Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Ευαγγελία Παπαθανασίου - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Ευαγγελία Παπαθανασίου - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ



Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Ευαγγελία Παπαθανασίου, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Η λογοτεχνία είναι ένα μαγικό ταξίδι του νου και της ψυχής. Ένα ταξίδι από το αφηρημένο (γράμματα, λέξεις) στο συγκεκριμένο (έννοιες, συναισθήματα) και στο φανταστικό (ιστορίες και ζωές άλλων ).

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Αυτή η μυστική συμφωνία ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη που συντελείται διαβάζοντας λογοτεχνία – γνωρίζω ότι αυτό που διαβάζω είναι μία απεικόνιση του πραγματικού μέσα από την προσωπική ματιά του συγγραφέα – επιτρέπει την καλλιέργεια της  κριτικής σκέψης και της φαντασίας, αλλά κυρίως της ενσυναίσθησης. Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο. 

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

εν ξέρω αν πράγματι παλαιότερα κατείχε θέση καλύτερη απ’ ό,τι σήμερα. Στους κύκλους των ανθρώπων των γραμμάτων νομίζω κατέχει την ίδια θέση πάντοτε. Γεγονός είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ή δεν θέλει να διαθέσει τον χρόνο για να στοχαστεί. Και ποίηση χωρίς στοχασμό δεν μπορεί να υπάρξει.
 
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Για μένα ποίηση είναι ενδοσκόπηση. Ένα ταξίδι στην αυτογνωσία. Θαυμάζω τους ποιητές πώς καταφέρνουν να συμπυκνώσουν τα νοήματα, να συνταιριάξουν με μαεστρία τις λέξεις και να αποτυπώσουν το συναίσθημα.

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Γράφω από μικρή. Σκόρπια πράγματα, μισοτελειωμένα, σε χαρτάκια, ημερολόγια, τετράδια. Πρώτη φορά έγραψα στην ΣΤ’ τάξη του ελληνικού Δημοτικού σχολείου του Μονάχου, ένα θεατρικό έργο για κουκλοθέατρο, που ανέβηκε στο τέλος της χρονιάς από εμάς τα παιδιά με κούκλες που είχαμε κατασκευάσει. Μετά είχα την τύχη να έχω μία καταπληκτική φιλόλογο στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στο Μόναχο, η οποία μου έλεγε «γράφε!» και «μη σταματάς να γράφεις». Με έκανε να πιστέψω ότι αυτά που γράφω αξίζουν.

6. Γιατί γράφετε;

Γιατί το μυαλό μου φτιάχνει εικόνες, γεννάει ασταμάτητα εικόνες, πρόσωπα και ιστορίες. Άσε που εκεί μέσα κατοικούν ένα σωρό μάγισσες, νεράιδες, ξωτικά και ζώα που μιλούν. Δεν μπορώ να μην γράφω…

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Φυσικά τα παιδιά. Τρελαίνομαι να τα παρατηρώ και να τα αφουγκράζομαι. Επίσης τα ζητήματα των ανθρώπινων σχέσεων και  τα προβλήματα της διαφορετικότητάς μας.

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Με την Παιδική Λογοτεχνία και  με τα παραμύθια. Τελευταία ανακάλυψα και τον κόσμο των μεγάλων, κυρίως μέσα από το διήγημα. 

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Το πρώτο μου βιβλίο για παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού είναι «Το αστεράκι που μετακόμισε» (2015) που μιλάει για τη διαφορετικότητα και τις δυσκολίες της. Το δεύτερο «Η σχολική θεατρική παράσταση, το θεατρικό παιχνίδι και ο κοινωνικός αποκλεισμός στη σχολική τάξη» (2018) είναι μία μελέτη πάνω στη σπουδαιότητα του θεάτρου μέσα στο σχολείο. Το τρίτο βιβλίο «Εγώ, η μαμά και το μπιζελάκι της» (2019) πραγματεύεται το ζήτημα της ασθένειας. Και τα τρία από τις εκδόσεις «Φυλάτος». Συμμετέχω σε δύο συλλογικούς τόμους με διηγήματα που είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις «Αλάτι».

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «ΕΓΩ, Η ΜΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΙΖΕΛΑΚΙ ΤΗΣ».

Είναι μία ιστορία για μικρά παιδιά που σκοπό έχει να αφυπνίσει την αναγκαιότητα της πρόληψης. Μέσα από  απλά λόγια φιλοδοξεί να ενημερώσει πρώτα απ’ όλα τον ενήλικα  για τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και να απομυθοποιήσει τον φόβο του καρκίνου του μαστού. Το βιβλίο βγήκε με χορηγία, η εικονογράφηση είναι προσφορά και τα έσοδα πηγαίνουν στον Σύλλογο «Παιδικές καρδιές» βορείου Ελλάδας, σύλλογος για παιδιά με συγγενείς καρδιοπάθειες.

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Παλαιότερα θα έλεγα όταν έχω ησυχία. Τώρα που έχω αρκετή ησυχία επιλέγω την ώρα που είναι πιο ξεκούραστο το μυαλό. Συνήθως πολύ πρωί.

12. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Πιστεύω ότι ένα καλό βιβλίο  έχει ως βάση του την καλή και σωστή χρήση της γλώσσας, την ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη πλοκή και δεν φλυαρεί ούτε κουράζει. Σίγουρα παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο οι διασυνδέσεις, το μάρκετιγκ και η διαφήμιση.

13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Σαφώς το έντυπο. Θεωρώ ότι είμαστε γενικώς αρκετές ώρες μπροστά σε μία οθόνη. 

14.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να έχει υπομονή και επιμονή.

15. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

«Αόρατος» Paul Auster. Καταπληκτικός ψυχογράφος ο συγγραφέας.

16. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Σοφία Νικολαϊδου, Λιλή Ζωγράφου, Άλκη Ζέη, Ισίδωρος Ζουγρός, οι κλασικοί Παπαδιαμάντης,  Μυριβίλης, Βενέζης, Λουντέμης, Καζαντζάκης, έπειτα Πωλ Όστερ, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Αγκάθα Κρίστι, Όουεν Κόλφερ, Τόλκιν, Φίλιπ Πούλμαν, Μίχαελ Έντε.

17. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

«Αρτέμης Φάουλ» όλη η σειρά, «Άρχοντας των δαχτυλιδιών», «Μόμο», «Ο κόσμος της Σοφίας» 

18. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Να  εκδοθούν οι τελειωμένες ιστορίες και να ολοκληρωθούν οι  μισοτελειωμένες. Και να συνεχίσω να γράφω!


*     *     *

«Ιστορίες με μάγισσες»
 «Ένα  ωραίο χαμόγελο»
(της  Ευαγγελίας Παπαθανασίου)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μάγισσα που την έλεγαν Σουξουμουσουτού. Η Σουξουμουσουτού είχε μία πολύ καλή φίλη, την Σουξουμουσουσού. Οι δύο φίλες περνούσαν πολύ καλά μαζί, όλη την ώρα μιλούσαν και γελούσαν. Είχαν όμως ένα μεγάλο ελάττωμα. Ήταν πολύ κουτσομπόλες. 
«Για δες, η Σουξουμουσουτάδε, την είδες τι φόρεσε σήμερα;»
«Καλέ ναι! Καθόλου δεν ξέρει αυτή η μάγισσα να συνδυάζει τα παπούτσια με τις κάπες της! Γιατί η Σουξουμουσουδίνα, καλύτερη είναι;»  
« Τι λες τώρα! Χειρότερη!»
Και έτσι περνούσαν όμορφα τις μέρες τους στο μαγισσοχωριό Σουξουμούξου. Όλο «κοίτα τη μία, κοίτα την άλλη, έμαθες τι έπαθε εκείνη, να σου πω τι θα έκανε άλλη» και πάει λέγοντας. 
Μια μέρα, εκεί που κάθονταν οι δυο τους στην αυλή της Σουξουμουσουτού και έπιναν έναν ζωμό από βατόμουρα και αγριοφράουλες, πέρασε η Σουξουμουσουνένα, μια μάγισσα πολύ νέα και πολύ όμορφη. Οι δύο φίλες κοιτάχτηκαν πονηρά και  θυμήθηκαν ότι στον χορό της άνοιξης η Σουξουμουσουνένα χορεύοντας παραπάτησε και έριξε τη χύτρα με τον ζωμό σαλιγκαριών. Όσες χόρευαν δίπλα της  κόλλησαν ζουμιά και  έπεσαν όλες η μία πάνω στην άλλη. Πολύ γέλιο! 
Η Σουξουμουσουνένα τις άκουσε που γέλασαν και κατάλαβε. Τις ήξερε τι κουτσομπόλες ήταν. Σταμάτησε λοιπόν και ακούμπησε στον παλιό ξύλινο φράχτη λέγοντας: 
«Ξέρετε κάτι; Έχετε πολύ μεγάλο στόμα και οι δύο!» και έφυγε.
Η Σουξουμουσουτού και η   Σουξουμουσουσού γύρισαν αμέσως και κοιτάχτηκαν. 
«Βρε, λες;» είπε η Σουξουμουσουτού και έσκυψε να δει καλά το στόμα της φίλης της. Η Σουξουμουσουσού την κοίταξε κι αυτή καλά και της είπε: 
«Για άνοιξε λίγο να δω;»
Μετά από λίγο έτρεξε η μία μέσα και έφερε έναν μικρό καθρέφτη. Το θέαμα δεν ήταν και πολύ ωραίο. Τα στόματά τους ήταν μεγάλα και τα δόντια τους, όσα τέλος πάντων είχαν, ήταν  κίτρινα. Η Σουξουμουσουνένα είχε δίκιο!
«Και τώρα τι θα κάνουμε;» ρωτούσε η μία την άλλη. Μέχρι να νυχτώσει δεν είχαν βρει καμιά απάντηση. Πήραν λοιπόν τις σκούπες τους και πέταξαν ως το χωριό των ανθρώπων, όπως έκαναν πολλά βράδια για να διασκεδάσουν τρομάζοντας τα μικρά παιδιά. Περνώντας έξω από ένα σπίτι είδαν να ανάβει το φως του μπάνιου. Οι μάγισσες κοντοστάθηκαν. Μέσα  γινόταν καυγάς. 
«Δεν θέλω σου λέω!» φώναζε ο μικρός.
«Θα μείνεις εδώ και θα πλύνεις τα δόντια σου!» έλεγε η μαμά.
«Δεν μ’ αρέσει να πλένω τα δόντια μου!» ξαναφώναζε εκείνος. 
«Μόνο αν τα πλένεις συχνά και μάλιστα κάθε βράδυ θα μείνουν γερά και αστραφτερά!»
«Όχι, όχι, όχι! Δεν θέλω!»
«Δεν ακούω κουβέντα!» είπε η μαμά και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Οι μάγισσες κοιτάχτηκαν. Πλησίασε τότε η Σουξουμουσουσού και χτύπησε το τζάμι. Ο μικρός κατατρόμαξε. Η μάγισσα ξαναχτύπησε, αλλά το αγοράκι στεκόταν ακίνητο από τον φόβο του. Του  έκανε νοήματα με τα χέρια. Κάτι του έδειχνε και έβαζε το δάχτυλό της στο στόμα. Ο μικρός κατάλαβε. Άνοιξε το παράθυρο και της έδωσε την οδοντόβουρτσά του. Η μάγισσα του χαμογέλασε με τα κίτρινα δόντια της και πέταξε μακριά. Η ίδια ιστορία έγινε και το επόμενο βράδυ όταν πλησίασαν ένα άλλο σπίτι που μάλωνε ένα κοριτσάκι με τη μαμά του για το πλύσιμο των δοντιών. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της  Σουξουμουσουτού να αποκτήσει μία οδοντόβουρτσα. 
Έτσι οι δύο φίλες άρχισαν να πλένουν πολλές φορές την ημέρα τα δόντια τους. Με τον καιρό τα δόντια άσπρισαν και το χαμόγελό τους δεν φαινόταν τεράστιο κι απαίσιο. Αποφάσισαν ότι αν μιλούσαν λιγότερο και χαμογελούσαν περισσότερο έμοιαζαν και λιγάκι στην όμορφη Σουξουμουσουνένα. Από τότε έγιναν λιγότερο κουτσομπόλες και πολύ χαμογελαστές. 
Οι δύο μαμάδες δεν μπόρεσαν ποτέ να εξηγήσουν πώς εξαφανίστηκαν οι οδοντόβουρτσες  των παιδιών τους. Κι ας έλεγαν συνέχεια το αγοράκι και το κοριτσάκι ότι ήρθε μια μάγισσα και τους τη ζήτησε. 
Και τι να έκαναν; 
Πώς να έδιωχναν τη μάγισσα; 
Αν μετά τα μεταμόρφωνε σε βατράχια;





«Το σημάδι»
(της  Ευαγγελίας Παπαθανασίου)

«Δεν τον θέλω, μάνα! Δεν τον παίρνω!» φώναζε με λυγμούς η Τασώ. «Τον Γιαννακό θέλω, μάνα! Αυτόν αγαπώ!» Το χαστούκι σφύριξε μέσα στο αυτί της. «Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Άμα σ’ ακούσει ο πατέρας σου, θα σε σφάξει!» Την πάντρεψαν με τον Παναγή. Πήρε τα λιγοστά χωράφια της προίκα, που συνόρευαν με τα δικά του και μεγάλωσε το βιός του. Όμορφη η Τασώ και νοικοκυρά, και τα χωράφια της χρειαζούμενα, είχε πει ο πατέρας του. Έγινε γλέντι αξέχαστο στο χωριό. Μόνο η νύφη είχε μια πίκρα στο βλέμμα που σου έσκιζε τα σωθικά. Ο Γιαννακός κοίταζε από μακριά. Μόνο αυτός ήξερε πώς να πάρει την πίκρα της. Ένα χρόνο μετά γέννησε ένα κοριτσάκι. Με ένα σημάδι στην πλάτη. Του Γιαννακού το σημάδι.




«Θείος Βλάντο»
(της Ευαγγελίας Παπαθανασίου)

Φσιν – φσουν, φσιν- φσουν, φσιν- φσουν η σκούπα είχε πιάσει δουλειά. Από μακριά την ακούγαμε και τρέχαμε. Μαζευόμασταν τότε γύρω του και καθόμασταν στο γρασίδι και κοιτούσαμε. Φσιν – φσουν, φσιν- φσουν, φσιν- φσουν η σκούπα συνέχιζε. Εκείνος απορροφημένος έκανε πως δεν μας έβλεπε. Πως δεν τον ένοιαζε που καθόμασταν και τον κοιτάζαμε. 
Πεταγόταν τότε πρώτος- πρώτος ο εξυπνάκιας ο Χάρης και φώναζε:
«Θείο Βλάντο, θείο Βλάντο πες αλεύρι!» 
Για να συμπληρώσει  κάθε φορά ο Γιάνναρος, «ο τσαγκάρης σε γυρεύει!» . Και όλοι ξεσπούσαμε στα γέλια, ποιος θα γελάσει πιο δυνατά, λες και ακούγαμε το αστείο για πρώτη φορά.
Εκείνος πάλι έκανε πως δεν άκουγε. Σκυφτός συνέχιζε μέχρι να τελειώσει όλη την τσιμεντένια αυλή μπροστά από το κτίριο με τα γραφεία. Το πιο ψηλό κτίριο της περιοχής, σαν όρθιο κουτί φαινόταν από κάθε γωνιά της μικρής γειτονιάς. Εμείς σκουντούσαμε ο ένας τον άλλον και χαζογελούσαμε όλη την ώρα μαζί του. Ήταν η διασκέδαση της Τρίτης και της Παρασκευής. Αυτές τις δυο μέρες ερχόταν και σκούπιζε ο θείος Βλάντο το κτίριο. Μέσα δεν τολμούσαμε να μπούμε, θα το διασκεδάζαμε κι εκεί σίγουρα πιο πολύ περιμένοντας να σκοντάψει στον κουβά με τα σαπουνόνερα, αλλά είχε και θυρωρό το κτίριο που ήταν άγριος και μας μάλωνε. Έτσι περιοριζόμασταν στην αυλή. Εκείνος δεν μιλούσε ούτε σε μας ούτε είδαμε να μιλάει ποτέ σε κάποιον. Σιωπηλός ερχόταν, σιωπηλός έφευγε. «Θείο Βλάντο» ακούσαμε μια μέρα τη Ρίτσα, που έρχεται και βοηθάει τον πατέρα της στο περίπτερο, να τον φωνάζει. Μας άρεσε, μας φάνηκε αστείο και γελούσαμε. Η Ρίτσα κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν τόλμησε. Φαινόταν θυμωμένη, όμως  δεν μίλησε. Αλλά ποιο κορίτσι τολμούσε να τα βάλει με μια παρέα ψευτοπαλικαράδων που τριγυρνούσε και τρομοκρατούσε τη γειτονιά; 
Οι γυναίκες θύμωναν μαζί μας και μας έβαζαν τις φωνές,  ήταν κι αυτό μέρος της διασκέδασής μας. Τα απογεύματα όταν οι άντρες τους έλειπαν στα καφενεία κι εκείνες κάθονταν μπροστά στα πεζούλια κουβεντιάζοντας σπάγαμε μεγάλες πλάκες. Τη μια κόβαμε κάποιο σκοινί με την απλωμένη μπουγάδα, την άλλη κυνηγούσαμε τα σκυλιά ξεφωνίζοντας σαν παλαβά, κρυβόμασταν πίσω από τις πόρτες για να τις τρομάξουμε, κρύβαμε τους κάδους των σκουπιδιών τους πηγαίναμε κάθε φορά  σε άλλη γωνία και όποια άλλη αγορίστικη σαχλαμάρα έβαζε ο νους μας. Αυτές φώναζαν, μας κυνηγούσαν, μας απειλούσαν. 
 Μόνο ο θείος Βλάντο δεν αντιδρούσε. Δεν μιλούσε, δεν μας κοίταζε καν. Σα να μην υπήρχαμε. Αλλά εμείς ακάθεκτοι. Κάθε Τρίτη και Παρασκευή εκεί. Να τον κοροϊδεύουμε. Να σχολιάζουμε τα μεγάλα παπούτσια του και να γελάμε. Φορούσε ο άτιμος κάτι παπούτσια, ίδιος κλόουν. Συνέχεια τα ίδια, τεράστια παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι. Τόλμησε μια μέρα ο Τάκος, ο πιο μικρός, να πει «κρίμα είναι ο άνθρωπος» και τον αρχίσαμε όλοι στις καρπαζιές μέχρι που του κοκκινίσαμε το σβέρκο. Από τότε δεν ξαναμίλησε.   
Ο καιρός περνούσε, εμείς μεγαλώναμε και ο θείος Βλάντο γερνούσε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και μετά ο χειμώνας. Εμείς στο Γυμνάσιο πια, καμαρώναμε το χνούδι στο πάνω χείλος που έβγαλε πρώτος ο Γιάνναρος, αλοιθωρίζαμε για κανένα κορίτσι και κάναμε τους καμπόσους όταν περνούσε κάποια κοπέλα, ποιος θα την πειράξει πρώτος. 
Κάθε Τρίτη και Παρασκευή ο θείος Βλάντο σκούπιζε όλο και πιο σκυφτός. 
«Σε λίγο θα του πέφτει ο μπερές από το κεφάλι!» ξεφώνισε μια Τρίτη ο Περικλής και μας φάνηκε τόσο αστείο που μας  έπιασε νευρικό γέλιο. Ούτε τον μπερέ του τον έβγαζε ο θείος Βλάντο. Μόνο καμιά φορά στις μεγάλες ζέστες.  
Την Παρασκευή μετά την Πρωτοχρονιά μαζευτήκαμε πάλι μες στο κρύο να πούμε τα δικά μας και να κάνουμε καμιά σαχλαμάρα περιμένοντας τον θείο Βλάντο να φανεί. Αλλά δεν φάνηκε. Είπαμε θα του έδωσαν άδεια να πάει στις Μπαχάμες και φύγαμε γελώντας. 
Αλλά δεν ήρθε ούτε την Τρίτη. Ούτε την επόμενη Παρασκευή. Εμείς είχαμε βέβαια τις δικές μας έννοιες, τάχα για τα μαθήματα, έκανε και κρύο και σαν να ανακουφιστήκαμε που δεν τρέχαμε να πειράξουμε και τον θείο Βλάντο.
 Έτσι πέρασε ένας μήνας. 
Μια μέρα, ήταν Σάββατο θυμάμαι, καθόμασταν σ’ ένα παγκάκι δίπλα στο άγαλμα κι ο Στέργιος μας έλεγε ότι είχε δοκιμάσει να καπνίσει, όταν είδαμε τη Ρίτσα να έρχεται. Σταματήσαμε και την κοιτάζαμε σα χαζά, γιατί ήταν ωραίο κορίτσι η Ρίτσα. Φαινόταν κλαμένη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Μας κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν θα το ξεχάσω στη ζωή μου όλη. Ούτε οι άλλοι νομίζω. 
«Ο θείος Βλάντο πέθανε. Αυτά είναι για σας. Μου είπε να σας τα δώσω γιατί σας άρεσαν τόσο πολύ» μας είπε. Και έφυγε. Άνοιξε  τότε ο Χάρης τη σακούλα που είχε αφήσει και σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε σα χάνος. 
Μέσα ήταν ένα ζευγάρι τεράστια παλιά παπούτσια. 


*     *     *




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


Γεννήθηκα στην Ελασσόνα της Λάρισας. Τα μαθητικά μου χρόνια τα πέρασα στο Μόναχο φοιτώντας σε ελληνικά σχολεία. Το όνειρο της επιστροφής με έφερε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασα στην Παιδαγωγική Ακαδημία και στη Σχολή Νηπιαγωγών. Συνέχισα σπουδές στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Προσχολικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είμαι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου του τμήματος της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων. Παρακολούθησα μαθήματα στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου και έχω εκπαιδευτεί στη μέθοδο του αυτοσχεδιαστικού θεάτρου Playback. Επί σειρά ετών συμμετείχα ως επιμορφώτρια εκπαιδευτικών σε θέματα Θεατρικής Αγωγής και Καινοτόμων Προγραμμάτων. Υπηρέτησα σε σχολεία του Πειραιά, του Ντόρτμουντ Γερμανίας, της Λέσβου, της Θεσσαλονίκης και από το 2018 υπηρετώ ως Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Εκπαίδευσης για την Αειφορία. Γράφω θεατρικά έργα για τις εκδηλώσεις του σχολείου, παραμύθια για μικρούς και μεγάλους, και διηγήματα. Παρατηρώ τα παιδιά και εμπνέομαι από αυτά, από τις ανησυχίες και τις χαρές τους. Βιβλία μου: «Το αστεράκι που μετακόμισε» 2015, «Η σχολική θεατρική παράσταση, το θεατρικό παιχνίδι και ο κοινωνικός αποκλεισμός στη σχολική τάξη» 2018, «Εγώ, η μαμά και το μπιζελάκι της» 2019, όλα από τις εκδόσεις Φυλάτος. Αγαπώ τα παιδιά, τα βιβλία, τα παραμύθια, το θέατρο, τη θάλασσα και τα δάση. Ζω στη Θεσσαλονίκη και έχω δύο υπέροχες κόρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!