Προπαραμονή Χριστουγέννων 2018…
Άρχιζε, μόλις ο δεύτερος και πιο δυνατός κύκλων των χημειοθεραπειών του γλυκού μου του πατέρα.. του πατέρα μου.. της πιο δοτικής ψυχής, των πιο γαλαζοπράσινων ματιών...
Πιο δυνατές, πιο αμείλικτες αυτή τη φορά…
Κι εγώ;
Πού αλλού θα μπορούσα να βρίσκομαι εγώ;
Του έκλεισα κρεβάτι σε δίκλινο, κι ας ήταν πιο ακριβό από μια απλή πολυθρόνα!!
Στην τελική, δικά του ήταν τα λεφτά, ακόμη όμως και δικά του να μην ήταν, ολάκερη θα ξεπουλιόμουνα, για να του προσφέρω το καλύτερο, να τον ανακουφίσω, στο έπακρο!
Η νοσοκόμα κατέφτασε βιαστική με το καροτσάκι της γεμάτο φάρμακα, ορούς, ενέσεις, ό,τι έτρεμα σε κάθε μας επίσκεψη!! Και παρότι ευγενέστατες και εξυπηρετικότατες, στα μάτια μου φάνταζαν τρομαχτικές ,τούτη τη μέρα, σχεδόν Χριστούγεννα!
Η φλέβα, αυτή η χιλιοτρυπημένη φλέβα, άνοιξε και πάλι, ώστε να υποδεχτεί το κόκκινο δηλητήριο, το σωτήριο δηλητήριο, κατά πως μας είχαν τάξει νοερά οι θεράποντες μεγαλογιατροί!
Τα χαπάκια δόθηκαν με τις χούφτες, χάπια για γαστροπροστασία, για αποφυγή εμετού, για το ένα, για το άλλο...
Κι εκείνος με το χαμόγελο ίσαμε τώρα, όλους αυτούς τους μήνες, να αστειεύεται με τις νοσοκόμες και να δίνει θάρρος στους υπόλοιπους ασθενείς, σε σημείο να τον ρωτάνε πότε θα ξανακάνει χημειοθεραπεία, ώστε να κανονίσουν κι αυτοί το ραντεβού τους, την ίδια μέρα!
Με το χαμόγελο λοιπόν, ίσαμε να κατασταλάξει όλο το φαρμάκι, σε κάθε κύτταρο από το πονεμένο κορμάκι του…
Ένα κορμί που είχε λιώσει στο μεροκάματο και στη σκληρή δουλειά, απ’ τα 9 του χρόνια!!
Ένα κορμί, που από τα νιάτα του, ίσαμε τα τώρα, αγαπήθηκε για την ομορφάδα του και την σβελτοσύνη του!
‘Ένα κορμί που ξενιτεύτηκε στην άλλη άκρη της γης για να φροντίσει τους αγαπημένους τους γονείς, που έχασε άδικα κι ορφάνεψε από παλληκαράκι...
‘Ένα κορμί που δούλεψε τη γη, που δούλεψε στον καφενέ του, και τον έκανε γνωστό στα πέρατα της γης, ένας γνήσιος νησιώτης, ένας πραγματικός άνθρωπος μα κι άγγελος ταυτόχρονα!
Ένα κορμί όπου έδεσαν αρμονικά, το πρόσωπο ,η καλλικέλαδη φωνή, πάνω απ’ όλα όμως το μεράκι για τον συνάνθρωπο, για τη ζωή την ίδια ….
Όταν λοιπόν το φαρμάκι τέλειωσε το έργο του, το κορμί που αντίκρισα, είχε μια για πάντα αλλάξει ...ένα άψυχο θαρρείς κορμάκι, καταβεβλημένο κι ανήμπορο να κουνηθεί, ένα κορμάκι σε λήθαργο, με τα άλλοτε σγουρά πλούσια και πυκνά κατάμαυρα μαλλιά με το στριφτό τσουλούφι του, που τον έκανε ακόμη πιο ελκυστικό, να έχουνε τώρα μεταμορφωθεί σε μπαμπάκι ξασμένο! Αλήθεια, πότε πρόλαβαν κι ασπρίσαν τα μαλλάκια του;
Και τώρα, εγώ, αυτό το κορμάκι, έπρεπε να τ’ αφήσω μόνο του, και να φύγω, να εξαφανιστώ, να τσακιστώ και να πάω στο ΙΚΑ, που ούτε ήξερα κατά πού έπεφτε! Να πάω μέχρι εκεί, και να φέρω κι άλλα φάρμακα, κι άλλα ,κι άλλα, μέσα σε παγοκύστες, κάποια για να τ’ αφήσω στο νοσοκομείο της Αθήνας, κι άλλα για να τα πάρουμε πίσω μαζί μας στο νησί!!
Αφήνοντας τον παγερό θάλαμο του νοσοκομείου, νοιώθω ότι άφησα τα μάτια μου, εκεί πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μην τυχόν και κάτι θελήσει, μην τυχόν κι ανοίξει τα λαμπερά του μάτια και δεν συναντήσουν τα δικά μου…
Μπήκα σαν τρελή στο πρώτο ελεύθερο ταξί που βρέθηκε στο δρόμο μου! Τί σαν τρελή; Τρελή κανονική, αναμαλλιασμένη με πρησμένα μάτια, τόσο παράταιρη στη γιορτινή Αθήνα!
Όταν τελικά έφτασα στο ΙΚΑ, αντίκρισα μια ατέλειωτη ουρά ανθρώπων, έβγαινε έξω στο δρόμο, θαρρώ πως έστριβε κιόλας σε κάποιο σημείο…
Τώρα μάλιστα! Πότε θα φύγω από δω Θεέ μου, πότε θα ξεμπερδέψω;
Στάθηκα πίσω απ’ τον τελευταίο της σειράς με τα χαρτιά και το βαλιτσάκι στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο χέρι λες και θα με καλούσε ο πατερούλης μου, να με ρωτήσει πού βρίσκομαι!!
Κάνα δυο άτομα πιο μπροστά μου, διαπληκτίστηκαν για το ποιανού ήταν η σειρά!! Δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί, ούτε μια στιγμή παραπάνω!! Τί δουλειά είχα εγώ εκεί, χρονιάρα μέρα;; Γιατί δεν ήμασταν στο ζεστό μας το σπιτάκι, δίπλα στο τζάκι, με το σπίτι μας να μοσχοβολάει μέλι και κανέλλα;
Με τη μάνα μου να μαγειρεύει το παραδοσιακό σελινάτο από τα δικά σου τα ζωντανά;;
Που μοίραζες απλόχερα, σε συγγενείς, σε φίλους, σε γνωστούς ,και σε αγνώστους ακόμη που απλά έτυχε να περνάνε έξω από το σπίτι σου;
Που έπιανε την κορυφή του τραπεζιού στα γιορτινά τραπέζια... των παιδιών του, πρώτος και καλύτερος;
Που μας μάζευε δίπλα του σαν τις μέλισσες στο μέλι, να τον βλέπουμε μόνο μας έφτανε!
Που κουρνιάζαμε, παιδιά κι αγγόνια ακούγοντας τις ιστορίες του, καμαρώνοντας τον να χορεύει υπό τη μουσική που έπαιζαν τα εγγόνια του, που πότε μας παίνευε και πότε μας ψευτομάλωνε για τις μαγειρικές μας ικανότητες!!
Κι όλ’ αυτά, πάντα μα πάντα, με ένα τσιγάρο στο στόμα …, ένα τσιγάρο που ουσιαστικά, δεν έσβησε ποτέ από τα χείλη του!! Παρά τα μαλώματα και τις φωνές μου!
**************************************************************
‘Ομως, πόση ώρα περιπλανιέμαι σε περασμένα Χριστούγεννα; Κι η ουρά μπροστά μου, ελάχιστα έχει μετακινηθεί!!
Αυτό ήταν!!! Θα το κάνω, κι ας μην το’χω ξανακάνει!
Σήκωσα το χέρι μου ψηλά για να με προσέξουν όσοι περισσότεροι γινότανε και με φωνή τρεμάμενη, ξεψυχισμένη θαρρώ, κατάφερα να αρθρώσω μάλλον, παρά να φωνάξω: -«Παρακαλώωωωω! Δώστε μου τη σειρά σας! Θέλω να πάω στον μπαμπά μου, τον έχω αφήσει πολύ ώρα μόνο του και φοβάμαι!!».
-«Πέρασε κοπέλα μου, μέρες που είναι», ,είπαν κάποιοι...
-«Κι εμείς τί νομίζεις ότι κάνουμε εδώ;», είπαν κάποιοι άλλοι και τους μίσησα αυτοστιγμή για τη σκληρότητά τους!
Όταν τελικά επέστρεψα στο Νοσοκομείο με τα φάρμακα, έτρεξα κοντά του, χώθηκα δίπλα του, έτσι που να μην τον ενοχλήσω, ξάπλωσα, πήρα αγκαλιά το κεφαλάκι του και του χάιδευα τα μαλλάκια, κοιτάζοντας έξω απ’ το τζάμι τη φωτισμένη πόλη με τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια κι είχε μόλις αρχίσει να νυχτώνει.
Ακριβώς απ’ έξω απ’ το Νοσοκομείο στον Πειραιά, είναι ένα μεγάλο γεφύρι, κυκλικό. Αυτοκινητόδρομος είναι, αλλά είναι πιο υπερυψωμένος και βλέπεις τ’ αυτοκίνητα έτσι βιαστικά να πηγαινοέρχονται και σου περνά η σκέψη απ’ το μυαλό: -«Τι κάνω εδώ πέρα; Πού πάνε όλοι αυτοί;».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε μέσα μια νοσοκόμα, είδε τη σκηνή και μας είπε: -«Μα, τι αγάπη είναι αυτή; Πόσο τον αγαπάς, τον μπαμπά σου!!!» Πιότερο ένοιωσα οόι το είπε για να τον παρηγορήσει, μιας κι εκείνος κρυφοκαμάρωνε για την αδυναμία που του είχαν και οι 3 κόρες του...
Τα μάτια μου κόγχες πυρωμένες σαν ένα παιδάκι μικρό που είναι έτοιμο να μπήξει τα κλάματα επειδή δεν του έγινε το χατήρι!! Σαν παιδάκι, κι ας είμαι μεγάλη γυναίκα πια, με δικά μου μεγάλα παιδιά!!
Πάντα παιδιά θα νοιώθουμε και θα είμαστε για ‘οσο οι γονείς μας είναι εν ζωή, για οσο ανασαίνουν δίπλα μας, για όσο βαριανασαίνουν ακόμα ακόμα!!
Αυτοί μας έδωσαν ζωή, κι είναι χρέος μας ύψιστο να τους κρατήσουμε με νύχια και με δόντια σε αυτήν την ίδια ζωή στην οποία μας έφεραν…. Έστω και για λίγες στιγμούλες ακόμη….
Έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει κι ο καιρός αγρίευε κι εγώ έπρεπε να σκεφτώ, με ποιο τρόπο θα τον πήγαινα στο αεροδρόμιο, αν θα χρειαζόταν να τον κουβαλήσω, πώς θα κάναμε τόσο ταξίδι για να γυρίσουμε πίσω στο νησί …
Δεν καλοθυμάμαι το ταξίδι της επιστροφής…
Το πώς δηλαδή αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του πόνου, πώς τον βοήθησα να ντυθεί, να βάλει τ’ αρβυλάκια του, πώς φορτώθηκα τα συμπράγκαλα μας, πώς βρήκαμε ταξί, αν ο οδηγός ήταν καλόβολος ώστε να σταματήσει κάμποσες φορές στη διαδρομή μιας και ήταν άκρως απαραίτητη η τουαλέτα μετά από τόσα λίτρα ορούς και φάρμακα, αν, αν, αν…..
Εκείνο που θυμάμαι είναι την εικόνα του στο αεροδρόμιο, να πηναινοέρχεται σαν αγρίμι στο κλουβί, κι εγώ παραδίπλα να προσπαθώ να τον προστατέψω από αδιάκριτα βλέμματα, να του ισιώνω το παλτουδάκι του, μην τύχει και κρυώσει!! Κι ας με μάλωνε, γιατί, παρά την κατάστασή του, πολλά- πολλά δεν ήθελε.. Παρά την κατάστασή του, προσπαθούσε να ισιώνει το μουστακάκι του, το καμάρι του, «το σήμα κατατεθέν του»…
Τα τελευταία Χριστούγεννα του πατέρα μου, αφήσαμε την παγερή κι απρόσωπη Αθήνα, και φτάσαμε στο ζεστό μας σπιτικό…
Το πρωινό των Χριστουγέννων, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, οι αδερφές μου κι εγώ, μέσ’ την καλή χαρά, τρέξαμε στην αγκαλιά του, με τα τριγωνάκια μας, να του πούμε τα κάλαντα!!
-«Καλήν ημέραν άρχοντες….». Μα πριν τελειώσουμε, είχε ξεσπάσει σε κλάματα, σαν μωρό παιδάκι..
-«Έ μπορώ, κόρες ιμ, να έρτω στο τραπέζ’!…», («δεν μπορώ, κόρες μου, να έρθω στο τραπέζι!»).
Ήρθε όμως … κι έκανε «τα πικρά, γλυκά», όπως έκανε σ’ όλη τη ζωή του…
Κι ήταν αυτά, τα τελευταία Χριστούγεννα του πατερούλη μου…
Κι όλης της οικογένειας θαρρώ...
Και μιας κοινωνίας ολάκερης που με την καλοσύνη του, μα και την αυστηρότητά του, διαφέντευε, σ’ όλη του τη ζωή…
75 χρονών λεβέντης…
Και τα Χριστούγεννα δεν ξαναμύρισαν πια κανέλλα και γαρύφαλλο
Μήτε και τα κλαδιά ελιάς και τα ρόδια της Πρωτοχρονιάς, είχαν το ίδιο χρώμα…..
Είναι γεγονός ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα μου μείνουν αξέχαστα, γιατί ήταν δυστυχώς τα τελευταία για εκείνον και ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ!!! Ούτε ΕΚΕΙΝΟΝ, αλλά ούτε κι ΑΥΤΑ!!!
Άρχιζε, μόλις ο δεύτερος και πιο δυνατός κύκλων των χημειοθεραπειών του γλυκού μου του πατέρα.. του πατέρα μου.. της πιο δοτικής ψυχής, των πιο γαλαζοπράσινων ματιών...
Πιο δυνατές, πιο αμείλικτες αυτή τη φορά…
Κι εγώ;
Πού αλλού θα μπορούσα να βρίσκομαι εγώ;
Του έκλεισα κρεβάτι σε δίκλινο, κι ας ήταν πιο ακριβό από μια απλή πολυθρόνα!!
Στην τελική, δικά του ήταν τα λεφτά, ακόμη όμως και δικά του να μην ήταν, ολάκερη θα ξεπουλιόμουνα, για να του προσφέρω το καλύτερο, να τον ανακουφίσω, στο έπακρο!
Η νοσοκόμα κατέφτασε βιαστική με το καροτσάκι της γεμάτο φάρμακα, ορούς, ενέσεις, ό,τι έτρεμα σε κάθε μας επίσκεψη!! Και παρότι ευγενέστατες και εξυπηρετικότατες, στα μάτια μου φάνταζαν τρομαχτικές ,τούτη τη μέρα, σχεδόν Χριστούγεννα!
Η φλέβα, αυτή η χιλιοτρυπημένη φλέβα, άνοιξε και πάλι, ώστε να υποδεχτεί το κόκκινο δηλητήριο, το σωτήριο δηλητήριο, κατά πως μας είχαν τάξει νοερά οι θεράποντες μεγαλογιατροί!
Τα χαπάκια δόθηκαν με τις χούφτες, χάπια για γαστροπροστασία, για αποφυγή εμετού, για το ένα, για το άλλο...
Κι εκείνος με το χαμόγελο ίσαμε τώρα, όλους αυτούς τους μήνες, να αστειεύεται με τις νοσοκόμες και να δίνει θάρρος στους υπόλοιπους ασθενείς, σε σημείο να τον ρωτάνε πότε θα ξανακάνει χημειοθεραπεία, ώστε να κανονίσουν κι αυτοί το ραντεβού τους, την ίδια μέρα!
Με το χαμόγελο λοιπόν, ίσαμε να κατασταλάξει όλο το φαρμάκι, σε κάθε κύτταρο από το πονεμένο κορμάκι του…
Ένα κορμί που είχε λιώσει στο μεροκάματο και στη σκληρή δουλειά, απ’ τα 9 του χρόνια!!
Ένα κορμί, που από τα νιάτα του, ίσαμε τα τώρα, αγαπήθηκε για την ομορφάδα του και την σβελτοσύνη του!
‘Ένα κορμί που ξενιτεύτηκε στην άλλη άκρη της γης για να φροντίσει τους αγαπημένους τους γονείς, που έχασε άδικα κι ορφάνεψε από παλληκαράκι...
‘Ένα κορμί που δούλεψε τη γη, που δούλεψε στον καφενέ του, και τον έκανε γνωστό στα πέρατα της γης, ένας γνήσιος νησιώτης, ένας πραγματικός άνθρωπος μα κι άγγελος ταυτόχρονα!
Ένα κορμί όπου έδεσαν αρμονικά, το πρόσωπο ,η καλλικέλαδη φωνή, πάνω απ’ όλα όμως το μεράκι για τον συνάνθρωπο, για τη ζωή την ίδια ….
Όταν λοιπόν το φαρμάκι τέλειωσε το έργο του, το κορμί που αντίκρισα, είχε μια για πάντα αλλάξει ...ένα άψυχο θαρρείς κορμάκι, καταβεβλημένο κι ανήμπορο να κουνηθεί, ένα κορμάκι σε λήθαργο, με τα άλλοτε σγουρά πλούσια και πυκνά κατάμαυρα μαλλιά με το στριφτό τσουλούφι του, που τον έκανε ακόμη πιο ελκυστικό, να έχουνε τώρα μεταμορφωθεί σε μπαμπάκι ξασμένο! Αλήθεια, πότε πρόλαβαν κι ασπρίσαν τα μαλλάκια του;
Και τώρα, εγώ, αυτό το κορμάκι, έπρεπε να τ’ αφήσω μόνο του, και να φύγω, να εξαφανιστώ, να τσακιστώ και να πάω στο ΙΚΑ, που ούτε ήξερα κατά πού έπεφτε! Να πάω μέχρι εκεί, και να φέρω κι άλλα φάρμακα, κι άλλα ,κι άλλα, μέσα σε παγοκύστες, κάποια για να τ’ αφήσω στο νοσοκομείο της Αθήνας, κι άλλα για να τα πάρουμε πίσω μαζί μας στο νησί!!
Αφήνοντας τον παγερό θάλαμο του νοσοκομείου, νοιώθω ότι άφησα τα μάτια μου, εκεί πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μην τυχόν και κάτι θελήσει, μην τυχόν κι ανοίξει τα λαμπερά του μάτια και δεν συναντήσουν τα δικά μου…
Μπήκα σαν τρελή στο πρώτο ελεύθερο ταξί που βρέθηκε στο δρόμο μου! Τί σαν τρελή; Τρελή κανονική, αναμαλλιασμένη με πρησμένα μάτια, τόσο παράταιρη στη γιορτινή Αθήνα!
Όταν τελικά έφτασα στο ΙΚΑ, αντίκρισα μια ατέλειωτη ουρά ανθρώπων, έβγαινε έξω στο δρόμο, θαρρώ πως έστριβε κιόλας σε κάποιο σημείο…
Τώρα μάλιστα! Πότε θα φύγω από δω Θεέ μου, πότε θα ξεμπερδέψω;
Στάθηκα πίσω απ’ τον τελευταίο της σειράς με τα χαρτιά και το βαλιτσάκι στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο χέρι λες και θα με καλούσε ο πατερούλης μου, να με ρωτήσει πού βρίσκομαι!!
Κάνα δυο άτομα πιο μπροστά μου, διαπληκτίστηκαν για το ποιανού ήταν η σειρά!! Δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί, ούτε μια στιγμή παραπάνω!! Τί δουλειά είχα εγώ εκεί, χρονιάρα μέρα;; Γιατί δεν ήμασταν στο ζεστό μας το σπιτάκι, δίπλα στο τζάκι, με το σπίτι μας να μοσχοβολάει μέλι και κανέλλα;
Με τη μάνα μου να μαγειρεύει το παραδοσιακό σελινάτο από τα δικά σου τα ζωντανά;;
Που μοίραζες απλόχερα, σε συγγενείς, σε φίλους, σε γνωστούς ,και σε αγνώστους ακόμη που απλά έτυχε να περνάνε έξω από το σπίτι σου;
Που έπιανε την κορυφή του τραπεζιού στα γιορτινά τραπέζια... των παιδιών του, πρώτος και καλύτερος;
Που μας μάζευε δίπλα του σαν τις μέλισσες στο μέλι, να τον βλέπουμε μόνο μας έφτανε!
Που κουρνιάζαμε, παιδιά κι αγγόνια ακούγοντας τις ιστορίες του, καμαρώνοντας τον να χορεύει υπό τη μουσική που έπαιζαν τα εγγόνια του, που πότε μας παίνευε και πότε μας ψευτομάλωνε για τις μαγειρικές μας ικανότητες!!
Κι όλ’ αυτά, πάντα μα πάντα, με ένα τσιγάρο στο στόμα …, ένα τσιγάρο που ουσιαστικά, δεν έσβησε ποτέ από τα χείλη του!! Παρά τα μαλώματα και τις φωνές μου!
**************************************************************
‘Ομως, πόση ώρα περιπλανιέμαι σε περασμένα Χριστούγεννα; Κι η ουρά μπροστά μου, ελάχιστα έχει μετακινηθεί!!
Αυτό ήταν!!! Θα το κάνω, κι ας μην το’χω ξανακάνει!
Σήκωσα το χέρι μου ψηλά για να με προσέξουν όσοι περισσότεροι γινότανε και με φωνή τρεμάμενη, ξεψυχισμένη θαρρώ, κατάφερα να αρθρώσω μάλλον, παρά να φωνάξω: -«Παρακαλώωωωω! Δώστε μου τη σειρά σας! Θέλω να πάω στον μπαμπά μου, τον έχω αφήσει πολύ ώρα μόνο του και φοβάμαι!!».
-«Πέρασε κοπέλα μου, μέρες που είναι», ,είπαν κάποιοι...
-«Κι εμείς τί νομίζεις ότι κάνουμε εδώ;», είπαν κάποιοι άλλοι και τους μίσησα αυτοστιγμή για τη σκληρότητά τους!
Όταν τελικά επέστρεψα στο Νοσοκομείο με τα φάρμακα, έτρεξα κοντά του, χώθηκα δίπλα του, έτσι που να μην τον ενοχλήσω, ξάπλωσα, πήρα αγκαλιά το κεφαλάκι του και του χάιδευα τα μαλλάκια, κοιτάζοντας έξω απ’ το τζάμι τη φωτισμένη πόλη με τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια κι είχε μόλις αρχίσει να νυχτώνει.
Ακριβώς απ’ έξω απ’ το Νοσοκομείο στον Πειραιά, είναι ένα μεγάλο γεφύρι, κυκλικό. Αυτοκινητόδρομος είναι, αλλά είναι πιο υπερυψωμένος και βλέπεις τ’ αυτοκίνητα έτσι βιαστικά να πηγαινοέρχονται και σου περνά η σκέψη απ’ το μυαλό: -«Τι κάνω εδώ πέρα; Πού πάνε όλοι αυτοί;».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε μέσα μια νοσοκόμα, είδε τη σκηνή και μας είπε: -«Μα, τι αγάπη είναι αυτή; Πόσο τον αγαπάς, τον μπαμπά σου!!!» Πιότερο ένοιωσα οόι το είπε για να τον παρηγορήσει, μιας κι εκείνος κρυφοκαμάρωνε για την αδυναμία που του είχαν και οι 3 κόρες του...
Τα μάτια μου κόγχες πυρωμένες σαν ένα παιδάκι μικρό που είναι έτοιμο να μπήξει τα κλάματα επειδή δεν του έγινε το χατήρι!! Σαν παιδάκι, κι ας είμαι μεγάλη γυναίκα πια, με δικά μου μεγάλα παιδιά!!
Πάντα παιδιά θα νοιώθουμε και θα είμαστε για ‘οσο οι γονείς μας είναι εν ζωή, για οσο ανασαίνουν δίπλα μας, για όσο βαριανασαίνουν ακόμα ακόμα!!
Αυτοί μας έδωσαν ζωή, κι είναι χρέος μας ύψιστο να τους κρατήσουμε με νύχια και με δόντια σε αυτήν την ίδια ζωή στην οποία μας έφεραν…. Έστω και για λίγες στιγμούλες ακόμη….
Έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει κι ο καιρός αγρίευε κι εγώ έπρεπε να σκεφτώ, με ποιο τρόπο θα τον πήγαινα στο αεροδρόμιο, αν θα χρειαζόταν να τον κουβαλήσω, πώς θα κάναμε τόσο ταξίδι για να γυρίσουμε πίσω στο νησί …
Δεν καλοθυμάμαι το ταξίδι της επιστροφής…
Το πώς δηλαδή αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του πόνου, πώς τον βοήθησα να ντυθεί, να βάλει τ’ αρβυλάκια του, πώς φορτώθηκα τα συμπράγκαλα μας, πώς βρήκαμε ταξί, αν ο οδηγός ήταν καλόβολος ώστε να σταματήσει κάμποσες φορές στη διαδρομή μιας και ήταν άκρως απαραίτητη η τουαλέτα μετά από τόσα λίτρα ορούς και φάρμακα, αν, αν, αν…..
Εκείνο που θυμάμαι είναι την εικόνα του στο αεροδρόμιο, να πηναινοέρχεται σαν αγρίμι στο κλουβί, κι εγώ παραδίπλα να προσπαθώ να τον προστατέψω από αδιάκριτα βλέμματα, να του ισιώνω το παλτουδάκι του, μην τύχει και κρυώσει!! Κι ας με μάλωνε, γιατί, παρά την κατάστασή του, πολλά- πολλά δεν ήθελε.. Παρά την κατάστασή του, προσπαθούσε να ισιώνει το μουστακάκι του, το καμάρι του, «το σήμα κατατεθέν του»…
Τα τελευταία Χριστούγεννα του πατέρα μου, αφήσαμε την παγερή κι απρόσωπη Αθήνα, και φτάσαμε στο ζεστό μας σπιτικό…
Το πρωινό των Χριστουγέννων, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, οι αδερφές μου κι εγώ, μέσ’ την καλή χαρά, τρέξαμε στην αγκαλιά του, με τα τριγωνάκια μας, να του πούμε τα κάλαντα!!
-«Καλήν ημέραν άρχοντες….». Μα πριν τελειώσουμε, είχε ξεσπάσει σε κλάματα, σαν μωρό παιδάκι..
-«Έ μπορώ, κόρες ιμ, να έρτω στο τραπέζ’!…», («δεν μπορώ, κόρες μου, να έρθω στο τραπέζι!»).
Ήρθε όμως … κι έκανε «τα πικρά, γλυκά», όπως έκανε σ’ όλη τη ζωή του…
Κι ήταν αυτά, τα τελευταία Χριστούγεννα του πατερούλη μου…
Κι όλης της οικογένειας θαρρώ...
Και μιας κοινωνίας ολάκερης που με την καλοσύνη του, μα και την αυστηρότητά του, διαφέντευε, σ’ όλη του τη ζωή…
75 χρονών λεβέντης…
Και τα Χριστούγεννα δεν ξαναμύρισαν πια κανέλλα και γαρύφαλλο
Μήτε και τα κλαδιά ελιάς και τα ρόδια της Πρωτοχρονιάς, είχαν το ίδιο χρώμα…..
Είναι γεγονός ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα μου μείνουν αξέχαστα, γιατί ήταν δυστυχώς τα τελευταία για εκείνον και ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ!!! Ούτε ΕΚΕΙΝΟΝ, αλλά ούτε κι ΑΥΤΑ!!!
ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
ΜΥΤΙΛΗΝΗ,ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τις απόψεις σας!