ΕΛΕΥΘΕΡΙΆ ΧΑΙΡΕ - Διήγημα του Στάθη Λιώτη - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

ΕΛΕΥΘΕΡΙΆ ΧΑΙΡΕ - Διήγημα του Στάθη Λιώτη


Αποτέλεσμα εικόνας για καλαντα

ΕΛΕΥΘΕΡΙΆ ΧΑΙΡΕ

Τον ξύπνησε το κουδούνι.Σηκώθηκε, φόρεσε την ρόμπα του νωχελικά, ίσιασε λίγο τα μαλλιά του και άνοιξε την πόρτα. Ήταν δύο παιδιά που ήρθαν να τραγουδήσουν τα κάλαντα και αφού τους έδωσε την άδεια, έπειτα απ' την καθιερωμένη ερώτηση << να τα πούμε>>, αφέθηκε στις απαλές μελένιες φωνούλες που ανήγγειλαν χαρούμενα τον ερχομό του Κυρίου στη γη. Παρακολουθούσε νυσταγμένα το ξανθό παιδί που χτυπούσε ρυθμικά το τρίγωνο και τον νανούριζε. Γύρω στα δεκατέσσερα το υπολόγιζε. Μετά το <<και του χρόνου>> τους έδωσε απο ένα κατοστάρικο, τα φίλεψε μερικές καραμέλες κι έκλεισε τη βαριά πόρτα ασφαλείας πίσω του. Έπεσε στο κρεβάτι και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Δεν τα κατάφερε. Ο ύπνος είχε πάει περίπατο.Το καλύτερο σκέφτηκε, ήταν να σηκωθεί. Έξυσε το κεφάλι του αμήχανα μην ξέροντας τι να κάνει. Δουλειά δεν είχε, καθότι παραμονη Χριστουγέννων, κι έπρεπε κάπως να περάσει τη μέρα του. Έφτιαξε πρωινό και στήθηκε στην τηλεόραση. Άρχισε να πλήττει γιατί τα προγράμματα ήταν, επιεικώς, απαράδεκτα. Πάτησε το κουμπί και την έσβησε. Αποφάσισε να κατέβει μέχρι το κέντρο της πόλης για να ψωνίσει μερικά δωράκια και να τα στείλει στην βαπτιστήρα του.
Περπατούσε κατά μήκος του δρόμου, φορώντας το καινούριο χοντρό του πανωφόρι που του το είχε δωρίσει ο γιός του ο οποίος σπούδαζε στην Αμερική. Το κρύο εισχωρούσε ως τα κόκαλα και μια που ήταν επιρρεπής στις αρρώστιες διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο να κρυώσει.
Σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα και κοίταξε το εσωτερικό της. Είδε έναν τεράστιο Άγιο Βασίλη με την κόκκινη φορεσιά του και την κατάλευκη γενιάδα να του χαμογελά βαστώντας στ'αριστερό χέρι ένα ριγωτό μπαστούνι και στο δεξί ένα σάκο φουσκωμένο με δώρα. Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με μια πράσινη τσόχα και πάνω ήταν τοποθετημένα διάφορα παιχνίδια. Ζήτησε από την κοπέλα του μαγαζιού να του τυλίξει ένα αλογάκι και τον Άγιο Βασίλη, έγραψε μια κάρτα<< στην Κωνσταντίνα με αγάπη ο νονός σου>> και ξεκίνησε να φύγει
 αφήνοντας την πωλήτρια με το πλατύ χαμόγελο το οποίο υιοθετούν όλοι οι μαγαζάτορες που επιθυμούν να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Συνέχισε την βόλτα του στα καταστήματα. Στη γωνία κάτω στο πεζοδρόμιο, αντίκρισ' ένα αγόρι. Γύρω στα οκτώ πρέπει να 'τανε. Φορούσε ρούχα που θύμιζαν έντονα πατσαβούρα. Του φάνηκε πως η μορφή του είχε ξεφύγει απ' το παραμύθι του Όλιβερ Τουίστ. Παρακαλούσε τους περαστικούς να το ελεήσουν. Συνήθως δεν έδινε βοήθεια σε ζητιάνους, μια που έχει γεμίσει ο τόπος απο δαύτους και λίγοι έχουν ανάγκη την συμπόνοια.Μα αυτό τ' αγόρι, θες η εμφάνισή του, θες το εορταστικό κλίμα, ένιωσε πως πραγματικά ήταν δυστυχισμένο. Έσκυψε και το ρώτησε τ' όνομά του.
<<Λευτέρη>>, απάντησ' εκείνο. Απίθωσε τα δώρα που είχε μόλις αγοράσει, ξεκόλλησε την κάρτα, τα έδωσε στο παιδί και, πριν αυτό προλάβει ν' αντιδράσει, έστριψε στη γωνία και χάθηκε.
Βάδιζε κι ένιωθε αγαλλίαση βαθιά στην ψυχή του.Βρέθηκ' έξω απο ένα φούρνο κι η μυρουδιά των φρέσκων τσουρεκιών του γαργάλησε τα ρουθούνια. Μπήκε μέσα και αγόρασε δύο κομμάτια, καθώς κι ένα κιλό μελομακάρονα. Συνέχισε το σεριάνι του στα μαγαζιά και τ' αυτιά του τα πλημμύριζαν οι χριστουγγεννιάτικες μελωδίες.Ο δήμαρχος,καλοσύνη του,είχε βάλει μουσική μπρος στα μεγάφωνα του δημαρχίου κι αντηχούσε όλη η πόλη.Όταν ακούστηκε η "Άγια Νύχτα" από την παιδική χορωδία του δήμου,συγκινήθηκε επειδή γύρισαν στο μυαλό του παλιές χριστουγεννιάτικες εικόνες με την οικογένειά του.Θυμήθηκε τους γονείς του,τους συγγενείς,τους εφηβικούς φίλους και ό,τι άλλο είχε αγαπήσει,που πλέον ήταν σκιές οι οποίες είχαν στοιχειώσει μέσα του.
Η βόλτα κάποτε τελειώσε όπως και τα ψώνια κι αποφάσισε πως ήταν η ώρα να επιστρέψει σπίτι.Στο δρόμο όμως κάτι δεν του πήγαινε καλά,κάτι τον κεντούσε.Δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό.Μόλις έφθασε στο σπίτι,πήρ΄ένα μελομακάρονο και στρώθηκε στον καναπέ να διαβάσει εφημερίδα.Το κέντημα συνεχιζόταν,λες και το ΄χε βάλει σκοπό να τον ξεπετάξει μια ώρ΄αρχύτερα.Φυσούσε και ξεφυσούσε σαν ταύρος μπρος στο κόκκινο πανί.Αισθανόταν δυσφορία χωρίς να ξέρει την αιτία.Και τι πιο παράξενο ήταν πως αυτή του η αδιαθεσία δεν είχε τις ρίζες της σε οργανικά αίτια,μια που πολύ πρόσφατα τον είχε εξετάσει γιατρός.Παράτησε την εφημερίδα κι έκλεισε τα μάτια.Ξαφνικά πέρασε από μπροστά του ο Λευτέρης.Κρατούσε ένα λευκό περιστέρι που σε κάποια στιγμή τ΄άφησε και αυτό πέταξε τριγύρω στο δωμάτιο.Το Τηλέφωνο του έκοψε το όραμα.Ήταν ο Αντώνης που του πρότεινε να πάνε σ ένα κέντρο το βράδυ,ένεκα της ημέρας,για να γλεντήσουν μ΄όλη την παρέα.Του τόνισε και την ύπαρξη τριών γυναικών που θα ήταν μαζί τους,ξέροντας πως θα τον συγκινούσε,μια που η γυναίκα του είχε μετακομίσει προ πολλού σε μι΄άλλη διάσταση.Δέχθηκε την πρόταση πρόθυμα.'Εφαγε για μεσημέρι,δόξα τον Κύριο,η δουλειά του τού παρείχε αρκετά αγαθά,και ξάπλωσε.Κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε το ίδιο όραμα με το Λευτέρη και το περιστέρι.Γύρω στις έξι έβαλε το μαύρο μπλέιζερ σακάκι του,έδεσε και την πολύχρωμη γραβάτα με τις πεταλούδες κι έφυγε για την καθιερωμένη επίσκεψη στη βαφτιστήρα του.Οι κουμπάροι του χάρηκαν που τον είδαν,ή τουλάχιστον έδειξαν πως χάρηκαν.Τον κέρασαν τον πατροπαράδοτο κουραμπιέ.Η συζήτησή τους στράφηκε σε διάφορα ζητήματα,από φιλοσοφία και πολιτική μέχρι κουτσομπολιό για τα πρόσωπα της επικαιρότητας και θέματα γύρω από την οικονομία.Κάποια στιγμή τινάζεται πάνω,τους αποχαιρετά και φεύγει,γιατί πλησιάζε η ώρα του ραντεβού που είχε δώσει.                                                
Γύρω στις έντεκα ήρθε ο Αντώνης,τον πήρε και πήγανε στο κέντρο.Ήτανε μισοσκότεινα κι ένα πράσινο φως έπεφτε πάνω στην ορχήστρα που εκείνη τη στιγμή κούρδιζε τα όργανά της.Μαζί τους ήταν κι ο Μάρκος ο οποίος άρχισε να τους ζαλίζει,με τη γνωστή σε όλους τους φλυαρία του.Η αίθουσα του φαινόταν τεράστια,κι ας είχε πάει πολλές φορές.Το σκοτάδι του τρυπούσε τα μάτια κι η δυσφορία του χειροτέρευε.Έκανε όμως υπομονή ελπίζοντας πως,μόλις αρχίσει η τραγουδίστρια να ερμηνεύει τα κομμάτια της,θα καλυτέρευε.Η Μάρθα κάθισε δίπλα του,φλεγόμενη από πόθο,και τον γλυκοκοιτούσε,μα ούτε που το κατάλαβε.Έφτασαν και τα εδέσματα,αρκετά πλούσια,κι η παρέα παράτησε τη συζήτηση κι άρχισε να τρώει.Ολονών τα στομάχια δέχονταν τις σαλάτες,τα κρέατα,τα πουλερικά,τα κρασιά.Μα εκείνος δεν είχε όρεξη.Η Μάρθα το παρατήρησε.Του έπιασε το χέρι,το έσφιξε στο δικό της και τον ρώτησε γιατ΄είναι σκεφτικός. Δεν πήρε απάντηση.Η τραγουδίστρια είχε φτάσει στο πέμπτο άσμα της.Όλοι διασκέδαζαν κι εγκωμίαζαν τις άγιες αυτές μέρες που επιτέλους έβρισκαν την ευκαιρία να ξεσκάσουν!
 Γύρω στις μιάμιση περίπου η ορχήστρα έπαιζε χορευτικά κομμάτια,ξέφρενα ως επί το πλείστον.Ο έρωτας είχε χτυπήσει τη Μάρθα,που τον σήκωσε με τη βία να χορέψουν,και για να μη την στενοχωρήσει δέχθηκε,παρ΄ όλο που η δυσφορία του είχε ξεπεράσει τα όρια.Ένιωθε την ανάσα του να βγαίνει πολύ δύσκολα και του ήταν σχεδόν αδύνατο να εισπνέυσει και να εκπνεύσει.Η γυναίκα είχε ριχθεί στην αγκαλιά του κι ούτε που κατάλαβε τους αναστεναγμούς του.Ξαφνικά ένιωσε κάτι ν΄αστράφτει στο μυαλό του.Παρατάει την ντάμα του,δικαιολογείτε στην παρέα και φεύγει σχεδόν τρέχοντας.
 Η ώρα ήταν περασμένη και δεν ήξερε αν θα τον έβρισκε εκεί.Έφτασε στο πεζοδρόμιο αλλά απουσίαζε.Έψαξε σ΄ όλο το τετράγωνο και τον εντόπισε να κοιμάται  σ΄ένα παγκάκι τυλιγμένος μ έφημερίδες. " Ξύπνα Λευτέρη",του είπε και τον σκούντησε.Ξύπνησε το αγόρι και τον κοίταξε φοβισμένα.Χωρίς να το πολυσκεφτεί τον πήρε απ΄το χέρι,τον έβαλε στο πρώτο ταξί που βρήκε στο δρόμο και τον πήγε σπίτι του.Τον ρώτησε αν πεινάει.Έγνεψε θετικά.Έστρωσε το καλό τραπεζομάντιλο.που το κρατούσε για εξαιρετικές περιπτώσεις,και του σερβίρισε όσο φαγητό είχε στο ψυγείο.Η απορία χαράχτηκε στο πρόσωπο του μικρού. '' Μην απορείς" του είπε." Από τώρα και στο εξής θα σε κρατήσω κοντά μου και θα σε φροντίσω σαν δικό μου παιδί''.Την ησυχία της νύχτας τη διέκοψε η φωνή του κόκκορα.Ξημέρωναν Χριστούγεννα.         

Στάθης Λιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!