος άνθρωπος βασανίζεται και αγωνιά για τον Έλληνα, αφουγκράζεται τον απελπισμένο συνάνθρωπο, ματώνει με τον άστεγο και τον πεινασμένο. Έρχεται αντιμέτωπος με τα φαινόμενα της οικονομικής κατάρρευσης και εξαθλίωσης των συνανθρώπων του και θλίβεται γιατί νιώθει ανήμπορος να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Όμως συνήθως σε μεγάλα αδιέξοδα οι άνθρωποι της τέχνης εμπνέονται  και μεγαλουργούν, δημιουργώντας μοναδικά αριστουργήματα και έχουμε πλείστα παραδείγματα στο παρελθόν. Με αυτό τον τρόπο οι  λογοτέχνες μπορούν να προσφέρουν στον πολιτισμό μας, άλλα και χρησιμοποιώντας την γραφίδα τους ως ασπίδα κατά της απαισιοδοξίας, της κατάθλιψης και απελπισίας, μπορούν να δώσουν δύναμη στο λαό και να εμπνεύσουν αισιοδοξία, να υψώσουν το ηθικό και να γεμίσουν ελπίδα την ψυχή του. Γιατί σε δύσκολες περιόδους της ιστορίας αυτού του τόπου, οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών στήριξαν σθεναρά το λαό μας και με το λόγο και τα δημοσιεύματά τους συνέβαλλαν στο να βγει από το τέλμα νικητής.

13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Πιστεύω ότι σήμερα οι άνθρωποι γράφουν περισσότερο από ποτέ! Γράφουν πολλοί και πολύ γιατί σαφώς βοηθάει στο να εκτονώσει κάποιος τα συναισθήματά του, να αποφορτιστεί από την ένταση, ή το πρόβλημά του. Η συγγραφή βοηθάει στην ψυχική ισορροπία του ανθρώπου.                                                                        Προσωπική μου άποψη είναι ότι η λογοτεχνία έχει υποστεί φθορά. Άλλο η λογοτεχνία και άλλο η συγγραφή. Το ταλέντο δεν διδάσκεται. Και η τέχνη εκτός από τη γνώση που αυτή σαφώς διδάσκεσαι, απαιτεί και ταλέντο, χάρισμα, που μεγεθύνεται από τη ψυχοσύνθεση του ατόμου, τη φαντασία, τη μαεστρία στο χειρισμό του λόγου, το συναίσθημα, την πνευματικότητα και την κουλτούρα του. Η αλήθεια είναι ότι με τόσα βιβλία που εκδίδονται συνεχώς, πολλά από αυτά δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον, είτε γιατί το θέμα τους, η ιστορία τους είναι παρόμοια ή σχεδόν ίδια με προηγούμενων βιβλίων, είτε γιατί γράφονται με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος δηλ. να πουληθούν μετά από μεγάλη διαφήμιση και προώθηση. Και στις δυο περιπτώσεις αυτού του είδους τα βιβλία, συνήθως, δεν παρουσιάζουν λογοτεχνικό ενδιαφέρον.

14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Είναι πολλά τα στοιχεία που πρέπει να συγκεντρώνει ένα best seller. Εκτός από μια καλή ιστορία, καλές δημόσιες σχέσεις και διαφήμιση αυτό που θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να  καταφέρει να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη, να μιλήσει στην ψυχή του, και να βρει κοινά σημεία ο αναγνώστης με κάποιον από τους  ήρωες του βιβλίου. Σημαντικό επίσης είναι η ιστορία του να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να μην γίνει βαρετή. Να προσφέρει αυτό που πίστεψε ο αναγνώστης ότι θα βρει και για αυτό και το αγόρασε, είτε αυτό είναι χαλάρωση, είτε διασκέδαση, ή προβληματισμός, ή γνώση και κουλτούρα, ή λυρισμός και τέχνη. Παράλληλα βέβαια  ένα best seller  μπορεί να θίγει και σοβαρά ανθρώπινα θέματα καθώς και υψηλές πανανθρώπινες ιδέες.

15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Χωρίς να θέλω να χαρακτηριστώ οπισθοδρομική μιας και ολοένα και εισβάλλει πλέον στη ζωή μας η ηλεκτρονική μορφή του βιβλίου, εγώ ομολογώ ότι προτιμώ το έντυπο βιβλίο. Θέλω να το έχω κοντά μου, να μπορώ να το παίρνω μαζί μου οπουδήποτε βρίσκομαι και να μπορώ να το διαβάζω όποτε θέλω χωρίς προϋποθέσεις πχ να υπάρχει διαδίκτυο, wi fi κλπ. Να το ανοίγω και να μυρίζω την μυρωδιά του χαρτιού, που μου αρέσει πολύ γιατί το έχω συνδέσει με παιδικές μνήμες. Το βιβλίο ανέκαθεν το ένιωθα σαν ένα καλό και πιστό μου φίλο και θέλω να το κρατώ, να έχω επαφή μαζί του, να το φυλλομετρώ, να το βλέπω και να το αγγίζω, όπως θα έκανα και με έναν καλό μου φίλο.

16.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να γράφουν με την ψυχή τους και να είναι ο εαυτός τους. Όχι με το νου, με τη λογική, με κανόνες που δήθεν θα τους εξασφαλίσουν επιτυχία. Όποιος γράφει πρέπει να σέβεται τον αναγνώστη του, πρέπει να έχει θάρρος,  πρέπει να νιώθει την υποχρέωση ότι οφείλει να καταθέσει τις αλήθειες του, χωρίς φόβο, δεσμεύσεις ή συμβιβασμούς. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται αν στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζει, ο συγγραφέας έχει αφήσει να στάξει η ψυχή του ή όχι.

17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

«Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» του Κυριάκου  Αθανασιάδη.

18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι αρκετοί με προεξέχοντες από τους ξένους τους Ντοστογιέφσκυ, Νίτσε, Σάρτρ, Έσσε, Ουάιλντ, Πόε, Φώκνερ, Κίπλινγκ, Σαραμάγκου  και από τους Έλληνες Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Πρεβελάκης, Βαμβουνάκη, Παπαδάκη, Δημουλά, Ταχτσής, Θέμελης, Κορτώ.

19. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Μελλοντικός μου στόχος, όπως και κάθε ανθρώπου που εκφράζεται μέσα από τη λογοτεχνία, είναι να εκδώσω κάποια ακόμη  βιβλία γιατί έχω αρκετό υλικό στα συρτάρια μου. Κατά πρώτον μια ποιητική συλλογή με τα αγαπημένα μου ποιήματα και στη συνέχεια μια άλλη συλλογή με αρκετά διηγήματα που έχω γράψει. Επίσης προετοιμάζομαι για την συγγραφή ενός νέου μυθιστορήματος γιατί νιώθω έντονη αυτή την ανάγκη.
Σας ευχαριστώ θερμά που αφιερώσατε τον χρόνο σας για να με γνωρίσετε.


*     *     *

ΑΡΓΗΣΕΣ
(της Αννίτας Πιτσιδιανάκη)


Άπλωσε τις φωτογραφίες στο κρεβάτι. Μερικές σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μπρούμυτα και έσκυψε από πάνω τους. Τις μελετούσε με ιδιαίτερη προσοχή, εξονυχιστικά θα ’λεγε κανείς.
- Δεν είμαι εγώ αυτή. Ούτε αυτή. Ούτε αυτή… ούτε… ούτε… ούτε.
Τις έσπρωχνε και τις πετούσε στο πάτωμα μαζί με τις άλλες. Στο τέλος δεν έμεινε καμιά στο κρεβάτι. Άπλωσε χαλαρά το κορμί της πάνω του και κάρφωσε το βλέμμα της στο φωτιστικό και στο απαλό φως που σκόρπιζε στο δωμάτιο.
- Έχω αλλάξει πολύ, σκέφτηκε. Δεν έχω καμία σχέση με όλες αυτές τις φωτογραφίες. Εξάλλου δεν νομίζω ότι θα ‘θελα τώρα πια. Μόνο τα νιάτα μου… Αυτά αν μπορούσα να ξεκολλήσω από το χαρτί και να τα κολλήσω πάνω μου… Αυτά μου λείπουν, αυτά με πονούν που έφυγαν… Τα νιάτα, που πάντα χάνονται στη στροφή φορώντας κόκκινο καπέλο και μια άσπρη κορδέλα που ανεμίζει.
Γύρισε πάλι μπρούμυτα. Κρέμασε το κεφάλι της στο πλάι του κρεβατιού και με το χέρι της ανακάτευε τις πεσμένες στο πάτωμα φωτογραφίες, σαν τον αγέρα τα ξερά κίτρινα φύλλα του Φθινοπώρου.
Σήκωσε μια από αυτές. Ήταν αυτή και ο Μάνος. Ο Μάνος, ο μεγάλος της έρωτας. Το αγόρι που έκανε την καρδιά της να καλπάζει, τα χέρια της να τρέμουν, τη φωνή της να χάνεται.
Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της. Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του. Κοιτώντας τον στα μάτια ο νους της πλημμύρισε εικόνες, γέλιο, ζωή, συναισθήματα, ευτυχία, πίκρα, κλάμα, εγκατάλειψη. Έφερε τη φωτογραφία στα χείλη της ψιθυρίζοντας.
- Έρωτας… Μεγάλος έρωτας… Αγνός και πρωτοπέταχτος.
Έπιανα θέση από νωρίς σ’ ένα παγκάκι και περίμενα. Σε περίμενα και σ’ έψαχνα, ανάμεσα στο πλήθος, στην καρδιά μου, στην αγκάλη μου. Και να το σκίρτημα! Το τρελό κτυποκάρδι… Το μπορντώ πουκάμισο και τα πράσινα μάτια. Το άφιλτρο τσιγάρο και τα όμορφα χέρια. Θεέ μου να μπορούσα να μπω στην αγκαλιά του! Λαχτάρα, κόμπιασμα, τρεμούλα. Νύχτα ζεστή. Φώτα αχνά, και η Αρλέτα να πλημμυρίζει τα πάντα, με μελωδίες. Όνειρο. Τόσο βαθιά θαμμένο. Πού βρήκες δρόμο και ξετρύπωσες; Άμοιρη αγάπη. Πρώτη αγάπη!
Ακούμπησε τη φωτογραφία στο κρεβάτι, δίπλα της. Ύστερα ανακάτεψε μερικές άλλες και το δωμάτιο πλημμύρισε ήχους, αρώματα, γεύσεις, κόσμο. Ζωντάνεψαν χίλιες δύο παραστάσεις, ήρθαν και έφυγαν εικόνες, ακούστηκαν ονόματα, βγήκε σεργιάνι ο καημός, η πίκρα, η χαρά, η λαχτάρα.
Τα αρώματα της μνήμης ήρθαν πάλι και μούσκεψαν τον αέρα, το χώμα, τη γη, την ψυχή. Η μυρωδιά του νωπού μουσκεμένου χώματος, του βρεγμένου ξύλου, του αγριολούλουδου, της χαρούμενης παρέας, του πατέρα, της μάνας, της φιλενάδας…
Τα παγκάκια γύρω - γύρω στην πλατεία. Και η φλόγα της μνήμης να κατακαίει την πυραμίδα των ξύλινων μορφών, των τόσων αγαπημένων μορφών που παρελαύνουν σοβαρές, χαμογελαστές, λυπημένες ή σκερτσόζικες μπροστά από τα υγρά μάτια της. Μνήμες. Μνήμες. Γλυκές, τρυφερές μνήμες. Μνήμες που φέρουν πόνο, νοσταλγία. Που σκίζουν αυτό που έμεινε. Γλυκιά ζωή. Τοτεϊνή γλυκιά ζωή! Τι γρήγορα που γλίστρησες και πας…….

Τρικυμία στο νου, στην ψυχή. Πρέπει να τα γαληνέψει. Σηκώνεται και περπατά μέχρι την κουζίνα. Πίνει ένα ποτήρι δροσερό νερό. Κάθεται σε μια καρέκλα. Συνέρχεται λίγο. Σκέφτεται να επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα και να μαζέψει τις φωτογραφίες γρήγορα – γρήγορα, να τις ξανακρύψει στο συρτάρι και να το κλειδώσει όπως πριν. Σηκώνεται αποφασισμένη. Διασχίζει το διάδρομο και μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Σκύβει και πιάνει δύο – τρεις από το πάτωμα αποφεύγοντας να τις κοιτάξει. Στην τέταρτη το βλέμμα της δεν υπακούει, ξεφεύγει και πέφτει πάνω στην Κικίτσα. Αφήνει ένα βαθύ πονεμένο, γλυκά πονεμένο αναστεναγμό και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Αφήνει τις άλλες φωτογραφίες να κυλήσουν στο πάτωμα και «καρφώνει» με το βλέμμα της άπληστα το χαμογελαστό μικρό κοριτσάκι της φωτογραφίας, με το λευκό φόρεμα, τα λευκά καλτσάκια και παπούτσια καθώς και τη λευκή τεράστια κορδέλα που δεσπόζει στο επάνω μέρος του κεφαλιού της συγκρατώντας τα μισά από τα μακριά καστανά μαλλάκια της. Χαμογελάει στην Κικίτσα και μονολογεί:
- Φτου ξελεφτερία! Το παιγνίδι της αλάνας. Το παιχνίδι του Πετράκη, του Βασιλάκη, του Μηνά. Της Κικίτσας, της Κλαίρης και της μικρής Μαρίας. Το παίζαμε κάθε μέρα, όλη μέρα. 
Είχαμε ορκιστεί πως θα το παίζαμε και όταν θα μεγαλώναμε. Καημένη Κικίτσα ήσουν η πιο μικρή και σε «περνάγαμε» όλοι στο τρέξιμο! Πάντα έχανες. Καθόσουν πάνω σε μια πετρούλα με σκυμμένο κεφαλάκι. Έπιανες με τα χέρια τα μαγουλάκια σου και περίμενες τον τελευταίο να σε ξελεφτερώσει.
Θυμάμαι χρόνια μετά σε συνάντησα μια μέρα καθισμένη σ’ ένα παγκάκι, στο άλσος. Είχες το κεφάλι σκυμμένο και με τα χέρια κρατούσες τα μάγουλά σου. Είχα μάθει ότι ο εγκέφαλός σου δεν σε βοηθούσε πια. Μόλις με είδες από μακριά σαν κάτι να ζωντάνεψε, να σκίρτησε μέσα σου. Σηκώθηκες και χοροπηδώντας μου φώναζες κουνώντας τα χέρια. «Τρέχα, τρέχα, πιο γρήγορα, τρέχα».
Όταν πια σε πλησίασα λαχανιασμένη, σε κοίταξα στα μάτια και με κομμένη την ανάσα σου ψιθύρισα. «Φτου ξελεφτερία». Ήταν γεμάτα δάκρυα και τα μάγουλά σου κατακόκκινα. Ακούμπησα τα χείλη μου στο μάγουλό σου. Σήκωσες τις δυο γαληνεμένες πια γαλάζιες θάλασσές σου με κοίταξες και μου είπες. «Σε περίμενα τριάντα χρόνια. Το ‘ξερα πως θα ‘ρθεις».

Ο χαρακτηριστικός ήχος του κουδουνιού ακούστηκε πολύ μακρινός στ’ αυτιά της. Ίσως γι’ αυτό δεν κατάφερε να τον ανασύρει από το βυθό των αναμνήσεων που τόση ώρα τώρα είχε αφεθεί.
Το κουδούνι κτύπησε και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά. Δεν περίμενε κανένα. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα;
Σηκώθηκε ανόρεκτα από το κρεβάτι. Φόρεσε τη ρόμπα πάνω από τη νυχτικιά της, τακτοποίησε πρόχειρα τα μαλλιά της χτενίζοντας τα με τα δάχτυλά και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Ποιος να ήταν άραγε; Ποιος τόλμησε να την τραβήξει έξω από αυτό το όμορφο όνειρο και να την προσγειώσει έτσι απότομα και άτσαλα στην πραγματικότητα. Αισθανόταν τόσο βολεμένη, ασφαλής και προστατευμένη μέσα σ’ αυτό το πουπουλένιο σύννεφο της μνήμης! Έπιασε το πόμολο της πόρτας και πλημμυρισμένη από ένα αρνητικό συναίσθημα για τον ενοχλητικό επισκέπτη της, άνοιξε την πόρτα.
Μπροστά της στεκόταν ένας άνδρας που στα χέρια του κρατούσε ένα καλάθι με λουλούδια. Την κοίταξε στην αρχή ερευνητικά και στη συνέχεια με αγωνία και ανησυχία. Ύστερα το πράσινο βλέμμα του ηρέμησε και μια τρυφερότητα απλώθηκε στην έκφραση του προσώπου του.
- Μάνο!!! ξεφώνισε με μεγάλη έκπληξη εκείνη.
Στάθηκαν αρκετή ώρα, εκεί στην πόρτα, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Ίσως δεν πίστευαν σ’ αυτό που αντίκριζαν. Ίσως δεν ήξεραν τι να πουν. Ίσως ο νους τους αναμόχλευε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα περασμένα. Αφού πέρασαν κάμποσα λεπτά, αμίλητη, τον έπιασε από το χέρι και τραβώντας τον, τον έφερε ως την κρεβατοκάμαρα. Στάθηκαν στην πόρτα και κοίταζαν και οι δύο μαζί τις φωτογραφίες από μακριά. Εκείνος σήκωσε προς το μέρος της το καλάθι και της το πρόσφερε. Ήταν γεμάτο με μικρά μάτσα κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα. Το πήρε στα χέρια της κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. Ύστερα τον τράβηξε πάλι κοντά στην ανοικτή ακόμη εξώπορτα. Χώθηκε στην αγκαλιά του και κοιτώντας το άνοιγμα της πόρτας του ψιθύρισε:
- «Κάποιο γιόμα μου ‘ταξες πως θα μου φέρεις τον Έρωτα.
Και εγώ παιδί ως ήμουν τον περίμενα την άλλη μέρα κιόλας. 
Μα η ψυχή μας είναι λίγη και τραγική και άργησες να τον φέρεις. 
Μεγαλωμένη τώρα πια, λαχανιασμένος χτύπησες την πόρτα μου.
Σ’ άνοιξα και μπήκες.
Μου πρόσφερες ένα καλάθι με μάτσα τα χρόνια που ξόδεψες, στολισμένα με νεκρόφυλλα. Σε ψαχούλεψα βαθιά μέσα στα μάτια αναζητώντας τον. 
Γύρισες το αποκαμωμένο σου βλέμμα στην πόρτα. «Νάτος ο Έρωτάς σου!» μου είπες. Φάνηκες στο έμπα της σκιάζοντας το φως. 
Μου τον έφερες. 
Μου έφερες εσένα! 
Μα είναι πολύ γερασμένος για Έρωτας!  
Και πολύ αργά για Έρωτα για μένα πια. 
Τόσα χρόνια άνυδρη η καρδιά μου, ξεράθηκε και την ξερίζωσα…..
Πόσο πόνεσα να ήξερες……. Δεν θα αργούσες τόσο….. Πόσο πόνεσα, αν το ήξερα δεν θα σε αγαπούσα τόσο…..».
Εκείνος την έσφιξε πιο δυνατά και μουσκεύοντας τα μαλλιά της με δάκρυα της ψιθύρισε:
-«Κάποιο γιόμα μου ζήτησες να βρω και να σου φέρω τον έρωτα.  Τρόμαξα, φοβήθηκα μα στο έταξα. Τον αναζητούσα παντού, για χρόνια ολάκερα και αυτή η αναζήτηση με πονούσε… Με πονούσε σκληρά, τραγικά, απάνθρωπα! Δεν τον βρήκα πουθενά… Δεν τον βρήκα γιατί ήταν κρυμμένος  στην καρδιά μου! Τόσο καλά κρυμμένος που ούτε σε μένα δεν φανερώθηκε. Ώσπου δεν άντεξε η καρδιά τον τόσο πόνο και ομολόγησε το τραγικό μυστικό της! Και γω την μίσησα που τόσα χρόνια δεν μίλησε και την ξερίζωσα…… Την ξερίζωσα όπως και συ! Τώρα που βρήκα τον έρωτα που σου έταξα και στον έφερα, δεν έχει στέγη να κατοικήσει…… Είναι καταδικασμένος……»
Μια μικρή ηλιαχτίδα πέρασε ανάμεσα από τα μάτια τους και ένα απαλό φτερούγισμα ακούστηκε στον αέρα. Δυο μικρές σαΐτες καρφώθηκαν απαλά στις πλάτες τους χωρίς να τις αντιληφθούν και τους φάνηκε πως μια μελωδική φωνούλα τους ψιθύρισε:
-«Χαχα! Όσες καρδιές και αν νομίζετε ότι ξεριζώσατε εγώ σαΐτεψα το «είναι» σας, την ύπαρξή σας για πάντα! Ποτέ δεν με νίκησε κανείς! Θα είστε ερωτευμένοι στην αιωνιότητα!»






ΣΤΟ ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ
(της Αννίτας Πιτσιδιανάκη)
 

Μέσα στο άδειο σπίτι
η σιωπή σκύβει και προσκυνά
τις μορφές που είναι απούσες. 
Θυμιάζει τη χαρά που τις έθρεψε
και το ψωμί που τις χόρτασε.
Ύστερα σέρνει πίσω της το φως 
και το κρεμά στον τοίχο,
να διαλύσει τη μοναξιά.
Σε κάθε γωνία απλώνει τις θύμισες 
και αυτές γελούν ξεκαρδιστικά.
Μα γρήγορα σωπαίνουν 
και δακρύζουν, 
γιατί ξέρουν πως δεν θα γεννηθούν άλλες. 
Σκουπίζει τον πόνο από το πάτωμα
και τον σπρώχνει έξω από την πόρτα.
Ο χρόνος σταμάτησε 
και ανέλαβε να συνεχίσει η φθορά.
Η σιωπή αφού συγύρισε κάθισε στο κατώφλι 
να ξεκουραστεί.
Κατοικεί τόσα χρόνια σε αυτό το σπίτι!
Άρχισε να γερνά πια...



Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ
(της Αννίτας Πιτσιδιανάκη)


Σούρουπο.
Έντυσε τον πόνο της στα κόκκινα και βγήκε. 
Τον έσερνε πίσω της 
βαδίζοντας αργά. 
Τελευταία τον έπαιρνε μαζί 
όπου και αν πήγαινε. 
Ήταν η συντροφιά της. 
"Κακή παρέα" της είπε η χαρά,
"υπάρχω και γω ξέρεις!"
Ταίριαζε πιότερο μαζί του.
Την ένιωθε καλύτερα αυτός.
Δεν χαχάνιζε
και δεν φλυαρούσε, όπως η χαρά.
Ήταν βουβός!
Είχε φτάσει στη θάλασσα.
Βάδιζε μέσα στο κύμα. 
Ύψωσε το χέρι της κρατώντας τον
και τον κοίταζε που ανέμιζε στον αγέρα.
"Μην με εγκαταλείψεις" της είπε. 
"Δεν αντέχεις χωρίς εμένα. 
Έμαθες μαζί μου".
"Με έμαθες πολλά!" του αποκρίθηκε.
"Ήσουν καλός δάσκαλος. 
Μα τώρα άδειασες. 
Δεν έχεις άλλη γνώση. 
Κοίτα, ένα άδειο πανί είσαι πια. 
Σε ευχαριστώ.
Αντίο".
Άνοιξε τα δάχτυλά της 
και ο άνεμος τον άρπαξε μακριά. 
Ύστερα τον βύθισε στα κύματα. 
Ούτε αυτός δεν τον ήθελε πια.




*     *     *




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΝΙΤΑΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑΝΑΚΗ

Γεννήθηκε στο Γερακάρι Ρεθύμνου.
Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο αγοριών που σπουδάζουν στο εξωτερικό.
Την παιδική και νεανική της ηλικία τις έζησε στην Αθήνα. 
Από την εφηβεία της ασχολείται με τη λογοτεχνία και εκφράζεται μέσα από την ποίηση, το διήγημα, και το  μυθιστόρημα.
Έχει συμμετάσχει σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει αποσπάσει  πολλά βραβεία και διακρίσεις.
Επίσης  έχει τιμηθεί  από διάφορους Συλλόγους και από τον Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών.                                                                                                    
Έχει λάβει μέρος με ποιήματά της σε εκδόσεις  ομαδικών ποιητικών συλλογών.      
Το 2008 εξέδωσε  βιβλίο με το μυθιστόρημα της  «Η  Γυναίκα του πάρκου».    
Είναι μέλος της Παγκρήτιας Ένωσης Λογοτεχνών και της Ένωσης  Συντακτών Κρητικού Τύπου. 
Κατά καιρούς ασχολήθηκε και συμμετείχε σε πολιτιστικά δρώμενα του Ρεθύμνου. 
Εργάστηκε  ως δημοσιογράφος σε τοπικά ΜΜΕ, στο Δήμο Βουλιαγμένης, στο Δήμο Ρεθύμνης και στην πρώην Νομαρχία Ρεθύμνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!