Συνέντευξη με τον Διδάκτορα Τάσο Μιχαηλίδη (Μέλος Κριτικής Επιτροπής «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Πεζογραφίας Κέφαλος») - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Συνέντευξη με τον Διδάκτορα Τάσο Μιχαηλίδη (Μέλος Κριτικής Επιτροπής «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Πεζογραφίας Κέφαλος»)


DSC_0701cropa

Συνεχίζουμε την παρουσίαση των μελών της κριτικής επιτροπής του «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Πεζογραφίας ΚΕΦΑΛΟΣ» του λογοτεχνικού περιοδικού μας. Όλο τον Σεπτέμβριο θα παρουσιάζονται τα μέλη των κριτικών επιτροπών του εν λόγω διαγωνισμού, με μία συνέντευξη που θα δώσουν στον εκδότη του περιοδικού, φιλόλογο,δημοσιογράφο και λογοτέχνη, κ. Πλούταρχο Πάστρα.
Στη σημερινή μας παρουσίαση θα σας παρουσιάσουμε τον Διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας και μεταδιδακτορικός ερευνητής του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, κ. Τάσο Μιχαηλίδη, ο οποίος απάντησε στις ερωτήσεις του κ. Πάστρα. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΡ. ΤΑΣΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ


1. Ποια θεωρείτε πως είναι τα καταλληλότερα κριτήρια για μία αντικειμενική λογοτεχνική κριτική;

Θα ήθελα αρχικά να διαχωρίσουμε την έννοια της βιβλιοπαρουσίασης από τη λογοτεχνική κριτική, γιατί συχνά παρατηρείται μια σύγχυση. Αν και η λογοτεχνική κριτική συστήνει ένα νέο βιβλίο στο αναγνωστικό κοινό, όπως δηλαδή και η βιβλιοπαρουσίαση, κάθε κείμενο που αξιώνει να προσδιορίζεται ως κριτική δεν πρέπει να μένει σε μια ειδολογική κατάταξη και απλή περιγραφή της πλοκής, αλλά να προχωρά βαθύτερα. Η λογοτεχνική κριτική επιδιώκει να διαμεσολαβήσει τη γραφή του δημιουργού, να κατανοήσει και να περιγράψει σύντομα βασικά χαρακτηριστικά της αισθητικής και θεματολογίας του και να υλοποιήσει μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του έργου. 
Η λογοτεχνική κριτική διατυπώνει καίρια σχόλια για το είδος, ύφος, τεχνική και τους θεματικούς πυρήνες του. Αποτελεί μία πρώιμη, γι’ αυτό πολύτιμη, όσο και παρακινδυνευμένη, αποτίμηση της αξίας, σημασίας και θέσης του έργου στον εγχώριο λογοτεχνικό κανόνα του είδους του. Αναλαμβάνει δηλαδή να περιγράψει με ορθολογικά κριτήρια την ιδιαιτερότητα της φωνής ενός συγγραφέα, επιχειρηματολογώντας πειστικά για όποια στοιχεία διαφοροποιούν αυτό το έργο σε σχέση με κείμενα άλλων συγγραφέων ή σε σύγκριση με προηγούμενα του ίδιου. Με βάση, επίσης, τη γνώση που οφείλει να έχει ένας κριτικός για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή μπορεί να φανεί ακόμα πιο φιλόδοξος/η -και εφόσον τα στοιχεία του/της το επιτρέπουν- να εντάξει το έργο ή τον συγγραφέα σε μια νέα τάση, γενιά, σχολή. Επισημάνσεις και οριοθετήσεις που θα δικαιωθούν ή θα αμφισβητηθούν από τους ιστορικούς λογοτεχνίας του μέλλοντος. Άλλες φορές, η κριτική είναι πιθανόν να αναλύσει επιμέρους ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας του έργου και να επισημάνει τυχόν αδυναμίες που θεωρεί ότι οφείλει ο δημιουργός να λάβει σοβαρά υπόψη του για την εξέλιξη της γραφής του. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι το αυθαίρετο όριο των 800-1000 λέξεων που προκαθορίζεται συχνά από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για λόγους αναγνωσιμότητας, οικονομίας και για πολλούς άλλους που δεν σχετίζονται, πάντως, με τη γλώσσα της κριτικής, δεν βοηθά την ενίσχυση και ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής στο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο. Δεν έχουμε ανάγκη μόνο από διαφημίσεις βιβλίων και αναδιατυπώσεις του οπισθόφυλλου, αλλά από κείμενα που αναλύουν και συστήνουν έργα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, εκπαιδεύοντας, υπό μία έννοια, επαρκείς και απαιτητικότερους αναγνώστες.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο/η κριτικός της λογοτεχνίας είναι απαραίτητο να είναι γνώστης της ιστορίας της λογοτεχνίας, της εγχώριας λογοτεχνικής παράδοσης, όπως και να κατανοεί σε βάθος, όρους, τεχνικές, συστήματα, σχολές και χαρακτηριστικά του κάθε είδους. Δεν είναι απαραίτητο να είναι επαγγελματίας της Φιλολογίας, αλλά χρειάζεται να έχει κατακτήσει πολλά από τα «σκεύη», εργαλεία και το γνωστικό υπόβαθρο ενός φιλολόγου. Ως επαρκής αναγνώστης οφείλει να καθορίσει τα δικά του/της κριτήρια και να γνωρίζει, αλλά και να επικοινωνεί στον αναγνώστη τις δικές του/της αξιωματικές αρχές και λογοτεχνικές καταβολές/πρότυπα, με βάση τα οποία προσεγγίζει και αξιολογεί τη λογοτεχνία. Σε κάθε περίπτωση, είναι ανάγκη να μπορεί να αναγνωρίζει τυχόν δικές του/της προκαταλήψεις και στερεότυπες δομές της σκέψης του/της και να τις καταπολεμά εγκαίρως, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει, με τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν διαύγεια, την όποια πρωτοτυπία ή συγγραφική δεξιότητα, όταν λειτουργεί αισθητικά στο έργο και να τα επικοινωνήσει στο κοινό του. 
Θεωρώ ότι βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα που χρειάζεται να έχει κάθε κριτικός είναι η ικανότητα διείσδυσης στο κείμενο, για να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τη θετική διαφορά σε ένα νέο έργο και να εντοπίζει το όποιο διαφοροποιητικό ή αποκλίνον στοιχείο του από τους μέχρι τώρα κανόνες του είδους που εντάσσεται. Γι’ αυτό, απαιτείται κανείς να διαθέτει οξυδέρκεια, ένστικτο, αναλυτική ικανότητα και τόλμη. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο, να διακρίνει και να προκρίνει δημόσια ένα λογοτεχνικό έργο μέσα σε έναν τόσο μεγάλο όγκο παραγωγής ή να υπερασπίσει μια αισθητική μετατόπιση που επιχειρεί ένας δημιουργός ως προστιθέμενη αξία και συνεισφορά στην εξέλιξη της λογοτεχνικής γραφής. 
Κατά συνέπεια, και ο/η κριτικός εξελίσσεται μέσα από την ανάγνωση, ανάλυση και γραφή του/της, γεγονός που προϋποθέτει μια συνεχή προσπάθεια αυτοβελτίωσης και περαιτέρω λέπτυνσης της σκέψης και γλωσσικής έκφρασης, προκειμένου να διατυπώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια και διαύγεια τις κρίσεις του/της. Λυπάμαι για τη μακροσκελή απάντηση, αλλά η κριτική δεν είναι εύκολο να οριστεί, ούτε είναι μια απλή διαδικασία να προσδιορίσει κανείς τα επιμέρους εργαλεία της. Είναι ένα κρίσιμο ζήτημα με σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτισμική και λογοτεχνική μας παραγωγή, που με απασχολεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.

2. Μιλήστε μας για την εμπειρία σας ως μέλος της κριτικής επιτροπής του «1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Πεζογραφίας Κέφαλος».

Η εμπειρία μου ως μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού ήταν ενδιαφέρουσα και επιβεβαιώνει ό,τι έχω παρατηρήσει εν πολλοίς από τη συστηματική ανάγνωση νέων εκδόσεων, σύγχρονων δημοσιευμένων κειμένων, αλλά και έργων που παράγουν σπουδαστές μου μέσα στο πλαίσιο εργαστηρίων Δημιουργικής Γραφής. Παρά το γεγονός ότι σχολιάζεται αρνητικά το φαινόμενο της συρρίκνωσης του αναγνωστικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα, συνεχίζει μια σημαντική μερίδα ανθρώπων να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία και να παράγει λογοτεχνία. Υπήρχαν ενδιαφέροντα κείμενα σε όλα τα είδη που προέβλεπε ο διαγωνισμός και αν επιχειρήσω να διακρίνω κατηγορίες ως προς τη σχέση των διαγωνιζομένων με τη λογοτεχνία, μπορώ να παρατηρήσω ότι: 
α) ένας ικανοποιητικός αριθμός έργων μαρτυρούσε πως οι δημιουργοί τους ήταν έμπειροι τεχνίτες του λόγου, είχαν αφηγηματικές ικανότητες και γνώσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Υποθέτω πως ήδη κάποιοι έχουν σημειώσει μια διαδρομή στον χώρο ή τέλος πάντων τα κείμενά τους θα άξιζε να δημοσιευτούν και να επικοινωνήσουν με ένα πλατύτερο κοινό. 
β) Μια άλλη μερίδα έργων των διαγωνιζομένων φανέρωνε πως οι δημιουργοί τους έχουν κατακτήσει δεξιότητες συγγραφής, ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχει ακόμα δρόμος εξέλιξης και εμβάθυνσης στα εργαλεία τους. Σε κάθε περίπτωση, η αφορμή της συμμετοχής σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό, πιστεύω, ότι είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη ως εμπειρία και συμβάλει στην περαιτέρω καλλιέργεια της γλώσσας, της τεχνικής και της κατάλληλης προσαρμογής της έκφρασης και μορφής στο περιεχόμενο και το είδος του έργου. Είναι, πάντως, σαφές ότι αυτή η μερίδα διαγωνιζόμενων έχουν λογοτεχνικές δυνατότητες, που μπορούν δουλεύοντας συστηματικά να τις εξελίξουν.
γ) Τέλος, όπως στους περισσότερους διαγωνισμούς, υπάρχουν και συμμετέχοντες που αγαπούν τη λογοτεχνία και αντιλαμβάνονται τη συγγραφή ως αυτό-ανακάλυψη και ευκαιρία αυτό-εμβάθυνσης (εγγενές, ούτως ή άλλως, στοιχείο της λογοτεχνικής έκφρασης). Δεν μπορώ να πω ότι αυτά τα κείμενα αξιώνουν με αισθητικούς όρους τον όρο λογοτεχνία, αλλά είναι ένα τόλμημα προσωπικό αυτών των συμμετεχόντων. Υποθέτω περισσότερο ένας πειραματισμός παρακίνησης για μεγαλύτερη ενασχόληση με κάτι που τους ενδιαφέρει. Από την εμπειρία μου αναγνωρίζω ότι αυτά τα κείμενα αποτελούν δημιουργικές δραστηριότητες που πιθανότατα παρήγαγαν οι δημιουργοί μέσα στο πλαίσιο εργαστηρίων. Όμως και πάλι, με αυτό το κριτήριο, είναι αξιόλογες προσπάθειες που μπορεί κανείς, εφόσον το θελήσει, να εξελίξει σημαντικά.
Πάντως, το να διαβάζεις και να γνωρίζεις/επικοινωνείς μέσω της ανάγνωσης με βαθύτερες σκέψεις, συναισθήματα, αντιλήψεις τόσων ανθρώπων, όπως και να οικειώνεσαι την αισθητική και τη δημιουργικότητά τους μέσα από το έργο τους, είναι πραγματικά τιμητική και δημιουργική διαδικασία. Είναι πολύτιμη εμπειρία για έναν λογοτέχνη και ερευνητή της λογοτεχνίας, γιατί μου δίνει μια ακόμα ευκαιρία να προσεγγίσω σύγχρονα και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών, που προέρχονται από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, ανήκουν σε διάφορες ηλικιακές και επαγγελματικές ομάδες και έχουν διαφορετική σχέση με τη λογοτεχνία. 
Είναι ένα γοητευτικό πνευματικό ταξίδι η επαφή με όλα αυτά τα έργα. Την ίδια στιγμή, αποτελεί μια ωφέλιμη διαδικασία, καθώς απαιτεί από τον/την κριτή μια ακόμα μεγαλύτερη συστηματοποίηση των κριτηρίων αποτίμησης της λογοτεχνικής γραφής και μεθοδική προσέγγισή των λογοτεχνικών κειμένων, εφόσον αναφερόμαστε σε έναν διαγωνισμό με πολυάριθμους συμμετέχοντες.

3. Ποιο θεωρείτε πως είναι το αντίκτυπο ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού στο χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας;  

Όπως ανέφερα προηγουμένως και έχω κατά καιρούς αναλύσει, θεωρώ ότι η συμμετοχή σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό είναι μια εποικοδομητική εμπειρία για έναν συγγραφέα και ειδικά για έναν νέο δημιουργό. Προφανώς, όχι γιατί έχει τόσο σημασία στα πρώτα βήματα, αν θα διακριθεί, αλλά κυρίως για ό,τι σημαίνει μια συμμετοχή σε επίπεδο δουλειάς των έργων του -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι λογικό να αποσκοπεί κάποιος που συμμετέχει στη διαδικασία σε μία διάκριση. Γι’ αυτό ας τα πάρουμε από την αρχή. 
Πρώτον, λοιπόν, είναι μια καλή αφορμή να δουλέψει συστηματικότερα τα έργα του και να μελετήσει πιο αποστασιοποιημένα τη γραφή του, προκειμένου να επιλέξει ποιο κείμενο θεωρεί ότι πρέπει να στείλει στον διαγωνισμό. Αν μάλιστα, δεν έχει εμπειρία δημοσίευσης, είναι μια ιδανική ευκαιρία να επεξεργαστεί τα κείμενά του ή να γράψει ένα νέο, να ζητήσει την άποψη ανθρώπων που εμπιστεύεται τη γνώμη τους, να πάρει αποστάσεις από το έργο του και να το δουλέψει προσεκτικά σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου. Είναι λογικό όταν γράφει κάποιος και μένει μήνες το χειρόγραφο στο συρτάρι ή στα ηλεκτρονικά έγγραφά του να το επεξεργάζεται ως ένα σημείο, αλλά να μην το τελειοποιεί στον βαθμό που θα το κάνει, όταν είναι να κριθεί είτε από κάποιον κριτή ή από το αναγνωστικό κοινό. Επομένως, το πρώτο κέρδος είναι ότι αναγκάζεται ο/η δημιουργός να αποκτήσει κριτήρια αποτίμησης των θετικών και αρνητικών των κειμένων του. Να διαλέξει -μια όχι και τόσο εύκολη διαδικασία- ποιο είναι καταλληλότερο και γιατί, ενώ στη συνέχεια να το επεξεργαστεί όσο χρειάζεται, για να μπορεί να αποσταλεί στον διαγωνισμό.
Δεύτερον, είναι ίσως μια πρώτη επαφή όχι απλώς με έναν αναγνώστη, που μπορεί να προσεγγίσει επιφανειακά το κείμενό του/της, αλλά με επαρκείς αναγνώστες, οι οποίοι και λόγω του πλαισίου είναι υποχρεωμένοι να εστιάσουν, να εμβαθύνουν και να μελετήσουν ουσιαστικά το έργο. Είναι δηλαδή μια πραγματική μορφή επικοινωνίας.
Τρίτον, σε περίπτωση που διακριθεί ένας δημιουργός, ειδικά αν προβλέπεται δημοσίευση κάποιων επιλεγέντων έργων σε ηλεκτρονική ή έντυπη έκδοση, έχει μια σημαντική ευκαιρία επαφής με αναγνώστες και μια πρώτη ενθάρρυνση για συνέχεια της συγγραφικής προσπάθειας. Άλλωστε, μια σύντομη ματιά στην ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας δείχνει πόσοι σημαντικοί λογοτέχνες πήραν μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς είτε κέρδισαν είτε όχι, θεωρώντας τη συμμετοχή τους εφαλτήριο της λογοτεχνικής τους σταδιοδρομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι κάθε λογοτεχνικός διαγωνισμός που διοργανώνεται από έναν φορέα που καταφέρνει να προσελκύσει και να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο κοινό, μπορεί να προσφέρει πολλά: κινητοποιεί δημιουργικά συγγραφείς, προσφέρει ευκαιρίες ανάδειξης νέων φωνών, αφυπνίζει ένα κοινό που αγαπάει τη λογοτεχνία, προσελκύει κριτικούς ωθώντας τους να αναζητήσουν και να ενθαρρύνουν νέους δημιουργούς και διαμορφώνει συνθετικά μια έννοια κοινότητας, η οποία είναι απαραίτητη σε όλους τους τομείς και πόσο μάλλον στην τέχνη και στη λογοτεχνία.

4. Πως βλέπετε την πεζογραφία σήμερα; Ποιο θεωρείτε πως θα είναι το μέλλον της;

Αν και η ποίηση δεν εξέλειψε ποτέ από το ελληνικό εκδοτικό τοπίο, το αναγνωστικό κοινό εδώ και κάποιες δεκαετίες δείχνει ότι προτιμά την πεζογραφία και δεν είναι τυχαίο ότι οι Έλληνες εκδότες αναζητούν σταθερά νέες φωνές στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας και ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για καλές μεταφράσεις έργων της ξένης πεζογραφίας. Παρατηρώ, επίσης, ότι οι νέοι αναγνώστες και αρκετοί νέοι δημιουργοί ασχολούνται περισσότερο από ό,τι παλιότερα με τη λογοτεχνία του φανταστικού, γεγονός που σχετίζεται και με την έμφαση που δείχνει ο αμερικανικός κινηματογράφος και η τηλεόραση στην κινηματογραφική και τηλεοπτική διασκευή μυθιστορημάτων του φανταστικού αντίστοιχα. Αν όντως αυτή είναι μια αυξανόμενη τάση σημαίνει ότι σταδιακά όλο και πιο ικανοί δημιουργοί θα ασχολούνται με αυτό το είδος και άρα μπορεί κανείς να περιμένει ενδιαφέροντα δείγματα γραφής σε αυτόν τον χώρο. 
Πάντως, θεωρώ ότι η ίδια η μελέτη της λογοτεχνικής ιστορίας δίνει σχετικές απαντήσεις. Όταν δηλαδή η κοινωνία βάλλεται από μια έντονη και πολυεπίπεδη κρίση, όπως αυτή που αντιμετωπίζει την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα, δημιουργούνται δύο ειδών λογοτεχνικές τάσεις, τις οποίες παρατηρούμε και σήμερα: α) μια ομάδα δημιουργών επιλέγει συχνά τη διαφυγή από την ασφυκτική πραγματικότητα και καταφεύγει στη φαντασία και στην αλληγορική μετουσίωση των πιεστικών βιωμάτων και β) μια άλλη, αντίθετα, επιδιώκει τη λογοτεχνική απόδοση της κοινωνικής εμπειρίας και τη διαμόρφωση κριτικής στα προβλήματα της εποχής μέσω της γραφής. Έτσι, την ίδια στιγμή που παρατηρώ αυξημένο ενδιαφέρον για το μυθιστόρημα του φανταστικού ή το παιδικό βιβλίο (λόγω και της ευαισθησίας της σύγχρονης κοινωνίας για την ψυχοπνευματική ανάπτυξη των παιδιών), εμφανίζονται όλο και περισσότερα έργα σε επίπεδο πεζογραφίας που αποδίδουν λογοτεχνικά το σύγχρονο παρόν, και επιχειρούν να ενδοσκοπήσουν στα αδιέξοδα της σύγχρονης Ελλάδας, ειδικά της ζωής στις μεγάλες πόλεις.
Θεωρώ ότι αυτή η τάση της πεζογραφίας δεν θα σταματήσει, γιατί ακόμα υπάρχουν πολλά επίπεδα ανάλυσης και περιθώριο διαμόρφωσης διαφορετικών προσεγγίσεων αυτής της κρίσης που μπορεί η λογοτεχνία να αναδείξει. Επιπλέον, επιθυμώ, όπως όλοι οι Έλληνες συγγραφείς, να δοθεί  ακόμα μεγαλύτερος χώρος σε Έλληνες δημιουργούς από τους εκδότες, οι οποίοι φαίνεται να έχουν με τη σειρά τους επενδύσει λόγω της κατάστασης στις μεταφράσεις ξένων συγγραφέων. Οφείλουμε, όμως, να παραδεχτούμε ότι αρκετοί δεν περιορίζονται μόνο σε εκδόσεις δημοφιλών και ευπώλητων βιβλίων, αλλά και σημαντικών έργων που δεν δείχνει πάντα να στηρίζει το αναγνωστικό κοινό. 
Γενικά, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το ελληνικό βιβλίο, πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να εκδίδονται ενδιαφέροντα έργα και να βρίσκουν τους αναγνώστες τους. Ίσως, θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό βιβλίο (ειδικά στην πεζογραφία) ως μια εναλλακτική λύση στην κρίση της αγοράς, που οι Έλληνες εκδότες δεν έχουν ακόμα αξιοποιήσει επαρκώς.

5. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Η λογοτεχνία, όπως ανέφερα, με απασχολεί τόσο σε επίπεδο έρευνας και διδακτικής διαμεσολάβησης, όσο και σε επίπεδο λογοτεχνικής παραγωγής. Αν και είναι διαφορετικές ιδιότητες, τις βιώνω ως δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Το κίνητρο δηλαδή για τη μελέτη των έργων, των σχολών και της γραφής είναι ενιαίο, αλλά τα εργαλεία και οι μέθοδοι προσέγγισης είναι διαφορετικά. Ωστόσο, οι νέες μελέτες δείχνουν ότι σε επίπεδο νοητικής διαδικασίας η επιστημονική και λογοτεχνική συγγραφή μοιράζονται πολλά περισσότερα πεδία αλληλοσυμπλήρωσης και προϋποθέτουν κοινές δεξιότητες, σε αντίθεση με ό,τι πιστευόταν παλαιότερα. Έτσι, η δημιουργικότητα και η εναλλακτική σκέψη είναι απαραίτητα στοιχεία της επιστημονικής σκέψης, όσο η κριτική, αναλυτική σκέψη και ικανότητα αποστασιοποίησης και μεθοδικής οργάνωσης των δεδομένων είναι σημαντικά γνωρίσματα που χρειάζεται ένας λογοτέχνης και ειδικά όσοι ασχολούνται με την πεζογραφία. Πάντως, σε επίπεδο λογοτεχνικής έκφρασης, τα ενδιαφέροντά μου εστιάζονται στον χώρο της ποίησης και του διηγήματος. Έχω εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Σπαράγματα προσώπων, Manifesto, 2012 και Ασυνταξίες λαβυρίνθων, Γκοβόστης, 2018. Έχω συμμετάσχει, επίσης, με ποιήματα και διηγήματά μου σε ανθολογίες και έχω διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στη δεύτερη ποιητική μου συλλογή Ασυνταξίες λαβυρίνθων που κυκλοφορεί εδώ και κάποιους μήνες είναι ο καρπός μιας συστηματικής δουλειάς έξι χρόνων. Προσπάθησα να διαμορφώσω μια συλλογή ποιημάτων που το κάθε ποίημα θα μετέχει νοηματικά και αισθητικά σε ένα ενιαίο σύνολο, διατηρώντας την αυτονομία του. Η επιδίωξή μου ήταν να δώσω μια σύγχρονη εκδοχή και λειτουργία στα μυθικά σχήματα, ώστε να  αφορά και να διαλέγεται με το σήμερα της πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής. 

6. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Αυτό που επαναλαμβάνω συχνά στους μαθητές μου, είναι το πρώτο που έμαθα από τους δικούς μου δασκάλους: η λογοτεχνική γραφή απαιτεί μελέτη, προσπάθεια, συστηματικότητα, αφοσίωση, επιμονή και προσήλωση, όπως κάθε χώρος στον οποίο κάποιος θέλει να σταδιοδρομήσει σε υψηλό επίπεδο. Προφανώς, η ανάγκη και η κλίση προϋπάρχουν, αλλά όλα τα υπόλοιπα απαιτούν προσωπική προσπάθεια και συνέπεια, η οποία σχετίζεται με τη δύναμη του χαρακτήρα και την ικανότητα ενός ανθρώπου να διατηρεί το κίνητρό του υπό αντίξοες συνθήκες, όπως και να μπορεί να θυμάται τι είναι αυτό που τον οδηγεί εξαρχής στη λογοτεχνική έκφραση. Το ταξίδι της γραφής, όπως και σε κάθε άλλο πνευματικό τομέα, είναι εν πολλοίς αυτό-αναφορικό και εσωτερικό. Δεν υπάρχουν ξεκάθαρα στάδια και επιβεβαιώσεις της διαδρομής, πέρα από το δημιουργικό ένστικτο του κάθε συγγραφέα και την κατανόηση της βελτίωσης-εξέλιξής του σε σύγκριση με ένα προηγούμενο στάδιο της δημιουργικής πορείας του, ενώ προφανώς στην Ελλάδα δεν μπορεί να αξιώνει σοβαρά πιθανότητες επαγγελματικής εξασφάλισης (με όρους οικονομικών εσόδων). 
Για όποιον έχει, του κληρώθηκε, την ανακάλυψε και οικοδόμησε αυτή την ανάγκη λογοτεχνικής έκφρασης, θεωρώ ότι θα βρει τα απαραίτητα για να βαδίσει τη δική του διαδρομή. Όμως, αυτή η πορεία δεν είναι «μονωμένη» από την κοινωνική ζωή, γιατί άλλο είναι η εσωτερικότητα και άλλο η μόνωση ή το περιθώριο. Η λογοτεχνία είναι στο κέντρο της ζωής και όχι έξω από τη ζωή. Ο ενεργός λογοτέχνης είναι ένας άνθρωπος του σήμερα, που ανησυχεί, διαβάζει, ενημερώνεται, εμβαθύνει στον εαυτό του και στον κόσμο. Χρειάζεται βαθιά γνώση σε πολλά επίπεδα ζωής, για να δημιουργήσεις κάτι που να είναι ζωντανό, γι’ αυτό επιμένουμε τόσο οι λογοτέχνες και οι διαμεσολαβητές της λογοτεχνίας στην αναγκαιότητα της συστηματικής δουλειάς. Ο λογοτέχνης και το έργο του είναι είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι μέρος μιας κοινότητας κειμένων και δημιουργών. Μετέχει δηλαδή σε μια κοινότητα ανθρώπων που μοιράστηκαν την ίδια ιδιότητα, ενδιαφέρον, αφοσίωση, προβληματισμούς και ανάγκη. Ένας συγγραφέας οφείλει να γνωρίζει σε βάθος τα κείμενα που διαμόρφωσαν τη γλώσσα που γράφει και τη λογοτεχνία που διαβάζει, όπως και να διαβάζει προσεκτικά τα έργα των συγχρόνων του, μελετώντας πώς άλλοι δημιουργοί έλυσαν και προσέγγισαν προβλήματα αισθητικής και γραφής που απασχολούν κι εκείνον. Γενικά, λογοτεχνία είναι γλώσσα, άρα σε κάθε περίπτωση οφείλει να δουλεύει το μέσο έκφρασής του που είναι ο λόγος. Δεν αρκούν οι ιδέες, ούτε οι προθέσεις, είναι απαραίτητο να αναπτύσσει τις γλωσσικές του δεξιότητες, ώστε να είναι σε θέση να παράγει έργα που πληρούν κριτήρια αισθητικής ποιότητας.

7. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Θέλω και εύχομαι να συνεχίζω να δουλεύω με τις ιδιότητες του ερευνητή, δασκάλου και λογοτέχνη, κατά τρόπο που να νιώθω ότι προσφέρω στον εαυτό μου και στους άλλους. Για μένα η λογοτεχνία είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι και κατανοώ τον εαυτό μου, επομένως, αυτή η αίσθηση εμβάθυνσης και καλλιέργειας σε ό,τι με ορίζει και με προσδιορίζει ως άνθρωπο με βοηθά να νιώθω ισορροπία.

8. Τελευταία ερώτηση. Μιας και το λογοτεχνικό περιοδικό μας: «Κέφαλος - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς», κλείνει τον ερχόμενο Νοέμβριο τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας του, θα θέλαμε να μας πείτε την άποψή σας για το έργο που έχει διατελέσει μέχρι τώρα και πως θα προτείνατε να πορευθεί από εδώ και στο εξής. Θα θέλαμε να μάθουμε την άποψή σας. 

Θεωρώ ότι το περιοδικό Κέφαλος είναι μια πολύ φιλόδοξη, επίπονη και αξιέπαινη προσπάθεια μέσα σε δύσκολες συνθήκες για τα πολιτιστικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Προφανώς, όπως κάθε τέτοιο εγχείρημα, απαιτεί αφοσίωση, θυσίες και συλλογική δουλειά, γι’ αυτό αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους τους συνεργάτες-συντελεστές γι’ αυτή την προσπάθεια. Πιστεύω ότι η επιμονή στο να δώσει βήμα σε νέους δημιουργούς μέσα από τις συνεντεύξεις και την «Εγκυκλοπαίδεια» του είναι καίρια, καλύπτει ένα κενό της σύγχρονης πολιτισμικής ζωής και την ίδια στιγμή συγκροτεί μια νέα κοινότητα λογοτεχνών. Νομίζω ότι αυτή είναι η σημαντικότερη και η δυσκολότερη πλευρά ενός τέτοιου εγχειρήματος, ενώ διαγωνισμοί, όπως ο συγκεκριμένος, ενισχύουν αυτή την τάση και δυναμική. Νομίζω ότι αυτές οι προσπάθειες αξίζει να καθιερωθούν, ενώ θεωρώ ότι η διοργάνωση επιστημονικών ημερίδων/συνεδρίων σε συνεργασία με ακαδημαϊκά ιδρύματα ή λογοτεχνικών συμποσίων και οι θεματικές εκδόσεις/ανθολογίες θα βοηθήσουν ακόμα περισσότερο σε μια μεγαλύτερη διάδραση των συμμετεχόντων και μελών της κοινότητας.


*     *     *


DSC_0701cropa

Βιογραφικό Δρ. Τάσου Μιχαηλίδη


O Τάσος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και μεταδιδακτορικός ερευνητής του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας (2016). Συμμετέχει σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια που άπτονται των ερευνητικών ενδιαφερόντων του, άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ου-20ου αιώνα), της θεωρίας της λογοτεχνίας, με έμφαση στον χώρο της αφηγηματολογίας και της συγκριτικής φιλολογίας. Σε επίπεδο παιδαγωγικής, ενδιαφέρεται ερευνητικά για ζητήματα διδακτικής των φιλολογικών μαθημάτων, ιδιαίτερα της λογοτεχνίας και του ρόλου της διεπιστημονικότητας ως εννοιολογικό εργαλείο στη σύγχρονη έρευνα.
Είναι, επίσης, λογοτέχνης και το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Σπαράγματα προσώπων από τις εκδόσεις του περιοδικού Manifesto. Τον Σεπτέμβρη του 2018 θα κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ασυνταξίες λαβυρίνθων, από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Θευθ, manifesto, Έκφραση, τοβιβλιοnet, ποιείν, θράκα κ.α.) και ποιητικές ανθολογίες, ενώ έχει διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Παρνασσός, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής κ.α.) 
Αναλυτικότερα
1. Ποιητική συλλογή Ασυνταξίες λαβυρίνθων, Γκοβόστης, 2018. (υπό έκδοση).
2. Ποιητική συλλογή Σπαράγματα προσώπων, εκδόσεις manifesto, 2012.
3. Συμμετοχή σε συλλογικές ανθολογίες ποιημάτων:
α) Μορφές της κρίσης (2014), εκδόσεις Μολύβι, Θεσσαλονίκη. 
β) Ανθολογία διαγωνισμού Μ. Σουλιώτη (2014), Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας, εκδόσεις Δίγαμμα, Θεσσαλονίκη.
γ) Ελικώνας 2015 (2016), εκδόσεις Momentum, Αθήνα.
Διακρίσεις
1. Διάκριση του ποιήματος «Ίσκιος Ανίσκιωτος» στον 5ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό Ελικών.
2. Διάκριση του ποιήματος «Ξενόφυγη μέρα» στον 1ο Διαγωνισμό «Μίμης Σουλιώτης» (2014)  του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. 
3. 1ο Βραβείο δοκιμίου για το δοκίμιο «Ο γραπτός λόγος και οι αφηγηματικές μεταμορφώσεις της συνείδησης» στον ΛΑ΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2014) του Φιλολογικού Συλλόγου ‘Παρνασσός’. 
4. Έπαινος για το ποίημα «Ψίχουλα σπαρμένα αγκάθια» στον 33ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2014) της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
5. Διάκριση του ποιήματος «Εκβιασμένη έναρξη» στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Μολύβι «Η προσωπογραφία της κρίσης». 
6. 2ο Bραβείο για το ποίημα «Βομβαρδισμός υδάτων» στον 14ο Διαγωνισμό ποίησης Κελαινώ 2014. 
7. 1ο Bραβείο ποίησης προβληματισμού για το ποίημα «Οι προσδιορισμένοι», στον 30ο Πανελλήνιο διαγωνισμό Σικελιανά 2014. 
8. Διάκριση για το διήγημα «Οδηγίες οδικής ασφάλειας» στον διαγωνισμό του ηλεκτρονικού περιοδικού eyelands, 2013. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!