Συνέντευξη με τη Λογοτέχνιδα Δήμητρα Παπαναστασοπούλου - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Συνέντευξη με τη Λογοτέχνιδα Δήμητρα Παπαναστασοπούλου - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Λογοτέχνιδα, Δήμητρα Παπαναστασοπούλου, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης είναι η τέχνη του λόγου, δηλαδή η χρήση του λόγου (συνήθως γραπτή) με τρόπο ώστε να χαρίζει πνευματική ευχαρίστηση.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Ό,τι προσέφερε από τα αρχαία χρόνια: ταξίδια και άνοιγμα μυαλού, γνώση, ευχαρίστηση, πμευματική εξέλιξη.

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Όσο πιο πίσω πάμε, τόσο λιγότεροι άνθρωποι διάβαζαν ή είχαν σχέση με την ποίηση. Ωστόσο, ο δρόμος παραμένει ανοιχτός, οι τρόποι εκφοράς της διαφοροποιούνται. Το μυστικό είναι να βρει κανείς το δρόμο.

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Είναι η δυσκολότερη, ωραιότερη και πολύ συμπυκνωμένη λογοτεχνική γραφή. 

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Αν ασχολία νοούμε και το διάβασμα, τότε ξεκίνησα πολύ μικρή, πριν πάω ακόμη στο δημοτικό. Βέβαια, σε τέτοια ηλικία δεν ήταν δυνατόν να την ανακαλύψω μόνη μου∙ χρειάστηκα την βοήθεια του πατέρα μου. Αν ασχολία νοούμε την προσωπική μου προσπάθεια να γράψω, τότε ήρθε από μόνη της, μόλις βρήκε ελεύθερη χρονική πρόσβαση.

6. Γιατί γράφετε;

Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μου είναι το ίδιο απαραίτητη με το οξυγόνο των πνευμόνων μου.

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Μπορεί να είναι το οποιοδήποτε άκουσμα/διάβασμα μιας τυχαίας πληροφορίας, κάτι που θα δουν τα μάτια μου, ανεξάρτητα με το πού βρίσκομαι.

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Ασχολούμαι με το μυθιστόρημα, επειδή οι ιστορίες που γεννά το μυαλό μου είναι πολύπλοκες, επομένως χρειάζομαι πολλές χιλιάδες λέξεις για να τις αναπτύξω. Βέβαια, με ελκύουν οι μικρές αναφορές σε κάποια γεγονότα και τις αναρτώ σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες.

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Μπορώ μονάχα να σας πω ότι όλα μου τα μυθιστορήματα έχουν ιστορικό/λαογραφικό φόντο και είναι ανθρωποκεντρικά και να αναφέρω τα βιβλία που έχω εκδόσει, θεωρώντας ότι άλλοι πρέπει να μιλήσουν και όχι εγώ. Μέχρι σήμερα έχω εκδόσει πέντε μυθιστορήματα: ΣΑΝ ΣΤΑΧΥΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ(2012) εκδόσεις Διόπτρα, ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ(2013) εκδόσεις Διόπτρα, ΑΠΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΑΣΗΜΙ(2015) εκδόσεις Διόπτρα, ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ(2017) εκδόσεις ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ και ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΙΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ(2018) εκδόσεις ΑΝΕΜΟΣ.

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΙΝΕΙ ΤΟ ΦΩΣ» 

Αναφέρεται στην Κρήτη και την Βενετία του 16ου αιώνα, όταν η Μεγαλόνησος ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών. Ο αναγνώστης μαθαίνει τι συμβαίνει και στους δυο τόπους, ταξιδεύει και μετέχει στα δρώμενα τόσο της πλούσιας κοσμοκρατόρισσας όσο και της λιτής Κρήτης με τις βεντέτες της, μέσα από τις συγκλονιστικές ζωές των ηρώων. 

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Γράφω και διαβάζω μετά το μεσημεριανό φαγητό και μέχρι πολύ αργά, ανάλογα με τις δυνάμεις μου.

12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Αν είναι υποχρεωμένος να ζήσει από την πώληση των βιβλίων του, τότε η κατάσταση μπορεί να γίνει αβάσταχτη, να φτάσει μέχρι την εγκατάληψη της γραφής. Μια ματιά στις προηγούμενες εποχές θα μας δείξει ότι ήταν ελάχιστοι οι τυχεροί που κατάφεραν να ζήσουν από τα βιβλία τους και πάρα πολλοί εκείνοι που η αναγνώριση ήρθε μετά τον θάνατό τους. Κάθε μορφή τέχνης είχε και έχει τις δυσκολίες της, απαιτεί ολοκληρωτική αφοσίωση.

13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Είναι τεράστια σε παγκόσμιο επίπεδο, η διαφήμιση περιορίζεται σε ένα κομμάτι της και ο πιστός και απαιτητικός αναγνώστης πρέπει να ερευνά από μόνος του για να καλύψει τις προσωπικές λογοτεχνικές προτιμήσεις του.

14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Είναι θέμα μάρκετιγκ και διαφήμισης. Αν κάποιος είναι σε θέση να ξοδέψει όσα απαιτούνται- είναι πολλά- τότε το βιβλίο του θα γίνει best seller, ανεξάρτητα με το θέμα του.


15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Επιλέγω πάντα το έντυπο βιβλίο για πολλούς λόγους ( το μυρίζω, το κρατώ στα χέρια μου, γυρίζω τις σελίδες του, μπορώ να υπογραμμίσω ή να κρατήσω μια σημείωση με το μολύβι μου, να το βλέπω να παίρνει τη δική του θέση στην βιβλιοθήκη μου), αλλά η ανάγκη με οδηγεί πολλές φορές στην ανάγνωση ενός ηλεκτρονικού( δεν το βρίσκω στα βιβλιοπωλεία).

16.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να ψάξει βαθιά μέσα του, να μετρήσει το μέγεθος της ανάγκης να γράφει. Αν η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς, τότε να αφοσιωθεί στο διάβασμα, να ασκείται καθημερινά στο γράψιμο και να επιμένει, να είναι αυστηρός κριτής του εαυτού του, με στόχο την ολοκλήρωση του πρώτου έργου του (χρονογράφημα, διήγημα, νουβέλα, ποίημα κλπ) ωσότου να μείνει ο ίδιος ευχαριστημένος με όσα διαβάζει, να προσπαθεί πάντα να βελτιώνεται.

17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

Τα τετράδια ονείρων της Ζυράννας Ζατέλη.


18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Είναι πολλοί, γι’ αυτό θα περιοριστώ στην αναφορά ενός Έλληνα πεζογράφου (Νίκος Καζαντζάκης) και ενός ποιητή (Οδυσσέας Ελύτης), σε έναν ξένο πεζογράφο (Ουμπέρτο Έκο) και σε έναν ποιητή (Τ.Σ. Έλιοτ).

19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Πάντα είναι δύσκολη αυτή η ερώτηση... Πώς να ξεχωρίσω λίγα από τα πολλά, αφού δεν μπορώ να τα αναφέρω όλα; Θα ακολουθήσω το σκεπτικό της παραπάνω ερώτησης και θα αναφέρω ένα ελληνικό και ένα ξένο βιβλίο: Δοκιμές (Γιώργος Σεφέρης), Μαγεμένη Ψυχή(Ρομαίν Ρολλάν).

20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Να εξακολουθήσω να διαβάζω, να γράφω και να εκδίδω τα γραπτά μου, να βελτιώνομαι συνεχώς, να ανακαλύπτω νέους λογοτέχνες.


*     *     *



Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
(της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου)


   Η εδώ και μόλις τέσσερις μήνες ελεύθερη Θεσσαλονίκη είναι ανάστατη, ανίκανη να πανηγυρίσει την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δολοφονήθηκε λίγο νωρίτερα από μια σφαίρα, προερχόμενη από το όπλο ενός Έλληνα αναρχικού, του σχιζοφρενούς Αλέξανδρου Σχινά, ήδη φυλακισμένου και άγρια ξυλοκοπημένου. Ο δικαστής Κανταρές αρχίζει άμεσα τις ανακρίσεις, αλλά ο δολοφόνος σωπαίνει. Η μαυροφορεμένη βασίλισσα Όλγα τον επισκέπτεται την ίδια μέρα στο στενό και ανήλιαγο κελί του. Όταν μένουν μόνοι τον ρωτά, ποιός τον έβαλε να σκοτώσει τον άνδρα της, την αγάπη της ζωής της. Ο Σχινάς επιμένει στη σιωπή του. Η βασίλισσα φεύγοντας του αφήνει την Αγία Γραφή και τον επισκέπτεται την επομένη ξανά, μένει μαζί του μια ολόκληρη ώρα. Μάταια. Ο Σχινάς ούτε που την κοιτά. Η χήρα, όμως, επιμένει και τον επισκέπτεται και τρίτη φορά.
   Είναι το κρύο πρωινό της 7ης Μαρτίου 1913. Η βασίλισσα εμφανίζεται στο Διοικητήριο και ζητά να την οδηγήσουν στον δολοφόνο του συζύγου της. Όταν η πόρτα κλείνει πίσω της, αφήνοντάς την μόνη με τον εγκληματία, ανασαίνει τη βρόμα και τη δυσωδία του μικρού χώρου, αλλά αδιαφορεί.Κάτι έχει αλλάξει.
   «Γεια σου, κύριε Σχινά. Όπως βλέπεις, δεν είσαι μόνο εσύ πεισματάρης, είμαι κι εγώ. Και σε πληροφορώ ότι σήμερα θα μείνω ώσπου να μου μιλήσεις. Αύριο θα ορκιστεί ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και πρέπει να είμαι παρούσα. Αν, όμως, χρειαστεί να λείψω, επειδή εσύ δεν θα μου έχεις μιλήσει ακόμη, σου το λέω να το ξέρεις. Δεν θα πάω πουθενά, δεν θα φάω και δεν θα πιώ μεχρι να μου πεις ποιός σ’ έβαλε να σκοτώσεις τον άνδρα μου. Όλες τις προηγούμενες ημέρες δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να σκέπτομαι. Και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είχες λόγο εσύ, κανένα όφελος να τον δολοφονήσεις. Ούτε τρελός είσαι. Ένας άρρωστος, ταλαιπωρημένος και δαρμένος άνθρωπος είσαι. Και πεισματάρης, σαν όλους τους ‘Έλληνες».


   Η βασίλισσα σταμάτησε να πάρει ανάσα. Τα είχε πει όλα μονομιάς και ορμητικά, χάνοντας τον αέρα που χρειάζονταν τα πνευμόνια της. Ο Σχινάς σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Τις δύο προηγούμενες φορές η βασίλισσα του μιλούσε γλυκά, τον παρακαλούσε να της πει σε τι του έφταιξε ο βασιλιάς και τον σκότωσε. Σήμερα, λες και ήταν μια άλλη στη θέση της. Σήμερα είχε να κάνει με μια γυναίκα σκληρή και απαιτητική, αποφασισμένη να πάρει αυτό που γύρευε. Τα μάτια της ήταν φλογισμένα, το στήθος της ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένο. Ήταν ψηλή και επιβλητική, μια πραγματική βασίλισσα.
   «Λοιπόν», συνέχιζε απτόητη, «όσο πιο γρήγορα μιλήσεις, τόσο το καλύτερο για σένα. Εγώ θα καθίσω εδώ», τράβηξε τη μοναδική καρέκλα του χώρου, που την έφερναν αποκλειστικά για εκείνη, και κάθισε, « και θα περιμένω να μιλήσεις. Ό, τι είχα να πω, το είπα».
  Ακόμη και καθισμένη δεν έχανε τίποτε από τη μεγαλοπρέπειά της, τα κατάμαυρα ρούχα πρόσδιναν έναν απόκοσμο και σοβαρό τόνο στο παρουσιαστικό της. Ο Σχινάς την ξανακοίταξε. Συνάντησε δυο μάτια γεμάτα φωτιά από την κόλαση, δυο μάτια ικανά να σε ανατινάξουν, να σβήσουν κάθε πνοή ζωής από μέσα σου. Αδυνατούσε να πάρει τα μάτια του από τα δικά της, τον τραβούσαν σαν ισχυρός μαγνήτης, ένιωθε σαν υπνωτισμένος, υποχρεωμένος να κάνει πράξη το θέλημά της.
   «Σύμφωνοι, θα σου μιλήσω».
   Η βασίλισσα τον κοιτούσε ασυγκίνητη, ανέκφραστη και σιωπηλή.
   «Θέλω, όμως, να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το πεις πουθενά».
   Πάλι καμία κίνηση, λες και μιλούσε σε τοίχο. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να εξαπολύουν φωτιές. Τον περίμενε να μιλήσει, χωρίς ίχνος ανυπομονησίας. 
   «Εντάξει, δεν έχει σημασία. Αν θέλεις πες τα σε όλους. Εγώ θα πεθάνω ούτως ή άλλως. Οι Αυστριακοί με έβαλαν να σκοτώσω τον βασιλιά. Αυτοί μου έδωσαν και το μαυροβουνιώτικο περίστροφο, αυτοί έβαλαν και τον Σχινάζι να με ακολουθεί, για να είναι σίγουροι ότι θα τον σκοτώσω. Η συμφωνία ήταν να πάρω ένα σακούλι λίρες. Έτσι θα έφευγα από την Ελλάδα, θα πήγαινα μακριά, να μη με γνωρίζει κανένας. Εδώ κανείς δε με θέλει, ούτε η αδελφή μου ούτε ο ίσκιος μου. Πρέπει να σου πω επίσης ότι τους Αυστριακούς τους έβαλαν για βιτρίνα οι Γερμανοί. Αυτοί τον εχθρεύονταν. Προτιμούν τον Διάδοχο, όπως κι εκείνος τους προτιμά. Πρόκειται να γίνουν πολλά και θέλουν την Ελλάδα στο πλευρό τους. Με τον άντρα σου δεν θα ήταν εύκολο».
   Σώπασε και περίμενε. Η βασίλισσα έπαιρνε βαθιές, αργές ανάσες, σαν να την βοηθούσαν να κατανοήσει καλύτερα τα όσα φοβερά άκουγε.
   «Και που σε βρήκαν εσένα οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί;»
  «Ο Φον Βάγκενχάϊμ με συνάντησε στην Κωνσταντινούπολη λίγους μήνες νωρίτερα. Μου έδωσε λεφτά να έρθω εδώ και να συναντήσω τον Γερμανό πρόξενο, τον Κράλ. Αυτός θα μου έλεγε με ποιούς θα συνεννοηθώ».
   Η βασίλισσα κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη ότι καταλάβαινε. Και πράγματι, καταλάβαινε, το κουβάρι είχε λυθεί. Τώρα κατανοούσε πόσο έντεχνα ο Βάγκενχάϊμ είχε πλησιάσει τη νύφη της, την πριγκίπισσα Σοφία, τη γυναίκα του Διαδόχου, καταφέρνοντας να γίνει φίλος, έμπιστός της. Συνειδητοποιούσε ότι οι φήμες που ήθελαν τον Βάγκενχάϊμ να ετοιμάζει την δολοφονία από την Κωνσταντινούπολη ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Μέχρι σε ποιόν έφθανε, άραγε, η εμπλοκή στη δολοφονία; Στην ίδια τη Σοφία; Αυτό, μάλλον δεν θα το μάθαινε, δεν ήθελε να το μάθει ποτέ. Δεν το άντεχε.
   «Σ’ ευχαριστώ, κύριε Σχινά. Ο Θεός να σε συγχωρήσει γι’ αυτό που έκανες. Δεν νομίζω ότι μπορείς να περιμένεις ανάλογη αντιμετώπιση από κανέναν άλλον».
   Σηκώθηκε υπερήφανη και στητή και φώναξε τον φύλακα να ανοίξει το κελί. Όσοι βρίσκονταν στο Διοικητήριο και την είδαν να φεύγει αντιλήφθηκαν την απόλυτη συναισθηματική συντριβή της. Την επόμενη ημέρα θα παρακολουθούσε μία χαρμόσυνη τελετή, ο μεγάλος της γιός θα στεφόταν βασιλιάς. Τι θα έκανε η ίδια, δεν το είχε ακόμα σκεφθεί. Είχε καιρό- μία αιωνιότητα. Τόσος ήταν ο χρόνος που της απέμεινε χωρίς τον Γεώργιο, τον άνδρα που είχε αγαπήσει πολύ.
  Ο Κανταρές έκλεισε τον φάκελο της ανάκρισης και τον ενεχειρίασε στον πρίγκιπα Νικόλαο. Εκείνος τον παρέδωσε σε κάποιον άλλο- ποτέ κανείς δεν έμαθε το όνομά του,- με σκοπό να τον μεταφέρει στην Αθήνα με το πλοίο Ελευθερία. Το πλοίο καταμεσίς στο πέλαγος έπιασε φωτιά. Όλως περιέργως κάηκε σχεδόν μόνο η καμπίνα, μέσα στην οποία φυλαγόταν ο φάκελος. Δεν έμεινε κανένα ίχνος. Κι όλα αυτά πριν ταφεί ο δολοφονημένος βασιλιάς. Ο Νικόλαος δεν μίλησε γι’ αυτό ποτέ στην μητέρα του.
  Η σορός του Γεωργίου Α΄ παρέμεινε στην έπαυλη της Θεσσαλονίκης για δημόσιο προσκύνημα μέχρι την 12η Μαρτίου. Εκείνη την ημέρα η πομπή ξεκίνησε από την έπαυλη, διέσχισε την κατάμεστη από κόσμο οδό των εξοχών και συνέχισε μέχρι την εξέδρα του Λευκού Πύργου. Ήταν ο τελευταίος περίπατος του βασιλιά, μόνο που αυτή τη φορά δεν περπατούσε και δεν ήταν μόνος. Στην εξέδρα περίμενε το ατμόπλοιο Αμφιτρίτη, σιωπηλό και υπερήφανο για την εκλογή του, να μεταφέρει τον νεκρό βασιλιά στον Πειραιά, για να ακολουθήσει η ταφή στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου.


  Όταν όλα τελειώνουν, η βασιλομήτωρ Όλγα προσκαλεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της τον γιό της πρίγκιπα Ανδρέα. Είναι ο μόνος στον οποίο θα μιλήσει για όσα έχει μάθει. Η μητρική της καρδιά ενστικτωδώς εμπιστεύεται μόνον αυτό από τα οκτώ παιδιά της. Ο πρίγκιπας Ανδρέας πολεμά κι αυτός ως αξιωματικός του ιππικού, σε λίγο θα φύγει πάλι για το μέτωπο. Ο πόλεμος συνεχίζεται, επεκτείνοντας τα σύνορα της Ελλάδας μέρα τη μέρα. 
   Ο πρίγκιπας την ακούει σιωπηλός. Όταν η Όλγα σταματά να μιλά, εκείνος έχει δάκρυα στα μάτια. Αμίλητος, σκύβει και φιλά στα μάγουλα τη μητέρα του και φεύγει σαν κυνηγημένος, ταραγμένος βαθιά μετά από όσα ανομολόγητα άκουσε. 
Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, δύο στρατιώτες οδηγούν τον φυλακισμένο Αλέξανδρο Σχινά από το υπόγειο κελί του στον δεύτερο όροφο του Διοικητηρίου. Θα τον ανακρίνουν, λένε. 
   Γιατί άραγε; συλλογίζεται εκείνος. Τόσο καιρό τον είχαν λησμονήσει. Πού και πού του έριχναν κανένα ξεροκόμματο. Η αρρώστια -έπασχε από φυματίωση- τον είχε διαλύσει. Ήταν ρυπαρός, γεμάτος αίματα από τις δικές του αιμοπτύσεις, ένας κινητός βόθρος. Ποιός ανακριτής θα τον έβλεπε σε τέτοιο χάλι;
   Τα χέρια του είναι δεμένα πίσω με χειροπέδες και δεν μπορεί να τα φέρει στα μάτια του, να μειώσει το φώς. Κλεισμένος όλον αυτόν τον καιρό στα σκοτάδια κινδυνεύει τώρα να τυφλωθεί. Τα κλείνει, τα ανοίγει, τα ξανακλείνει. Ούτως ή άλλως οι στρατιώτες τον σπρώχνουν με τα όπλα τους, δείχνοντάς του το δρόμο. Ίσως προλάβει να συνηθίσει να βλέπει στο φώς. 
  Τον αφήνουν κοντά σε ένα παράθυρο,να περιμένει λίγο εκεί και θα τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Ο Σχινάς παραπατά από την εξάντληση. Κάνει μία προσπάθεια να δει έξω. Κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια. Είναι χαρά Θεού, πρέπει να είναι ζεστά έξω, ας είναι παγωμένο το δικό του κορμί. Κόσμος πάει κι έρχεται, γελά, φωνάζει, μαλώνει. Ο Σχινάς χάνεται για λίγο σε αναπολήσεις της περασμένης ζωής του, σταματώντας σε μερικές ευχάριστες στιγμές. 
   Δεν βλέπει και δεν ακούει τον μεγαλόσωμο αξιωματούχο της χωροφυλακής που τον πλησιάζει, δεν καταλαβαίνει αν είναι όνειρο ή πραγματικότητα. Τα τζάμια του παραθύρου σπάζουν και ο ίδιος βρίσκεται έξω, αιωρείται, πετά σαν πουλί. Είναι ευτυχισμένος, γίνεται ένα με τον ουρανό, τον ήλιο και τη ζέστη. 
   Αμέσως μετά, όλα τελειώνουν. Το άσαρκο κορμί του προσγειώνεται στο λιθόστρωτο της αυλής με το κεφάλι. Ο θάνατος- λύτρωση είναι ακαριαίος.

Οι εφημερίδες την επομένη έγραψαν ότι «ο Σχινάς, οδηγούμενος εις τον ανακριτήν διέλαθε της προσοχής των φρουρών και έπεσε από παράθυρον εις το λιθόστρωτον της αυλής, φονευθείς επί τόπου».    






*     *     *



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ


Η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σπούδασε ξενοδοχειακά στη Ρόδο (ΑΣΤΕΡ) και οικονομικά στη Θεσσαλονίκη (Ανωτάτη Βιομηχανική), όπου έμεινε και εργάστηκε για είκοσι χρόνια. Είναι παντρεμένη και ζει στην Αθήνα.
Αρθρογραφεί σταθερά στα διαδυκτιακά περιοδικά The Mythologists, iporta.gr, Books &Style και koukidaki.blogspot.gr.  Πολλά από τα άρθρα της μπορείτε να τα βρείτε και στο προσωπικό της μπλόγκ: myownnovelsworld.blogspot.com

Έχει εκδόσει τα μυθιστορήματα:

«Σαν στάχυα στο χρόνο», ΔΙΟΠΤΡΑ 2012
«Στη σκιά των αιώνων», ΔΙΟΠΤΡΑ 2013
«Από ξύλο και ασήμι», ΔΙΟΠΤΡΑ 2015
«Ανεξέλεγκτο πάθος», ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ 2017
«Όταν σωπαίνει το φως», ΑΝΕΜΟΣ 2018.


*     *     *


ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ: 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ 

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΑΤΗΣΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!