Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Ισίδωρο Μαυρογεώργη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Ισίδωρο Μαυρογεώργη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

 


Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 5ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2021 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον λογοτέχνη, Ισίδωρο Μαυρογεώργη, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΙΔΩΡΟ ΜΑΥΡΟΓΕΩΡΓΗ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Υπάρχει ήδη ορισμός για τη λογοτεχνία, οπότε το μόνο που θα μπορούσα να κάνω, είναι να περιγράψω το πως την αντιλαμβάνομαι ο ίδιος: Ως μια θρυαλλίδα των συναισθημάτων. Δεν έχει σημασία ποιο συναίσθημα πυροδοτεί, αρκεί να το κάνει. Νομίζω αυτό τη διαφοροποιεί από κάποιο κείμενο που διαβάζουμε για να γνωρίσουμε κάτι. Εκείνο είναι η αλήθεια που απευθύνεται στο μυαλό, ενώ η λογοτεχνία είναι η ομορφιά που απευθύνεται στην καρδιά.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Σκεφτείτε ένα δωμάτιο με ένα και μοναδικό παράθυρο. Δεν υπάρχει πόρτα, δεν ξέρουμε πως μπήκαμε ούτε και υπάρχει άμεσος τρόπος να βγούμε. Οι τοίχοι του δωματίου είναι οι περιορισμοί που βιώνουμε, τα καθημερινά, η πάλη για επιβίωση, οι φυσικοί νόμοι, κυρίως όμως η ίδια μας η θνητότητα. Το παράθυρο είναι η λογοτεχνία, αν και αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί σε κάποιο βαθμό και σε άλλες μορφές τέχνης. Όταν κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο βλέπουμε έναν κόσμο στον οποίο οι περιορισμοί αυτοί δεν έχουν δύναμη πάνω μας. Όλα γίνονται πιο όμορφα, οι τοίχοι λιγότερο συμπαγείς και ξαφνικά, χωρίς καν το επιδιώξουμε, βρισκόμαστε έστω και έμμεσα «έξω» Αυτό μας προσφέρει. Απολαμβάνουμε λοιπόν τη λογοτεχνία όταν κοιτάζουμε από αυτό το παράθυρο και δημιουργούμε λογοτεχνία όταν περιγράφουμε και σε άλλους αυτό που είδαμε.

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα, αλλά νομίζω πως αυτό το «παλαιότερα» είναι τόσο γενικό που θα μπορούσε να θεωρηθεί διαρκές. Ένα παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή είναι ο Χάουαρντ Φ. Λάβκραφτ να κάνει την ίδια περίπου διαπίστωση πάνω από έναν αιώνα πριν. Αν λοιπόν αυτή η διαπίστωση είναι διαχρονική, τότε η θέση της ποίησης δεν υποβαθμίζεται αλλά παραμένει σταθερή, αν και δεν είναι αυτή που θα μπορούσε να είναι, γι’ αυτό ίσως και μας δίνει την εντύπωση πως στο παρελθόν κατείχε άλλη θέση. Όσο για το λόγο…βλέπω την ποίηση σαν μια ατραπό. Είναι ανηφορική, δύσβατη και χορταριασμένη. Δεν είναι εύκολο να τη διαβείς, πολύ πιο εύκολο είναι να ακολουθήσεις τη λεωφόρο. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: Όσο λιγότεροι τη διαβαίνουν, τόσο περισσότερο χορταριάζει, γίνεται πιο δύσβατη και συνεχίζεται ο κύκλος αυτός. Όμως ακριβώς επειδή είναι ανηφορική σε πάει ψηλά και σου δείχνει πράγματα που δεν θα συναντήσεις στην ομαλότητα της λεωφόρου. Κάπως έτσι βλέπω και το μέλλον της. Δεν νομίζω πως θα υποβαθμιστεί δραματικά αλλά ούτε και θα γίνει ποτέ κάτι περισσότερο από μια ατραπό. Σε κάποια ουτοπία ίσως…

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Θεωρώ την αμέσως προηγούμενη ερώτηση πολύ πιο δύσκολη. Αυτή κατά κάποιο τρόπο έχει ήδη απαντηθεί. Αν θεωρήσουμε την ποίηση υποσύνολο της λογοτεχνίας, αποτελεί επίσης θρυαλλίδα για τα συναισθήματα αλλά και παράθυρο διεξόδου. Αν τώρα σκεφτούμε πως στην ποίηση μια μοναδική λέξη ή μια εικόνα μπορεί να έχει ξεχωριστή δυναμική, τότε όλα τα παραπάνω ισχύουν στον υπερθετικό βαθμό.

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Αυτό ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και ο λόγος που με ώθησε να το κάνω, θα μπορούσε να θεωρηθεί αστείος. Υπήρχε τότε μια σειρά τηλεοπτικών εκπομπών, κάθε Πέμπτη αν δεν κάνω λάθος, που λεγόταν «Ο Ρέι Μπράντμπερι παρουσιάζει» (The Ray Bradbury Theater) και ήταν τηλεοπτικές μεταφορές διηγημάτων του. Παρακολουθώντας ένα επεισόδιο από εκείνη τη σειρά, σκέφτηκα πως θα μπορούσε να τελειώνει διαφορετικά. Ήθελα να τελειώνει διαφορετικά. Έκατσα λοιπόν κι έγραψα το τέλος που επιθυμούσα. Έγραψα κι άλλες ιστορίες μετά από αυτό αλλά σήμερα μου φαίνονται τόσο κακογραμμένες και αφελείς που ντρέπομαι όταν τις διαβάζω και θέλω να τις καταστρέψω. Δεν το κάνω όμως, γιατί αυτές οι ιστορίες ήταν που μου έδειξαν πως υπάρχει μια πόρτα την οποία μπορείς να ανοίξεις και να περάσεις κάπου αλλού.

6. Γιατί γράφετε;

Το πιστεύετε πως η ερώτησή σας με κάνει για πρώτη φορά στη ζωή μου να αναρωτηθώ γι’ αυτό; Λοιπόν, όταν βλέπω γραμμένο στο χαρτί ή την οθόνη αυτό που έχω στο μυαλό μου, νιώθω πολύ όμορφα. Φαίνεται πως το συναίσθημα αυτό είναι εθιστικό.

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Η ίδια η πραγματικότητα, αλλά μια πραγματικότητα πολύ εύπλαστη. Κάποιες φορές μπορεί να εμφανίζεται με το καλύτερο της πρόσωπο και κάποιες φορές με το χειρότερο.

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Ασχολούμαι με την πεζογραφία, κυρίως με το διήγημα και τη νουβέλα.

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο. 

Μέχρι αυτή τη στιγμή 19 από τα διηγήματα μου έχουν δημοσιευτεί ή βρίσκονται υπό δημοσίευση, κυρίως μέσα από διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ανήκουν σε τόσο πολλές και διαφορετικές κατηγορίες: Ιστορικό διήγημα, αστυνομικό διήγημα, επιστημονική φαντασία (συγκεκριμένα ένα υπο-είδος της, η σκληρή Ε.Φ. που βασίζεται σε αυστηρά επιστημονικά δεδομένα και τοποθετείται στο παρόν ή στο πολύ άμεσο μέλλον), ρεαλιστική λογοτεχνία, παραμύθι, πολιτικό θρίλερ. Το να γνωρίζω πως τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους είδαν στα διηγήματα αυτά κάτι, που τους έκανε να τα διακρίνουν, είναι ένα συναίσθημα επίσης εθιστικό.

10. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Συνήθως το βράδι. Αλλά αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οτιδήποτε κι αν κάνω, ένα μέρος του μυαλού μου ασχολείται με την υπόθεση της ιστορίας, την εξέλιξη σε κάποιο κομμάτι που θα έχω κολλήσει, το υπόβαθρο των χαρακτήρων και γενικά τη δομή του διηγήματος. Επίσης η έρευνα απαιτεί πολύ χρόνο, ειδικά όταν πρόκειται για ιστορικό διήγημα, σκληρή επιστημονική φαντασία ή πολιτικό θρίλερ. Έτσι λοιπόν τις βραδινές ώρες που θα γράψω το διήγημα, στην ουσία είναι σαν να κάνω μια απλή αντιγραφή από το μυαλό μου.

11.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Δύσκολη, όπως και οποιουδήποτε άλλου είτε μιλάμε για οικονομική είτε για υγειονομική κρίση. Για κάποιο λογοτέχνη που ζει αποκλειστικά από το γράψιμο φαντάζομαι θα είναι ακόμη πιο δύσκολη, μια που σε περιόδους κρίσης οι προτεραιότητες των ανθρώπων αλλάζουν. Επειδή ωστόσο θέλω να σκέφτομαι θετικά, πιστεύω πως τουλάχιστον η δημιουργικότητα πυροδοτείται περισσότερο σε περιόδους κρίσης απ’ ότι σε «ήρεμες», αν μπορεί κάποιος να τις χαρακτηρίσει έτσι.

12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Με μια λέξη, πλούσια, τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε παγκόσμιο. Μπορεί βέβαια και να κάνω λάθος. Βγάζω το συμπέρασμα αυτό μέσα από το ίντερνετ, και το ίντερνετ είναι ένα μαγικό καθρεφτάκι που μέσα από τους αλγόριθμούς του θα σου δείξει αυτό που θεωρεί πως θέλεις να δεις περισσότερο, είτε ως διαφήμιση είτε ως είδηση.

13. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Μα αν το γνώριζα κι ακόμη περισσότερο αν το έλεγα, τι μυστικό θα ήταν; Θέλετε αντ’ αυτού να σας πω το (όχι και τόσο) μυστικό ενός καλού βιβλίου; Είναι μια φράση που λάτρεψα από το «Καρδιές στην Ατλαντίδα» του Stephen King. Αν μη τι άλλο πρόκειται για έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά από best sellers: «Υπάρχουν βιβλία που είναι εκπληκτικά καλογραμμένα, αλλά δεν έχουν τόσο καλές ιστορίες. Κάποιες φορές διάβαζε για την ιστορία και μόνο, Μπόμπι. Μη γίνεις σαν αυτούς τους φαντασμένους αναγνώστες που δεν το κάνουν ποτέ. Και κάποιες φορές διάβαζε για τις λέξεις, για τη γλώσσα. Μη γίνεις σαν τους βολεμένους αναγνώστες που δεν κάνουν αυτό ποτέ. Όποτε πέφτει όμως στα χέρια σου ένα βιβλίο που έχει και καλή ιστορία και καλό γράψιμο, να το’ χεις σαν τα μάτια σου.»

14. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Έχω βιβλία και στις δύο μορφές. Η ηλεκτρονική μορφή σε απαλλάσσει από τη στεναχώρια του να βλέπεις τη φθορά που προκαλεί η ανάγνωση ενός αγαπημένου βιβλίου, όσο κι αν προσέχεις. Επίσης στη μορφή αυτή μπορείς να ανατρέξεις ευκολότερα σε κάποιο συγκεκριμένο απόσπασμα αν θέλεις.  Ωστόσο μετά από τόσες δεκαετίες αναγνώστης έντυπου βιβλίου έχω συνηθίσει σε αυτό κι έτσι θα επέλεγα το πρώτο. 

15.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Θεωρώντας και τον εαυτό μου νέο λογοτέχνη, δεν νομίζω πως θα μπορούσα να συμβουλέψω οποιονδήποτε. Πάντως θα του έλεγα να διαβάζει όσο περισσότερο μπορεί και να γράφει ακόμη περισσότερο. Κάτι που εγώ δεν κάνω πάντα.

16. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

Αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω μετά από χρόνια το «Μαύρα υπόγεια ρεύματα» του Θανάση Βέμπου. Δεν είναι λογοτεχνικό αν και ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. Τα ερωτήματα που θέτει είναι τόσο τολμηρά που δεν είναι εύκολο να τα δεχτεί κανείς, αλλά ακόμη πιο δύσκολο είναι να τα αγνοήσει. Γράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια, ωστόσο φαντάζει απίστευτα επίκαιρο το 2020 γι’ αυτό ίσως και επανεκδόθηκε πριν από λίγους μήνες από άλλο εκδοτικό οίκο. Το δικό μου αντίτυπο πάντως είναι από τον εκδοτικό οίκο που είχε εκδοθεί για πρώτη φορά.

17. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Υπάρχουν τέσσερα ράφια στη βιβλιοθήκη μου με βιβλία του Στήβεν Κινγκ στα ελληνικά αλλά και στο πρωτότυπο, ένα ράφι με βιβλία του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, επίσης στα ελληνικά και στο πρωτότυπο και ένα ράφι με βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Νομίζω πως η αφιέρωση ενός ραφιού στη βιβλιοθήκη είναι ασφαλές μέτρο για να χαρακτηριστεί κάποιος συγγραφέας αγαπημένος. Πέρα απ’ αυτούς, αγαπώ τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, το Νίκο Καζαντζάκη, τη Ζυράνα Ζατέλη, τον Λουίς Σεπούλβεδα, το Λένο Χρηστίδη, το Γιώργο Μπαλάνο, τον Φίλιπ Ντικ και τον Ντέιβιντ Αμπρόουζ.

18. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Είχα διαβάσει το «Έτος 2500 μ.Χ.» (Mockingbird) του Γουόλτερ Τέβις όταν ήμουν στο Γυμνάσιο και νομίζω πως ήταν το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που με είχε μαγέψει τόσο πολύ, ώστε να συνειδητοποιήσω πως το διάβασμα είναι απόλαυση και όχι υποχρέωση. Επίσης αγαπημένα βιβλία είναι το «Γράμμα από το Δουβλίνο» της Βίκης Θεοδωροπούλου και το «Πάνω από το ανθρώπινο» του Θίοντορ Στάρτζον.

19. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Συνεχίζω να γράφω διηγήματα, αλλά παράλληλα ελπίζω μέσα στο 2021 να έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα. Όσο υπάρχει έμπνευση, έχω σκοπό να συνεχίσω να κοιτάζω μέσα από το παράθυρο και να αφηγούμαι αυτά που βλέπω.


*     *     *


Παρελθόν
(του Ισιδώρου Μαυρογεώργη)


Το παρελθόν επιστρέφει απροειδοποίητα. Δεν προετοιμάζει. Απλώς έρχεται. Σαν αδιάκριτος, νυχτερινός επισκέπτης. Πρόσωπα, εικόνες και συναισθήματα που νόμιζες πως είχαν μείνει πίσω, έχουν έναν παράξενο τρόπο να εμφανίζονται ξανά μπροστά σου. Ο χρόνος είναι σχετικός... ...και ποτέ δεν το κατάλαβα καλύτερα αυτό, απ’ ότι στα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, στην Ικαρία. Πηγαίναμε λίγες μέρες μετά το κλείσιμο των σχολείων κι επιστρέφαμε λίγες μέρες πριν το φθινοπωρινό άνοιγμά τους. Ήταν οι εποχές που το καλοκαίρι κρατούσε για πάντα. Οι εποχές του αλατιού που είχε στεγνώσει σε ψημένο από τον ήλιο δέρμα. Οι εποχές των τζιτζικιών που τραγουδούσαν από το πρωί ως το βράδυ. Οι εποχές της Άρτεμης... ...υπήρξαν άραγε; Για πολλά χρόνια είχε χαθεί τελείως από τη σκέψη μου. Κοιτάζοντας έξω, νομίζω πως βλέπω σινεμά. Ασπρόμαυρη ταινία με τη μουντή πόλη βαμμένη σε τόνους του γκρίζου. Αν το κτίριο αυτό ήταν στην Ελλάδα, θα άστραφτε τώρα, με το γυαλί και το μέταλλό του να αντανακλούν το φως του ήλιου. Εδώ αντανακλά τα βαριά, μολυβένια σύννεφα πάνω από τη γκρίζα πόλη. Βρέχει, για πέμπτη ή έκτη βδομάδα στη σειρά. Κάθε μέρα. Από το πρωί ως το βράδυ. Όπως τα τζιτζίκια τότε... ...που μπορούσαμε να λιώσουμε ένα ζευγάρι λαστιχένιες παντόφλες μέσα σε ένα καλοκαίρι. Στην κυριολεξία να τις λιώσουμε. Πόσα βήματα χρειάζονται για να κατορθώσεις κάτι τέτοιο; Ήταν από κείνες τις λαστιχένιες παντόφλες που έβγαιναν σαν από καλούπι. Σήμερα δεν βρίσκεις εύκολα τέτοιες. Για την Ελλάδα λέω. Εδώ δεν ξέρω καν αν υπήρξαν ποτέ. Το πρώτο που έλιωνε ήταν τα λαστιχένια τετράγωνα που σχημάτιζαν πέταλο στο πίσω μέρος της σόλας. Μετά, σιγά σιγά ολόκληρη η σόλα, ώσπου κάποια στιγμή κοβόταν. Τώρα τα παπούτσια μου είναι πανάκριβες δημιουργίες με βαρύγδουπες υπογραφές αντί για πέταλα. Κι όμως τώρα νιώθω πιο πεταλωμένος απ’ ότι τότε... ...που τρέχαμε να προλάβουμε το καλοκαίρι. Την κάθε μέρα του. Η Άρτεμις ήταν ενάμισυ χρόνο μικρότερη από μένα. Αυτό στις μικρές ηλικίες μοιάζει με χάσμα γενεών, ποτέ ωστόσο δεν μας εμπόδισε από το να έρθουμε κοντά. Όταν περνάς με κάποιον άνθρωπο δεκαέξι ώρες κάθε μέρα επί τρεις μήνες δεν γίνεται αλλιώς. Είναι εύκολο να τη δω και πάλι. Το μόνο που έχω να κάνω, είναι να κλείσω τα μάτια μου. Κοντοκουρεμένα σκούρα μαλλιά κι ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα. Ο ήλιος ξάνοιγε τα πρώτα και σκούραινε τη δεύτερη. Όσο για τα μάτια της, αυτά επηρεάζονταν από τα πάντα. Από το φως, το περιβάλλον, τη διάθεσή της. Άλλο χρώμα όταν ψαρεύαμε στην Κοπέλα, το βράχο- ορόσημο της παραλίας του Κεραμέ, άλλο τις μέρες που εξερευνούσαμε τα μονοπάτια του βουνού κι άλλο τα βράδια στα πανηγύρια όταν αντανακλούσαν τα φώτα και τους χορευτές του καριώτικου. Διαφορετικό χρώμα στην περιέργεια την έξαψη την ανία, τη χαρά ή τη στεναχώρια... ...ενώ εδώ, όχι μονάχα τα μάτια των ανθρώπων έχουν το ίδιο χρώμα κάθε στιγμή, σε κάθε περιβάλλον και με οποιοδήποτε συναίσθημα, αλλά επιπλέον είναι ολόιδια και μεταξύ τους. Ένα ξέθωρο γαλάζιο σαν ξεπλυμένο τζην. Κοίταξα στον καθρέφτη κι αυτό που είδα με τρόμαξε. Ο εαυτός μου με κοίταζε ουδέτερα, με ίδιου χρώματος, άψυχα μάτια. Καστανά θυμάμαι τα μάτια μου. Τι έγινε; Πως δεν το κατάλαβα; Που ήμουν; Κι εκείνη.. ...στην Αθήνα έμενε όπως κι εγώ. Σε διαφορετική συνοικία. Δεν ξέρω γιατί δεν βρεθήκαμε ποτέ εκεί, πέρα από κάποιες καριώτικες χοροεσπερίδες. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου μαζί με τις ευχές για καλό χειμώνα δίναμε πάντα και υποσχέσεις για αντάμωση στην Αθήνα, αλλά αυτό ποτέ δεν συνέβη. Έτσι κάθε ανάμνηση που έχω από την Άρτεμη έχει για φόντο την Ικαρία. Ειδικά τα μεσημέρια. Όλο το νησί έμοιαζε να πέφτει σε λήθαργο. Η καλύτερη ώρα της μέρας. Οι καλύτερες ώρες του καλοκαιριού. Πηγαίναμε να βρούμε ζούδια, κολοσταυρίδες και κορκόφυλλες. Δεν τα πειράζαμε. Τα κοιτούσαμε μονάχα. Ακόμα και όταν πιάναμε ακρίδες ή τζιτζίκια, το κάναμε απλώς για να δείξουμε πως μπορούμε να το κάνουμε. Χωρίς κακία ή παιδική σκληρότητα, ακόμα και σε μια ηλικία που τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι ασαφή. Στη συνέχεια τα ελευθερώναμε. Το καλοκαίρι... ...δεν έρχεται πια στην πόλη. Ούτε ο έρωτας. Ο ένας τοίχος του γραφείου αποτελείται από ενισχυμένο γυαλί ώστε να επιτρέπει ανεμπόδιστα τη θέα. Ποια θέα; Την κίνηση στους δρόμους; Τα φώτα που ανάβουν από τις τέσσερις το απόγευμα; Την ομίχλη που σέρνεται σαν άσπρο φίδι στις υγρές λεωφόρους; Ο απέναντι τοίχος είναι επίσης γυάλινος. Οθόνες συνδεδεμένες με τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου. Όταν είναι ανοιχτές, το βλέμμα ταξιδεύει χιλιάδες μίλια μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου πηγαίνοντας από οθόνη σε οθόνη κι από πόλη σε πόλη. Τώρα είναι σβηστές. Κοιτάζοντας το σκοτεινό γυαλί τους... ...δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έρχονται στο μυαλό εκείνες οι αράχνες που βλέπαμε παλιά στην Ικαρία. Από κάποια στιγμή και μετά, απλώς έπαψαν να υπάρχουν. Δεν ξέρω γιατί. Δεν τις ξαναείδα στην Ικαρία και σίγουρα δεν τις είχα δει πουθενά αλλού. Οι ιστοί που σχημάτιζαν είχαν κανονικό εξαγωνικό ή οκταγωνικό σχήμα, αντί για το ακανόνιστο σαν σύννεφο σχήμα των συνηθισμένων ιστών. Ήταν μεγάλες και ξεχώριζε έντονα η μεγάλη κιτρινοπράσινη κοιλιά τους. Από μακριά φαίνονταν σαν να έχουν μόνο τέσσερα πόδια, αλλά αν τις κοίταζες από πιο κοντά καταλάβαινες πως είχαν οκτώ. Απλώς τα είχαν σε ζευγάρια, δύο μπροστά και δύο πίσω. Ήταν πραγματικά άσχημες. Ο ιστός τους ήταν πάντα υφασμένος κάθετα, εκείνες στο κέντρο κι έδειχναν να έχουν τον απόλυτο έλεγχό του. Αν ακουμπούσες την άκρη από ένα στάχυ σε μια γωνιά του και το κουνούσες λίγο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η αράχνη βρισκόταν εκεί. Ο δικός μας ιστός... ...είναι γυάλινος. Ας είναι τώρα κλειστές οι οθόνες. Τα νήματά του αποτελούνται από οπτικές ίνες και σχηματίζουν ένα δίκτυο που καλύπτει ολόκληρο τον πλανήτη. Μπορούμε να αντιληφθούμε ακόμα και την άκρη από ένα στάχυ που θα κολλήσει σ’ αυτόν. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άνθρωποι που μας κοιτάζουν με φόβο και αηδία, έτσι όπως κοιτούσαμε εμείς τις αράχνες εκείνες. Η παχιά μοκέτα πνίγει τον ήχο από τα βήματά μου. Προσθέτει στις κινήσεις μου κάτι μουλωχτό. Σαν αράχνη. Δεν γίνεται σκόπιμα, ούτε και μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Εδώ, όπως και στην αίθουσα των συσκέψεων, στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου, παίρνονται πολύ σημαντικές αποφάσεις. Δεν είναι δικές μου, αλλά σε κάποιο βαθμό είναι και δικές μου. Πολλές από αυτές, μπορεί να αφορούν το μέλλον ολόκληρων κρατών. Τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Ούτε και γι’ αυτό μπορώ να κάνω κάτι. Οτιδήποτε... ...κι αν έκανα, η Άρτεμις μπορούσε να το κάνει καλύτερα. Δεν με πείραζε αυτό. Ενοχλείται η σελήνη όταν το φως του ήλιου την εξορίζει από τον ουρανό; Το θεωρούσα δεδομένο. Σκαρφάλωνε στα ψηλότερα δέντρα συστρέφοντας το κορμί της σαν φίδι. Βουτούσε από τα ψηλότερα βράχια χωρίς να διαταράσσει την επιφάνεια της θάλασσας. Κι εγώ την καμάρωνα. Αγρίμι και θεά ήταν. Ποτέ δεν δίσταζε. Δισταγμοί... ...δεν χωράνε στη δουλειά μας. Για πιο πράγμα να διστάσουμε; Έτσι πίστευα μέχρι σήμερα. Το μόνο που θα μπορούσε να με τρομάξει είναι μια επένδυση υψηλού ρίσκου. Από την άλλη όμως, αυτές είναι που φέρνουν τα υψηλότερα κέρδη. Υπάρχει ο όρος "οικονομικός δολοφόνος". Δεν τον δέχομαι. Δεν τον δεχόμουν. Πίστευα πως απλώς προσφέραμε τις υπηρεσίες μας σε όσους τις ζητούσαν, φροντίζοντας να εξασφαλίσουμε πως δεν θα βγούμε ζημιωμένοι απ' αυτό. Το πίστευα στ' αλήθεια όμως ή ξεγελούσα τον ίδιο μου τον εαυτό; Με τσακισμένη την καρδιά, κοιτάζω από ψηλά την πόλη να ξενυχτά. Οι άνθρωποι φαίνονται πολύ μικροί για να θεωρηθούν άνθρωποι και σκέφτομαι πως κάποιες συμφωνίες μυρίζουν θειάφι. Όπως εκείνα τα νερά... ...στα Θερμά. Ήταν ένα καλοκαίρι που είχαμε ήδη μπει στην εφηβεία. Δεν κολυμπήσαμε, τα νερά ήταν πολύ παράξενα. Ραδιενεργά. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και η πιο ραδιενεργή πηγή στον κόσμο. Η πηγή της Αρτέμιδας. Έτσι ονομάζεται, δεν την βαφτίσαμε εμείς. Προτιμήσαμε να πάμε στον Ξυλοσύρτη, κι εκεί, σε μια κρυφή παραλία ακούσαμε επιτέλους τα κορμιά μας και κάναμε εκείνο που μας ζητούσαν. Γίναμε ένα. Ο έρωτας... ...στα χρόνια της κρίσης χρησιμοποιεί πάντα παρατατικό και αόριστο. Ανάμνηση και παρελθόν. Σε όποια πλευρά του όπλου κι αν βρίσκεσαι. Εκείνοι που αντικρίζουν την κάννη, χάνουν τα πάντα. Εγώ κερδίζοντας τον κόσμο, έχασα τον εαυτό μου. Σήμερα έγινε αυτό. Μάλλον έγινε από καιρό, αλλά σήμερα το κατάλαβα. Όταν τυχαία το βλέμμα μου έπεσε σε μια φωτογραφία στις διεθνείς ειδήσεις του google. Πριν διαβάσω το όνομα, αναγνώρισα τα αγαπημένα μάτια κι ας είχα να τα δω είκοσι χρόνια. Ήταν μέλος της «γλυκιάς συμμορίας» εκείνης της ομάδας που λήστευε τράπεζες και χρηματοδοτούσε κοινωνικές δράσεις, όπως ιατρεία για ανασφάλιστους. Σκοτώθηκε μαζί με τους συντρόφους της στη διάρκεια μιας αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη των μελών της ομάδας. Κοίταξα όλες τις αναφορές στην είδηση. Τα ΜΜΕ τους είχαν ξεσκίσει. Μέχρι τις σελίδες τους στο facebook παρουσίαζαν. Μονάχα ένα εναλλακτικό site ανέφερε τις δηλώσεις αυτοπτών μαρτύρων, πως τα θύματα φώναζαν ότι είναι άοπλοι και θέλουν να παραδοθούν. Κοίταξα τη σελίδα της στο facebook. Δέσποζε μια φωτογραφία που έδειχνε έναν τοίχο στον οποίο ήταν γραμμένο ένα σύνθημα: «Όποιος ερωτεύτηκε, ερωτεύτηκε.» Στην Ελλάδα της κρίσης, την οποία κι εγώ δημιούργησα με κίνητρο το κέρδος, ο έρωτας χρησιμοποιεί πάντα παρατατικό και αόριστο. Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το άψυχο, ξαπλωμένο σε κάποιο νεκροτομείο κορμί της, κοίταζω μια ξένη πόλη από ψηλά, καθώς ένας ηλιοκαμένος πιτσιρικάς κι ένας ερωτευμένος έφηβος, μου ζητάνε θυμωμένοι τα ρέστα μια ξοδεμένης ζωής.




Αύγουστος
(του Ισιδώρου Μαυρογεώργη)


Πλησίαζα τον αρουραίο με αργά βήματα και ήρεμες κινήσεις. Με κοίταζε με τα έξυπνα, μαύρα ματάκια του. Δεν έδειχνε διατεθειμένος να φύγει. Διόλου παράξενο. Το μέγεθος τον έκανε θρασύ και η ανάγκη απρόσεχτο. Να με κοίταζε άραγε με την ίδια λαχτάρα που τον κοιτούσα κι εγώ; Είκοσι βαθμοί υπό το μηδέν, με το μαύρο χιόνι να καλύπτει τα πάντα. Βάζεις την αναζήτηση της τροφής πάνω ακόμη και από την ασφάλειά σου. «Πεινάς μικρέ μου φιλαράκο;» ρώτησα γλυκά. Έπαιξε λίγο τη μουσούδα του κι έστρωσε τα μουστάκια του. Ρητορική ερώτηση. Και βέβαια πεινούσε. Με την άκρη του ματιού μου έπιασα μια κίνηση δεξιά. Ήταν δύο από τα φιλαράκια του. Αν μαζεύονταν κι άλλοι, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα. Οι μέρες που τρέφονταν με πτώματα είχαν περάσει. Άλλαξαν οι αρουραίοι, όπως αλλάξαμε κι εμείς. Τους πρώτους μήνες, όταν ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό και το ατελείωτο χιόνι σηματοδοτούσε την αρχή του πυρηνικού χειμώνα, οι αρουραίοι είχαν άφθονη τροφή. Ανθρώπινα πτώματα υπάρχουν και τώρα, αλλά οι αρουραίοι έχουν γίνει τόσοι πολλοί, που δεν αρκούνται σε πτώματα. Θεωρώ άδικο που επέζησαν τόσοι άνθρωποι. Αν μπορεί να θεωρηθεί βέβαια ζωή αυτό το καθημερινό σύρσιμο στην παγωνιά και το σκοτάδι με τις μολυσμένες, φωσφορικές λάμψεις, για θαμμένες κονσέρβες ή αρουραίους. Κανονικά θα έπρεπε, αφού η ανθρωπότητα ήθελε να αυτοκτονήσει, να το έκανε με τέτοιο τρόπο που δεν θα έπαιρνε τα υπόλοιπα είδη στο λαιμό της. Όχι σαν τον αυτόχειρα που πηδάει από ψηλά και πέφτει τυχαία σε κάποιον, σκοτώνοντάς τον και γλυτώνοντας ο ίδιος. «Ω, μα και βέβαια πεινάς μικρούλι μου». Πλησίασα κι άλλο. Ένιωσα λίγο σάλιο να κυλάει από τα χείλη μου. Δεν το σκούπισα. Δεν ήθελα να σπάσει αυτό το δέσιμο που είχε δημιουργηθεί με τα βλέμματά μας. Σήκωσα το ρόπαλο του μπέιζμπωλ αργά. «Σού’ χω νέα καλό μου» είπα τρυφερά. Άκουσα αλαφροπατήματα πίσω αριστερά. Κι άλλοι αρουραίοι. Τώρα ήταν η κρίσιμη στιγμή. «Κι εγώ πεινάω... και θα ΦΑΩ!» τον βεβαίωσα κατεβάζοντας το ρόπαλο. Εκείνος σκλήρισε κι έκανε να φύγει. Πολύ αργά. Το χτύπημα τον βρήκε στο πίσω μέρος. Προσπάθησε να συρθεί όπως μπορούσε αλλά ένα ακόμη χτύπημα και το γεύμα μου ήταν έτοιμο. Οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν. Σκούπισα τα σάλια μου που έτρεχαν. «Έτσι είναι» του είπα για να τον παρηγορήσω. «Σήμερα εσύ, αύριο εγώ» Αλήθεια ήταν. Τρώγαμε τους αρουραίους και μας έτρωγαν. Τις ίδιες ραδιενεργές πρωτεΐνες ανταλάσσαμε. Για πόσο; Για όσο! Δεν ξέρω τι κατάσταση επικρατούσε στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά εδώ στην Ευρώπη δεν υπήρχε τίποτε. Στην αρχή κατευθυνόμουν βόρεια, μέχρι που συνάντησα άλλους να κατευθύνονται προς το νότο. Παντού τα ίδια. Έτσι απέμεινα εδώ να σέρνομαι στο χιόνι, σε αυτοσχέδια καταφύγια ανάμεσα στα ερείπια, ώσπου ο πυρηνικός χειμώνας, οι αρουραίοι ή η ραδιενέργεια να με σκοτώσει. Μια επιβίωση που μετριέται σε μήνες. Σύμφωνα με το ρολόι μου –το μόνο πράγμα που έχει μείνει από τη ζωή πριν- είναι μεσημέρι Αυγούστου. Χιόνι, παγωνιά και ατέλειωτο σκοτάδι. Έκτη Αυγούστου. Νομίζω, σαν σήμερα είχε πέσει στη Χιροσίμα η πρώτη ατομική βόμβα, αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Ποτέ δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτά...


*     *     *



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΩΡΓΗ


Ο Ισίδωρος Μαυρογεώργης γεννήθηκε το 1970, στην Καλλιθέα Αττικής, αλλά κατάγεται από την Ικαρία, γεγονός που θεωρεί καθοριστικό για τον ίδιο. Γι’ αυτό  άλλωστε νιώθει
γέννημα – θρέμμα της Ικαρίας, παρ’ όλο που ούτε έχει γεννηθεί, ούτε έχει μεγαλώσει εκεί. Έχει εργαστεί ως οδοντοτεχνίτης, ταπετσιέρης τοίχων, μοκετάς, ραδιοφωνικός παραγωγός, οδηγός ασθενοφόρου, διανομέας φυλλαδίων, πωλητής, διαφημιστής, βιομηχανικός εργάτης, αρθρογράφος, βιβλιοκριτικός, διοργανωτής συναυλιών και μεταμεσονύκτιων κινηματογραφικών προβολών. Ως «αγία τριάδα» θεωρεί τους Stephen King, H.P. Lovecraft, και Edgar Allan Poe, αλλά ήταν ένας τέταρτος Αμερικανός συγγραφέας που τον οδήγησε στο γράψιμο: ο Ray Bradbury. Συγκεκριμένα, μια Πέμπτη βράδι, στα τέλη των ‘80ς, έχοντας μόλις παρακολουθήσει ένα επεισόδιο από το The Ray Bradbury Theater (τηλεοπτικές μεταφορές διηγημάτων του Bradbury) σκέφτηκε πως η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει διαφορετικά. Έγραψε το εναλλακτικό τέλος σε μια γραφομηχανή Dora Olivetti κι όταν είδε πως αυτή η βλασφημία του έμεινε ατιμώρητη, συνέχισε να γράφει ιστορίες παίζοντας με την πραγματικότητά, αλλάζοντάς την κάποιες φορές και περιγράφοντάς την όπως θα έπρεπε, όπως δεν θα έπρεπε και όπως θα μπορούσε να είναι. Διηγήματά του πρωτοδημοσιεύτηκαν στις αρχές των ‘90ς στο φανζίν «Splatterzine» (“Έρεβος”, “Μια Οπτασία”) κι ύστερα «σίγησε» για πάνω από δυο δεκαετίες. Ξεκίνησε να γράφει πάλι το 2013, ύστερα από προτροπή μιας αγαπημένης του φίλης να συμμετάσχει σε κάποιο λογοτεχνικό διαγωνισμό. Διακρίθηκε, γλυκάθηκε από τη διάκριση αυτή και αποφάσισε να συμμετάσχει και σε άλλους διαγωνισμούς, με αποτέλεσμα σήμερα διηγήματά του να έχουν διακριθεί και δημοσιευτεί (ή βρίσκονται υπό δημοσίευση) από τις εκδόσεις «Παράξενες μέρες» (“Η Αλυσίδα”, “Αύγουστος”, “Η Πεταλούδα Του Χρόνου”),«Κέφαλος» (“Άμμος”, “Ο Λύκος”, “Το Πλατανόφυλλο Και Η Καρδερίνα”)  «iWrite» (“Deicide”, “Η Επιστροφή”, “Περιστέρι, Όπως Άλμπατρος”), «Ανάτυπο» (“Ignotum Ante Portas”, “Ένα Για Το Δρόμο”), «Μεταίχμιο» (“Σκοτεινός Ήλιος”), «Άπαρσις» (“Μέχρι Ο Θάνατος…”), «Νίκας» (“Ίασις”), «Πηγή» (“Κοινωνική Ανευθυνότητα”), και την ιστοσελίδα «Eyelands» (“Στα Όρια Των Δύο Κόσμων”). Το 2016 συμμετείχε στο ομαδικό μυθιστόρημα “Ταξίδι στο τέλος του κόσμου” των εκδόσεων «Παράξενες μέρες» γράφοντας το 8ο κεφάλαιο. Διαβάζει (όσο περισσότερο μπορεί), γράφει (τα βράδια κυρίως), ταξιδεύει (όταν έχει λεφτά), φτιάχνει μουσικά βίντεο (για το κανάλι του στο You Tube) κι εύχεται η μέρα να είχε 30 ώρες ώστε να προλαβαίνει να κοιμάται και λίγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!