Συνέντευξη με τη Συγγραφέα, Στιχουργό και Σεναριογράφο Γωγώ Ψαχούλια - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Συνέντευξη με τη Συγγραφέα, Στιχουργό και Σεναριογράφο Γωγώ Ψαχούλια - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Συγγραφέα, Στιχουργό και Σεναριογράφο, Γωγώ Ψαχούλια, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΩΓΩ ΨΑΧΟΥΛΙΑ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Δεν θα μπορούσε να δοθεί ορισμός για τη λογοτεχνία μέσα σε μια πρόταση. Η λέξη «λογοτεχνία» σημαίνει η τέχνη του λόγου. Κάθε τέχνη χρησιμοποιεί κάποια εργαλεία. Στη λογοτεχνία  αναγκαία εργαλεία είναι, εκτός από την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσα και του πλούσιου λεξιλογίου, η επιτακτική ανάγκη έκφρασης συναισθημάτων, η φαντασία, η χαρά της δημιουργίας, και όταν μιλάμε για τον πεζό λόγο, σίγουρα χρειάζεται και η τεχνική.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Μέσα από τη λογοτεχνία, ο άνθρωπος διευρύνει το πνεύμα του, διδάσκεται, ξεφεύγει από την πραγματικότητα, ταξιδεύει σε άλλους τόπους, αλλά και στο εσωτερικό του «εγώ», κάνει βουτιές στα συναισθήματά του, φουρτουνιάζει και γαληνεύει, βρίσκει τον εαυτό του, καλυτερεύει τις σχέσεις του με τους γύρω του.

3. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Ανάγκη του δημιουργού για εξωτερίκευση των συναισθημάτων του, για έκφραση των αναγκών του, των πιστεύω του, των αξιών του, για εκτόνωση όσων των καταπιέζουν και τον πληγώνουν. Ποίηση είναι τελικά, κατάθεση ψυχής.

4. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Στην εφηβεία, ξεκίνησα να γράφω ποιήματα, εκφράζοντας συναισθήματα στο χαρτί τέτοια που δεν μπορούσα να εκφράσω σε φίλους. Παίρνοντας ικανοποίηση απ’ αυτή την «εξομολόγηση», συνέχισα με διηγήματα, για να φτάσω σήμερα να γράφω μυθιστορήματα.

5. Γιατί γράφετε;

Γιατί πολλές ιδέες, ιστορίες, πλοκές που «χορεύουν» μέσα στο μυαλό μου, ζητούν επίμονα να αποδράσουν, συναισθήματα απαιτούν να εξωτερικευτούν και ξεχύνονται μοιραία, σαν ορμητικοί χείμαρροι να κατακλύσουν άπειρες σελίδες.


6. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Μπορεί να είναι οτιδήποτε. Η ιστορία ενός φίλου, ένα περιστατικό στο δρόμο, μια είδηση στην τηλεόραση,  η απελπισία μιας ερωτευμένης γυναίκας, η μοχθηρία ενός ανθρώπου,  το δάκρυ ενός παιδιού, οτιδήποτε μου προκαλέσει το ενδιαφέρον.

7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Με τον πεζό λόγο και ιδιαίτερα, τα τελευταία χρόνια, με το μυθιστόρημα. 

8. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Έχω βραβευτεί με βραβείο διηγήματος σε πανελλήνιο διαγωνισμό, ενώ για σειρά ετών συνεργάστηκα με περιοδικά ποικίλης ύλης σαν κειμενογράφος.
Έχω γράψει αρκετά ποιήματα καθώς και στοίχους, μερικοί από τους οποίους έχουν μελoποιηθεί από αξιόλογους συνθέτες και έχουν κυκλοφορήσει σε CD.
Το Νοέμβριο του 2007 προβλήθηκε από τον ΑΛΦΑ το αυτοτελές επεισόδιο «Απαγορευμένος Παράδεισος»,  στο οποίο είχα γράψει την πλοκή και το σενάριο.    
Έχω συμμετάσχει σαν σεναριογράφος στη δημιουργία προτάσεων για κωμικές τηλεοπτικές σειρές. 
Διηγήματά μου υπάρχουν δημοσιευμένα σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία.
Τον Δεκέμβριο του 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά μου «Αν ήσουν εδώ» από τις εκδόσεις ΕΞΗ.

9. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Αν ήσουν εδώ» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΞΗ.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο, κοινωνικό μυθιστόρημα όπου δυο κορίτσια, η Όλγα και η Φιλιώ γνώρισαν τη βία, την καταπίεση, τον εξευτελισμό στην ψυχή και στο σώμα. Η κοινή τραγική τους μοίρα τις έδεσε με μια δυνατή φιλία. Η απελπισία τις οδήγησε σε μια σειρά από ένοχα μυστικά που τις ανάγκασαν ν’ ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Σήμερα, το παρελθόν που τις στοιχειώνει, απειλεί ν’ αποκαλυφθεί με απρόβλεπτες για όλους, συνέπειες.   Ένας τραγικός πατέρας  βρίσκει τη μοναχοκόρη του μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η είδηση της απόπειρας αυτοκτονίας αναστατώνει τη Χριστίνα που είναι κι αυτή ένα πιόνι της μοίρας, του έρωτα και των μυστικών. Αποφασίζει να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να εκδικηθεί, να διεκδικήσει και να κερδίσει όλα όσα της ανήκουν. Στην προσπάθειά της αυτή πιάνεται στην ίδια της την παγίδα.  Οι ζωές όλων βρίσκονται εγκλωβισμένες σ’ ένα κύκλο μυστικών, όπου δοκιμάζονται οι αντοχές και τα όρια. Αθώοι και ένοχοι ζητούν λύτρωση σε μια περιπέτεια γεμάτη έρωτα και μίσος, φιλία και προδοσία, ψέματα και λάθη, ίντριγκες και δολοπλοκίες, θυσίες δίχως λογική, ένοχα μυστικά και ανατροπές.

10. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Πολύ νωρίς το πρωί, μέχρι το μεσημέρι.

11.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Δύσκολη, όπως όλων των ανθρώπων. Ειδικά αν προσπαθεί να επιβιώσει από την «τέχνη» του.

12. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Σήμερα, υπάρχει μεγάλη παραγωγή κάθε είδους λογοτεχνικού είδους. Ανέκαθεν, σε εποχές κρίσεων η λογοτεχνία ανθούσε, καθώς καλύπτει την ανάγκη του δημιουργού για έκφραση συναισθημάτων και για φυγή από την δύσκολη πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ανθεί και η ποιότητα.

13. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Δεν υπάρχει η απόλυτα σωστή «συνταγή». Παρ’ όλα αυτά , ένα βιβλίο, για ν’ αγαπηθεί από τους αναγνώστες, πρέπει να έχει αυθεντικούς χαρακτήρες, δυνατή ιστορία, με ρεαλιστική αφήγηση, έξυπνους διαλόγους, απρόβλεπτες καταστάσεις, πολύ συναίσθημα, ίσως κάποιο απρόσμενο τέλος, πολλά χρώματα και περιγραφές ώστε οι ήρωες να ζωντανεύουν στα μάτια του αναγνώστη, πολλά μηνύματα, δικαίωση, γέλιο ή δάκρυα. Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται αγάπη για τη συγγραφή, πολλή δουλειά και κατάθεση ψυχής. Βέβαια, ο ρόλος της διαφήμισης και του μάρκετινγκ γενικότερα, είναι πολύ σημαντικός, ώστε να οδηγηθεί ένα βιβλίο στη λίστα με τα ευπώλητα.

14. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Σαφώς το έντυπο. Έχω ανάγκη να το μυρίζω, να το αγγίζω, να ξεφυλλίζω τις σελίδες του, να το έχω παντού και πάντα μαζί μου.

15.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να ακολουθεί την καρδιά του γράφοντας πρώτα για τον εαυτό του, να αγαπήσει το έργο του, να είναι επίμονος και εργατικός και να έχει πίστη και υπομονή. 

16. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

«Τα σπασμένα φτερά της Νιότης μου», της Μαρίας Γαβριελάτου.

17. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Είναι τόσοι πολλοί οι αγαπημένοι μου συγγραφείς, έλληνες και μη, που δεν θα ήταν δίκαιο να ξεχωρίσω κάποιους. Ο καθένας έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να μιλάει στην καρδιά μου. Ωστόσο,  θα αναφέρω την Αλκυόνη Παπαδάκη που έχει ένα πολύ ιδιαίτερο ύφος που λατρεύω.

18. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Η έκδοση του επόμενου μυθιστορήματός μου, που έχει ήδη κατατεθεί στον εκδοτικό μου οίκο και η συγγραφή ενός θεατρικού έργου με πολύ πρωτότυπο θέμα.



*     *     *



Χιόνι πάνω στο χιόνι.
(της Γωγώς Ψαχούλια)

Είχε πολλά χρόνια να ρίξει τόσο πολύ χιόνι στην Αθήνα. Κι εκεί, στο κοιμητήριο του Παλαιού Φαλήρου, το είχε στρώσει για καλά. Η άλλοτε ψηλή, αγέρωχη και όμορφη γυναίκα, καθόταν στο παγωμένο, μαρμάρινο μνήμα, δίπλα στον φρεσκοσκαμμένο τάφο και έκλαιγε γοερά, χωρίς να νοιάζεται για τις λευκές νιφάδες που έπεφταν με μανία, λες, πάνω στα ολόλευκα μαλλιά της. Τους τελευταίους μήνες είχε καμπουριάσει, είχε μείνει πετσί και κόκκαλο, είχε συρρικνωθεί, θαρρείς, από τη συμφορά που την βρήκε και τα άλλοτε κατάξανθα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα του χιονιού. Χιόνι πάνω στο χιόνι.

Είχε γίνει θυσία για να το μεγαλώσει αυτό το παιδί. Χήρα από πολύ νέα, με δυο παιδιά στην αγκαλιά, χωρίς κανένα στήριγμα, κατάφερε, καθαρίζοντας τα σπίτια της γειτονιάς, να μην τους λείψει τίποτα. Η κόρη της, η Λεμονιά, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Αντώνη, τον φρόντιζε όσο η μητέρα τους έλειπε από το σπίτι. Ήταν τότε, που, ακόμη υπήρχαν αλάνες στην Αθήνα, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, που ο κόσμος δεν κλείδωνε τις πόρτες του και τα παιδιά έπαιζαν ελεύθερα στους δρόμους. Σε μια τέτοια αλάνα συνήθιζε να παίζει ο Αντώνης με πέντε κοριτσάκια της γειτονιάς, από έξι έως δώδεκα χρονών. Εκείνος ήταν κάπου στη μέση. Το περιφραγμένο εκείνο οικόπεδο ήταν νοητά χωρισμένο στα δύο. Στο πάνω μέρος, τ’ αγόρια είχαν στήσει ένα τέρμα και κάθε απόγευμα σειόταν η γειτονιά απ’ τις φωνές τους. Στην άλλη άκρη, τα κορίτσια έπαιζαν τα δικά τους, «κοριτσίστικα» παιχνίδια. Λάστιχο, κουτσό, μαμά-παιδί, κουμπάρες. Ο Αντώνης αδιαφορούσε επιδεικτικά για το ποδόσφαιρο, δεν πλησίαζε καν προς τα εκεί και προτιμούσε πάντα τη συντροφιά των κοριτσιών που τον δέχονταν με χαρά. Μόνο, που τον φώναζαν «Αντωνία». Του έδιναν να παίζει ρόλους της μαμάς ή της κουμπάρας κι εκείνος το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. 
«Αντωνία, έλα, τάισε το μωρό σου!» του έλεγε η μία δίνοντας στα χέρια του μια κούκλα κι ένα ψεύτικο μπιμπερό.
«Αντωνία, σέρβιρε το τσάι στην κουμπάρα!» τον προέτρεπε μια άλλη και του έδειχνε ένα δίσκο με πλαστικά σερβίτσια. «Αντωνία το ένα, Αντωνία το άλλο».
Και αυτό συνεχιζόταν για χρόνια. Γιατί άραγε, τον φώναζαν έτσι; Ήθελαν να τον βλέπουν σαν μια ακόμη φιλενάδα τους; Είχαν δει σ’ εκείνον, κάποια κοριτσίστικη συμπεριφορά; Είχαν διαισθανθεί κάτι; Κανείς ποτέ δεν έμαθε. Μα και κανείς δεν βρέθηκε να τις μαλώσει, να τους πει πως δεν ήταν σωστό. Ούτε καν η αδερφή του που υποτίθεται πως τον πρόσεχε. Εκείνη είχε άλλες ασχολίες. Ερωτοτροπούσε με τ’ αγόρια του σχολείου της και φυσικά η μητέρα τους ή δούλευε, ή ήταν απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού τους.
Όταν ο Αντώνης τελείωνε την τρίτη τάξη του γυμνασίου, η μητέρα του τον σταμάτησε από το σχολείο. Έτσι κι αλλιώς «τούβλο» ήταν, όπως του έλεγε. Τον έστειλε να βοηθάει τον κυρ-Θανάση τον ηλεκτρολόγο, για να βγάζει κάποιο μεροκάματο να βοηθάει στο σπίτι, αλλά και για να μάθει τη δουλειά. Του άρεσε η δουλειά αυτή του Αντώνη και το αφεντικό του τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Επιτέλους η ζωή του είχε αρχίσει να πηγαίνει προς το καλύτερο. Μέχρι εκείνο το βράδυ που η μητέρα του και η Λεμονιά στολίστηκαν για να πάνε σ’ έναν γάμο.

Είδε την αδερφή του πανέμορφη μέσα στο κόκκινο στενό της φόρεμα, με τα ψηλοτάκουνα χρυσά πέδιλα και το έντονο μακιγιάζ. Κάτι σκίρτησε στην καρδιά του Αντώνη, η αναπνοή του πιάστηκε, οι παλάμες του ίδρωσαν. Μόλις έφυγαν, χωρίς κανένα δισταγμό, άνοιξε την ντουλάπα της Λεμονιάς, βρήκε ένα ροζ λουλουδάτο φόρεμα, και, αφού πέταξε με οργή τα δικά του ρούχα στο πάτωμα, το φόρεσε. Τσαλάκωσε δυο αθλητικές κάλτσες και τις έχωσε στο ντεκολτέ του φορέματος, έτσι ώστε να φαίνονται σαν γυναικείο στήθος. Μετά, πήρε τα σύνεργα του μακιγιάζ που βρήκε στη σιφονιέρα και άρχισε να βάφεται αδέξια. Τελειώνοντας με το μακιγιάζ, έψαξε κάτω-κάτω στη ντουλάπα και ανακάλυψε μια ξανθιά περούκα που είχε αγοράσει η αδερφή του τις απόκριες. Την έβαλε πάνω απ’ τα δικά του, κοντά ξανθά μαλλιά και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μεγάλα, γαλανά μάτια του τονισμένα με σκιές, μαύρο μολύβι και μάσκαρα τον κοίταζαν έντονα. Η καρδιά του χόρευε σε τρελούς  ρυθμούς και η ανάσα του έγινε γρήγορη και κοφτή. Ήταν όμορφος! Μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο όμορφος ήταν! Όχι όμως, σαν άντρας. Σαν γυναίκα! Αχ, και να είχε κι ένα ζευγάρι ψηλές γόβες για να συμπληρώσει το σύνολο! Θα ήταν ευτυχισμένος. Έμεινε να παρατηρεί το είδωλό του στον καθρέφτη για αρκετή ώρα. Δοκίμασε κι άλλα φορέματα, πειραματίστηκε κι άλλο με τα κραγιόν και τις σκιές, έβαλε κολόνια, έβαψε τα νύχια του. 
Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ όλη αυτή η διαδικασία, καθώς και η έξαψη που ένιωθε, που δεν κατάλαβε πως είχε περάσει η ώρα. Δοκίμαζε ένα στενό, αστραφτερό φόρεμα με παγιέτες όταν άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Κοκάλωσε. Δεν μπόρεσε να κάνει καμιά κίνηση. Η μητέρα του και η αδερφή του μόλις τον αντίκρισαν, γούρλωσαν τα μάτια τους κι έμειναν να τον κοιτάζουν μ’ ανοιχτό, από την έκπληξη, στόμα.
«Παλιοβρωμιάρη! Παλιοαδερφή!», άρχισε ξαφνικά να ουρλιάζει η μάνα του. «Τι ρεζιλίκια είναι αυτά;» 
«Να σου πω… Να σου εξηγήσω…» προσπάθησε να της πει, αλλά μάταια. Εκείνη συνέχιζε να τον βρίζει και να του δείχνει την πόρτα.
«Τσακίσου! Φύγε από μπροστά μου! Να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!»

Και δεν τον ξαναείδε. Ούτε στη δουλειά του ξαναπάτησε. Λίγο καιρό αργότερα κάποιοι ψίθυροι είχαν αρχίσει ν’ ακούγονται στη γειτονιά, πως ο Αντώνης κάνει πιάτσα στη Συγγρού, και κάτι τέτοια, αλλά η μάνα του, δεν ήθελε να τ’ ακούει. «Είναι κακός ο κόσμος», έλεγε «δεν χρωστάει καλό σε κανένα». Μόνο όταν την ειδοποίησαν πως ο γιος της είχε «φύγει» από τον ιό του aids, μόνο τότε κατάλαβε. Μόνο τότε θέλησε να καταλάβει!
Στην κηδεία, εκείνο το παγωμένο απόγευμα, μόνο τρεις άνθρωποι τον αποχαιρέτησαν για το μεγάλο του ταξίδι. Το αφεντικό του ο κυρ-Θανάσης, η αδερφή του η Λεμονιά και η δόλια η μάνα του, ένα ανθρώπινο ράκος, σωστό κουβαράκι. 
Ο κυρ-Θανάσης λυπήθηκε για το άτυχο παλληκάρι, η Λεμονιά ένιωσε ανακουφισμένη που θα έφευγε ένα βάρος, μια ντροπή από τη ζωή τους και η μάνα του έκλαιγε ασταμάτητα. Έκλαιγε από τύψεις που δεν ήταν πραγματικά ποτέ κοντά του, που δεν τον άφησε να της εξηγήσει, που τον πέταξε έξω. Έκλαιγε για τις ερινύες που θα την συντρόφευαν για το υπόλοιπο της ζωής της, έκλαιγε για όσα εκείνος είχε υποφέρει, έκλαιγε για τον άδικο χαμό του. Και το χιόνι εκεί! Συνέχιζε να πέφτει στο λευκό της κεφάλι. Χιόνι πάνω στο χιόνι!
Σαν χιόνι υπήρξε και ο Αντώνης. Τη μια στιγμή φάνηκε στη γη, την άλλη έλιωσε. Ό,τι και αν ήταν ο Αντώνης, ήταν το παιδί της!


Πες μου, τι είναι «έρωτας»;
(της Γωγώς Ψαχούλια)

Έχασε απόψε ό ουρανός τη σκοτεινιά της νύχτας,
όταν τα μαύρα πέπλα της τυλίξαν την καρδιά μου.
Την έψαξε, τη γύρεψε, μ’ αυτή ήταν κρυμμένη,
στα φυλλοκάρδια μου γερά έμενε γαντζωμένη.
Έχασε και τ’ αστέρια του ο ουρανός, σκορπίσαν,
λες και τα εξαφάνισε κάποιου θεού το χέρι.
Μα ένα αστεράκι τόσο δα, μπλέχτηκε στα μαλλιά μου
και με ανθρώπινη φωνή εζήτησε να μάθει:
«Πες μου τι είναι έρωτας, πες μου, εσύ θα ξέρεις».

«Είναι γλυκόπιοτο κρασί, που άμα το δοκιμάσεις
αφήνεσαι στη γλύκα του και όλο πίνεις, πίνεις.
Κι έτσι θολώνει το μυαλό, αφήνεται, μεθάει,
χάνεσαι στο μεθύσι του, αυτός σε κυβερνάει.

Είναι αεράκι δροσερό, όπως του μπάτη η ανάσα,
όμως θεριεύει ξαφνικά, και πριν το καταλάβεις,
γίνεται αγέρας δυνατός, μια θύελλα, μια δύνη.
Τότε σ’ αρπάζει δυνατά, στα στιβαρά του χέρια 
σε στροβιλίζει αλύπητα και τέλος σε σκορπάει. 

Είναι μια θάλασσα πλατιά, απέραντη, πλανεύτρα, 
που δεν μπορείς να κρατηθείς μακριά απ’ την αγκαλιά της.
Πότε γαλήνια φαίνεται, πότε αγριεμένη,
τη μια σε βγάζει στον αφρό, μια στο βυθό σε παίρνει.

Είναι ένας δρόμος με στροφές, με βράχια και μ’ αγκάθια
που άμα πας να τον διαβείς, τα πόδια σου ματώνουν. 
Κι αν καταφέρεις στην κορφή, παρ’ όλα αυτά να φτάσεις,
δεν ξέρεις στον παράδεισο ή στον γκρεμό αν θα πέσεις.

«Τότε να τρέξω να κρυφτώ, να μην τον ανταμώσω,
Να φύγω απ’ τα μαλλάκια σου, μην τύχει και περάσει».
«Μην τον φοβάσαι αστέρι μου, μικρό μου αστεράκι,
μείνε, κι αν έρθει να μας βρει, ας τον καλοδεχτούμε.
Μη σκιάζεσαι, ο έρωτας μη λάχει και σ’ αγγίξει.
όποιος δεν τον συνάντησε, τότε δεν έχει ζήσει».


Ο  χορός του παράνομου έρωτα
(της Γωγώς Ψαχούλια)

Το χέρι σου άπλωσες,
μου είπες «έλα να χορέψουμε παρέα».
«Εγώ φοβάμαι», δεν είναι απλός αυτός χορός,
αυτό είναι έρωτας»,
είπα και γύρεψα τη δύναμη να φύγω.
Να τρέξω έπρεπε, μέσα στη νύχτα να χαθώ, 
μακριά από σένα να κρυφτώ, μα δεν το μπόρεσα.

Κι έτσι ξεκίνησα,
μπήκα στον άνομο χορό που με οδήγησες.
Δειλά τα βήματα, μικρά, κοφτά κι αβέβαια.
Και ξάφνου, μ’ άρπαξες
και σ’ ένα έντονο ρυθμό με στριφογύρισες.
Εσύ με τράβηξες,
σ’ αυτόν τον ξέφρενο χορό και με παρέσυρες
σε  ένα πάθος φλογερό, σε έναν έρωτα τρελό,
χωρίς ντροπές και ενοχές,
σε έναν έρωτα παράνομο και κλέφτη.

Φτερά στους ώμους μου,
που με ανέβαζαν ψηλά κι ένιωθα ατρόμητη,
φτερά στα πόδια μου,
μα σαν επέστρεφα στη γη
ένιωθα να ‘μαι φυλακή,
καυτά καρφιά να μου τρυπάνε το κορμί.

Και συνεχίσαμε,
τι κι αν πονούσαν οι πληγές, τι κι αν ματώναν,
τα δύο χέρια μας σφιχτά,
μας παρασέρναν σταθερά μέχρι το τέλος του χορού,
μα ποιος να ξέρει, όταν τελειώσει η μουσική, 
μετά το πάθος, η σιωπή τι θα μας φέρει.




*     *     *



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΩΓΩΣ ΨΑΧΟΥΛΙΑ

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα.
- Για σειρά ετών ήμουν στέλεχος σε μεγάλη βιομηχανία. Παράλληλα, ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην Πληροφορική, στο Marketing, στο Management και στη Συμβουλευτική Γονέων & Εφήβων.
-  Στη δισκογραφία, συνεργάστηκα σαν στιχουργός με αξιόλογους συνθέτες και ερμηνευτές. (Είμαι μέλος Α.Ε.Π.Ι).
-  Έχω βραβευτεί με βραβείο διηγήματος σε πανελλήνιο διαγωνισμό και το διήγημά μου κυκλοφόρησε, σε συλλογική έκδοση, από τις εκδόσεις «ΧΑΡΛΕΝΙΚ».
-    Έχω γράψει πολλά ποιήματα (προς έκδοση).
-  Για δυο χρόνια περίπου συνεργάστηκα με τις εκδόσεις «ΜΑΚΝΑΝ» σαν κειμενογράφος και συγχρόνως, έγραφα χιουμοριστικά άρθρα σε περιοδικά ποικίλης ύλης. 
-  Τον Απρίλιο του 2007 έγραψα το σενάριο σε χιουμοριστικό θεατρικό έργο με θέμα τις σχέσεις γονιών και εφήβων.
- Το Νοέμβριο του 2007 προβλήθηκε από τον ΑΛΦΑ το αυτοτελές επεισόδιο «Απαγορευμένος Παράδεισος»,  στο οποίο είχα γράψει την πλοκή και το σενάριο.  
-   Έχω συμμετάσχει σαν σεναριογράφος στη δημιουργία των εξής προτάσεων για κωμικές τηλεοπτικές σειρές: «Τα Λουλούδια του Κάκτου» (Συνεργασία με τον συγγραφέα Άγγελο Κυρίτση) και «Κρύο Πιάτο» (Συνεργασία με το σκηνοθέτη Γιώργο Καγιαλεδάκη), αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης και των περικοπών, παρ’ όλο που άρεσαν ιδιαίτερα, δεν υλοποιήθηκαν.
-     Διηγήματά μου υπάρχουν δημοσιευμένα σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία.
-  Για επτά, περίπου, μήνες παρουσίαζα την εκπομπή «Beautiful  Life» σε διαδικτυακό ραδιόφωνο της Νέας Σμύρνης.
-  Τον Δεκέμβριο του 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά μου «Αν ήσουν εδώ» από τις εκδόσεις ΕΞΗ, το οποίο έχει λάβει άριστες κριτικές από το αναγνωστικό κοινό και τους βιβλιοκριτικούς. Η σελίδα του βιβλίου μου είναι: https://www.facebook.com/an.isoun.edo/. 

     Είμαι παντρεμένη και έχω τρία παιδιά.




*     *     *


ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ: 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ 

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΑΤΗΣΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!