Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Γιάννη Ξύδη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Συνέντευξη με τον λογοτέχνη Γιάννη Ξύδη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 4ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2020 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του τέταρτου τόμου της «Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον λογοτέχνη, Γιάννη Ξύδη, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΞΥΔΗ


1. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Μπορεί να προσφέρει σπάνια τέρψη, πνευματική καλλιέργεια και ταξίδεμα του νου. Φαντασία και ενεργοποίηση της γόνιμης σκέψης. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν τη λογοτεχνία και το διάβασμα γενικότερα σαν καταφύγιο, εγώ θα την έλεγα προμαχώνα. H λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο ένα αντίβαρο στη φρενίτιδα της μέρας.

2. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Παλαιότερα, οι κοινωνίες ήταν διαφορετικές. Δεν θέλω να πω καλύτερες, διαφορετικές. Τώρα, ζούμε σε ξεκάθαρα καταναλωτικές κοινωνίες, όπου τα αντικείμενα-σημεία κατανάλωσης καθορίζουν σχεδόν όλες τις πτυχές της ζωής μας. Ακόμα και μορφές τέχνης (κινηματογράφος, Pop Art, μουσική βιομηχανία κ.α.) αναπαράγονται μηχανιστικά για να ικανοποιήσουν βουλιμικές ορέξεις που ουδεμία σχέση έχουν με πνευματική τροφή. Η ποίηση, η καθαρή,  η αγνή  ποίηση, δεν έχει θέση σε όλο αυτό, κι ευτυχώς. Παρόλα αυτά η ποίηση υπάρχει και θα υπάρχει, όσο υπάρχει η ανθρώπινη επικοινωνία με το λόγο. Αν υπάρξει στο μέλλον και για τους πολλούς, τότε αυτό θα σημαίνει ότι θα έχουμε προχωρήσει σε καλύτερες κοινωνίες, πιο ανθρώπινες και λιγότερο τεχνοκρατικές.  Ακόμα κι αν δεν γίνει αυτό όμως, πιστεύω πως πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι «ν’ ακούν τον άνεμο να παίζει φυσαρμόνικα» όπως είχε πει ο Μ. Αναγνωστάκης. 

3. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Για ‘μένα η ποίηση, είναι μια γλύκα, και μια ανάταση ψυχής. Με παίρνει απ’ το χέρι και μ’ ανεβάζει σε μια αίσθηση που νοιώθω περισσότερο άνθρωπος . Γι’ αυτό και είναι αληθινή, όσο και το ψωμί, όπως έγραψε ο Ελύτης. Κι αν η λογοτεχνία με τη μορφή του πεζού λόγου, είναι τροφή για το πνεύμα, η ποίηση είναι πνοή για την ψυχή μας.

4. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Αχνοθυμάμαι ότι έγραψα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε ηλικία 10-11 χρονών. Σ’ ένα μπλε μαθητικό τετράδιο, μια φανταστική ιστορία, η οποία αποτυπώθηκε αμέσως, πρώτη γραφή με περιποιημένα γράμματα. Δυστυχώς, δεν την έχω. Έπειτα τίποτα. Ουσιαστικά άρχισα να γράφω σε φοιτητική ηλικία, αν και νωρίτερα υπήρξαν κάποια σκόρπια ποιήματα. Θεωρώ,  ουσιαστική αρχή την πρώτη νουβέλα «Μαύρο φέγγος» που έγραψα με την επιθυμία να υφάνω μια ιστορία που διαδραματίζεται σε εποχή και χώρους, έχοντας αισθήσεις, στα οποία θα ήθελα πολύ να ήμουν ο ίδιος. Η πλοκή, την οποία αναζητούσα καιρό στο μυαλό μου, ήρθε να προσθέσει τις ανησυχίες μου σαν προσωπικότητα. Από τότε, αν και όχι με συνέπεια, συνεχίζω να γράφω με ετερόκλητες παροτρύνσεις και φόρμες γραφής.

5. Γιατί γράφετε;

Το ότι θέλω να γράφω σημαίνει ότι ζω με τον τρόπο που θέλω. Και το ότι ζω με τον τρόπο που θέλω, με ωθεί να θέλω να γράψω.

6. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Πραγματικά η ερώτηση είναι δύσκολη. Τι είναι αυτό που ‘γεννά’ μα σκέψη στο μυαλό μας; Κάθε σκέψη μπορεί να προέλθει από εντελώς διαφορετική πηγή. Επιθυμία, συναίσθημα ή εμπρόθετη διαδικασία. Εμπνέομαι, από πολλά, διαφορετικά πράγματα. Εκείνο που μπορώ να πω, είναι ότι άλλες φορές η έμπνευση ρέει απρόσκοπτα σαν τρεχούμενο νερό, κι άλλες εκπορεύεται όπως η γέννηση ενός ανθρώπου, έπειτα από πολύμηνη, ενίοτε  χρόνια νοητική διεργασία. Και στις δυό περιπτώσεις, η παρουσία της με κινητοποιεί, και με γεμίζει με μαγεία στην πρώτη, την ανεμπόδιστη, και με ιδιαίτερη ικανοποίηση σαφώς μεγαλύτερη, στην δεύτερη, την κοπιώδη και χρονοβόρα..

7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Το διήγημα είναι αυτό με το οποίο έχω ασχοληθεί περισσότερο. Η συμπυκνωμένη δυναμική του, ταιριάζει πάντα στις περισσότερες από τις ιδέες μου. Παρ’ όλα αυτά, το πρώτο ολοκληρωμένο έργο μου, ήταν νουβέλα. Νουβέλες ξαναέγραψα, και δουλεύω και τώρα. 
Θα ήθελα πολύ, να γράψω μυθιστόρημα, μα, ειλικρινά, νοιώθω ότι αυτό, είναι ένας μεγάλος ωκεανός, κι εγώ δεν έχω ακόμα τα μέσα να τον διασχίσω.
Η ποίηση, υπάρχει πάντα. Στην κάθε μου μέρα. Είναι εκεί, εδώ, σ’ οποιαδήποτε αίσθηση, σε κάθε σκέψη, κι αποτυπώνεται σε χαρτιά, χαρτάκια, σελίδες, σύντομη, λιτή τις πλείστες φορές, όπως της αρέσει.

8. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Γράφω, όταν μπορώ να απομονωθώ, πνευματικά κυρίως, αλλά και πρακτικά. Χωρίς το τελευταίο να σημαίνει πως πρέπει να είμαι μόνος –πολλές φορές έχω γράψει σε χώρους δημόσιους, όπως καφέ, πλοία, σχολεία, παραλίες-.
Με δεδομένη λοιπόν, την πνευματική απομόνωση, η ώρα που δείχνει το ρολόι, δεν έχει σημασία. Γίνεται αγαπημένη, επειδή γράφω.

9. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν άνθρωπος που δεν βιοπορίζομαι από τη λογοτεχνία, τα best sellers και το όποιο μυστικό της επιτυχίας τους, μου είναι παντελώς αδιάφορα. Έχω σοβαρές αμφιβολίες αν το απλοϊκό «πουλάω πολύ, με διαβάζουν πολλοί» σημαίνει πως κυκλοφορεί το νόημα του οποίου βιβλίου. Το διάβασμα δεν συνδέεται με τις πωλήσεις. Το θέμα είναι σύνθετο και θα προτιμούσα να μην μακρηγορήσω εδώ. 

10. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Αναμφισβήτητα το έντυπο. Αγάπησα το διάβασμα, κρατώντας ένα βιβλίο, μυρίζοντας τις σελίδες του, χαϊδεύοντας το εξώφυλλο του. Κυρίως όμως, σαν ένα μέσο, σκέψης, στοχασμού και φαντασίας. Το ηλεκτρονικό βιβλίο, πέρα από τα πρακτικά πλεονεκτήματα που έχει, μεταφέρει ακόμα το ‘μικρόβιο της οθόνης’ που έχει κατακλύσει με στρεβλούς τρόπους την καθημερινότητα μας, δίνοντας ρυθμούς που δεν αφήνουν χρόνο για σκέψη, στοχασμό, φαντασία.

11.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να νοιώθει, να διαβάζει, να στοχάζεται. Το κυριότερο φυσικά να δουλεύει. Η απομόνωση του γραψίματος και η σκέψη που επιφέρει αυτή η διαδικασία, είναι το νερό στο μύλο της δημιουργίας.

12. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

“Το σπίτι με τη μουσμουλιά» του Τζ. Βέργκα. Ένα αναμφισβήτητα καλό βιβλίο. Με ουσιαστική υπόθεση, πλατιά δομή και αρκετές,  όμορφες λογοτεχνικές σελίδες. Έργο που σημάδεψε ιδιαίτερα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο γενιά των Ιταλών συγγραφέων. Η κινηματογραφική ταινία «Η γη τρέμει» (1948) του Λουκίνο Βισκόντι, σταθμός του κινήματος του Νεορεαλισμού, βασίστηκε στο έργο του Βέργκα.

13. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι πολλοί. Θα ξεχωρίσω, όχι με ευκολία κάποιους από αυτούς. Τον μέγιστο Νίκο Καζαντζάκη, τον μαγευτικό Ορχάν Παμούκ, τον Μαξίμ Γκόρκι, που τα έργα του ‘μ’ έσπρωξαν’ να αμφισβητώ.
Τον Φ.Ντοστογιέφσκι με βιβλία ανυπέρβλητου ανθρωπισμού, τον Α.Π.Ρεβέρτε, ένα δεξιοτέχνη ιστοριών, τον γεμάτο αισθήσεις, φως και αγάπη για τον άνθρωπο, Τζων Στάιμπεκ, και οπωσδήποτε τον γητευτή της ίδιας της ποίησης, Οδυσσέα Ελύτη.

14. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Αγαπημένα βιβλία μου βιβλία είναι:

  • Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, του Γ.Γ. Μάρκες.
  • Ήλιος ο πρώτος, του Οδυσσέα Ελύτη.
  • Ιστορία της πολιορκίας της Λισσαβόνας, του Ζ. Σαραμάνγκου.
  • Ταξίδι στην άκρη της νύχτας ,του Λ.Φ. Σελίν.
  • Ναυτικός χάρτης , του Α.Π. Ρεβέρτε.
  • Η δίκη του, Φ. Κάφκα.
  • Αναφορά στο Γκρέκο, του Ν. Καζαντζάκη.
  • Η Μάνα, του Μ. Γκόρκι.
  • Διηγήματα, του Α.Τσέχωφ.
  • Έγκλημα και Τιμωρία του Φ. Ντοστογιέφσκι.
  • Γλυκιά Πέμπτη, του Τζ. Στάιμπεκ.

15. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Έχω διαρκή στόχο, να δημιουργώ περισσότερο χρόνο για να γράφω. Να ολοκληρώσω διηγήματα και νουβέλες που ήδη έχω ξεκινήσει, και άλλα που τα έχω ολοκληρώσει και ο χρόνος τα ωρίμασε για να τους δοθεί η τελική τους μορφή.
Συνήθως, γράφω χειρόγραφα. Έτσι έχω πολλές λογοτεχνικές σελίδες, που πρέπει να πληκτρολογηθούν και να αρχειοθετηθούν. Υπάρχουν επίσης, αρκετά πράγματα που θέλω να γράψω, που ακόμα, αν και έχουν κυοφορηθεί στη σκέψη μου, δεν τα έχω περάσει στο χαρτί.
Ασφαλώς θέλω να επιδιώκω, με όποιον τρόπο, να φτάνουν έργα μου σε αναγνώστες. Άλλωστε η οριστική ολοκλήρωση κάθε έργου του πνεύματος, δεν μπορεί παρά να πραγματώνεται,  μόνο στο μυαλό κάποιου άλλου, πέραν του δημιουργού.
Πρωτίστως όμως, θέλω να δημιουργώ χρόνο για να αφιερωθώ στο γράψιμο. Διαρκή χρόνο, πνευματικής συγκέντρωσης και δουλειάς. Το θέλω αυτό, όσο συνεχίζω να σκέφτομαι και να αισθάνομαι.


*     *     *

Ροβινσώνας
(του Γιάννη Ξύδη)

Τίποτα δε μ’ αγγίζει
όσο η συντροφιά
ενός έρημου δρόμου.
Φορτωμένος
στην πλάτη της μέρας
αφουγκράζομαι
τις συλλαβές μου.
Ίσκιος, σαν
Ροβινσώνας βουβός
στις ρωγμές τοίχων
βυθισμένος.






Η ντουλάπα
(του Γιάννη Ξύδη)

Στο χωριό της μητέρας μου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ως την χρονιά που με πήραν φαντάρο. Ίσως εκείνη να ήταν και η μόνη χρονιά που θα προτιμούσα να πάω στο χωριό απ’ το να τρέχω μες την ζέστη στο κέντρο εκπαίδευσης.
Κάθε καλοκαίρι, λοιπόν, το σπίτι στο χωριό μας φιλοξενούσε για 1-2 μήνες. Τους γονείς μας, τη γιαγιά, τον αδερφό μου κι εμένα, όλους δηλαδή. Ήταν μεγάλο το σπίτι, δροσερό, με μια μόνιμη μυρωδιά ξύλου, κλεισούρας και σπιτικής μαρμελάδας της γιαγιάς. Ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε δικό μας δωμάτιο, μια τεράστια αυλή για παιχνίδι και την ελευθερία να βγαίνουμε στο δρόμο. Αλλά…
Αλλά χρόνο με το χρόνο, επίσκεψη με την επίσκεψη, κουβέντα με την κουβέντα, ένα μέρος ήταν αυτό που έγινε έμμονη ιδέα στην σκέψη και την φαντασία μας. Ήταν η μεγάλη ξύλινη ντουλάπα στο δωμάτιο της γιαγιάς. Πιο συγκεκριμένα το αριστερό, απ’ τα τρία φύλλα. 
Απ’ τον Αργύρη, τον αδερφό μου, είμαι δυό χρόνια μικρότερος. Εκείνος μου είπε πως την πρώτη χρονιά που πήγανε στο χωριό –μωρό εγώ-, η γιαγιά τον ενημέρωσε με τη γνωστή ξερή φωνή της πως «όλο το σπίτι να γκρεμίσετε, αυτό το φύλλο δεν θα τ’ ανοίξετε ποτέ.» και μ’ αυτή τη δήλωση απαίτηση, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, που σκόρπισαν, στον Αργύρη αρχικά και σ’ εμένα μετέπειτα, για πάνω από μια ντουζίνα καλοκαίρια, ερωτηματικά, ιδέες, φαντασίες και πολλά άλλα.
Τι είχε μέσα εκείνη η ντουλάπα; Γιατί δεν μπορούσαμε να το δούμε, έστω και με την παρουσία της γιαγιάς; Απ’ το μυαλό μας πέρασαν πολλά, όλα ταιριαστά με την εκάστοτε ηλικία και φάση της ζωής μας. Μικροί, πιστεύαμε πως ήταν γεμάτη γλυκά, ζαχαρωτά και σοκολάτες που θα κερδίζαμε αν είμαστε φρόνιμοι όλο το καλοκαίρι. Αργότερα, παράλληλα με τα πρώτα μας ταξίδια σε λογοτεχνικές περιπέτειες, φανταστήκαμε πειρατικούς χάρτες λιμανιών που οδηγούσαν σ’ έναν απροσδιόριστο θησαυρό. Έπειτα, επηρεασμένοι σαφώς κι απ' τα πρώτα θρίλερ που είχαμε δει το χειμώνα στην τηλεόραση, πιθανολογούσαμε το περιεχόμενό της από οστά πεθαμένων μέχρι τη μούμια παλιού εραστή της γιαγιάς. Όλα αυτά τα καλοκαίρια υποθέσαμε κι ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως λίρες απ’ τον πόλεμο, μυστικές συνταγές μαγειρικής, χρυσές μασέλες γέρων, ακατάλληλες φωτογραφίες, όπλα, μαχαίρια, καριοφίλια, ματωμένα μαντήλια κι ό,τι άλλο έβαζε ο παιδικός μας νους. 
Η ντουλάπα είχε γίνει ο στόχος αλλά και ο πόθος, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των καλοκαιρινών διακοπών. Το να μάθουμε τι περιείχε η ντουλάπα ισοδυναμούσε με το να κλέψουμε την καρδιά της πιο όμορφης κοπέλας στην πλατεία του χωριού.
Τους χειμώνες, προσπαθούσαμε να την «διαρρήξουμε» από την πόλη, ρωτώντας έμμεσα ή άμεσα τους μεγάλους για το περιεχόμενο της. Μια φορά παζαρέψαμε να το μάθουμε με την μέγιστη υπόσχεση να κοιμόμαστε κάθε μεσημέρι, όλο το καλοκαίρι! Του κάκου που λένε. Δεν μας είπαν τίποτα. Η γιαγιά την είχε πάντα κλειδωμένη και το κλειδί ήταν άφαντο, όσο και όπου κι αν ψάξαμε. Ένα καλοκαίρι αυτό ήταν ο αποκλειστικός στόχος μας. Να το βρούμε για να την ανοίξουμε κρυφά, να δούμε τι έχει και να το ξαναβάλουμε στη θέση του. Ευτυχήσαμε κανά δυό φορές να το δούμε στα χέρια της γιαγιάς καθώς έβγαινε από την κάμαρα, αλλά μετά εξαφανιζόταν ως δια μαγείας.
Ψάξαμε το σπίτι, προσπαθήσαμε να κρυφτούμε στο δωμάτιο περιμένοντας ώρες –με βάρδιες- για να τύχουμε άνοιγμα του φύλλου, τίποτα. Μέχρι και διάρρηξη με σύρμα και τανάλια είχαμε αποπειραθεί, έχοντας ξεψαρώσει στην εφηβεία, και πάλι τίποτα. Η ντουλάπα εκεί, απροσπέλαστη, άβατο, ακριβοθώρητη μες στα σκοτεινά έγκατα του δωματίου της γιαγιάς, κλειδωμένη πάντα.
Πάντα; Όχι! Μια φορά η γιαγιά μ’ έστειλε να της φέρω κάτι απ’ την κάμαρά της κι όταν μπήκα την είδα μισάνοιχτη. Μου κόπηκαν τα πόδια και μ’ έπιασε ταχυπαλμία, μα πριν προλάβω να πάω κοντά για να κοιτάξω, λίγο πριν την ηδονή της αποκάλυψης, ένα χέρι στον ώμο με κράτησε ακίνητο: «Δεν έχουμε πει τόσα χρόνια πως δεν μας αφορά τι έχει μέσα αυτή η ντουλάπα;»
Δεν μας αφορά; Άκου δεν μας αφορά! Η ντουλάπα που στοιχείωσε τα παιδικά μας χρόνια δεν μας αφορά; Μέχρι διαγωνισμούς, κόντρες και στοιχήματα αρχίζαμε να βάζουμε καθώς μεγαλώναμε, για να δούμε το ποιος θα βρει τον τρόπο για να μάθουμε τι περιέχει.
Θα μπορούσα να διηγηθώ άπειρα περιστατικά ή στιγμιότυπα που σχετίζονται μ’ αυτή την ντουλάπα και τις προσπάθειες ή τις σκέψεις που κάναμε ο αδερφός μου κι εγώ για να ανατρέψουμε τις απαγορεύσεις και να λύσουμε το μυστήριό της, αλλά νομίζω πως αυτά τα λίγα αρκούν.
Την χρονιά που ήμουν φαντάρος, Αύγουστο μήνα, πήρα έκτακτη άδεια από το κέντρο εκπαίδευσης και πήγα στο χωριό που ’ταν οι δικοί μου. Η γιαγιά είχε φύγει ήσυχα το προηγούμενο βράδυ. δεν την πρόλαβα να μου δώσει την ευχή της. Το φακελάκι που έγραφε τ’ όνομα του Αργύρη και το δικό μου, είχε μέσα δυό πάνινα φυλαχτά με χάντρες κεχριμπαριού και το κλειδί της ντουλάπας. Ήταν η τελευταία της επιθυμία να μας δώσουν οι γονείς μας αυτό το φακελάκι.
Μπήκα στην άδεια κάμαρα. Η γιαγιά δεν θα ’ταν ποτέ ξανά εδώ, μαζί μας. Πριν ακόμα δω το περιεχόμενο της ντουλάπας, άλλωστε τα δάκρυα στα μάτια μου μ’ εμπόδιζαν να κοιτάξω, ένοιωσα πως ό,τι κι αν ήταν, δεν είχε σημασία. Η γιαγιά είχε όλα αυτά τα χρόνια γεμίσει την ντουλάπα των δικών μας ψυχών με τόση αγάπη που, ό,τι κι αν είχε η ντουλάπα φυλαγμένο για ’μας, δεν είχε σημασία. 



Αναπάντεχη ανακοίνωση στο Metro
(του Γιάννη Ξύδη)

«Ο συρμός που θα εισέλθει στην αποβάθρα  έχει κατεύθυνση την ευτυχία. Παρακαλούνται να επιβιβαστούν μόνο οι επιβάτες που είναι έτοιμοι για τον συγκεκριμένο προορισμό…»
Όσοι πρόσεξαν την ανακοίνωση, άρχισαν διστακτικά να κοιτάζουν τους γύρω τους.   
«…ισχύει το υπάρχον εισιτήριο.» 
Οι περισσότεροι, ήταν βέβαιοι πως δεν άκουσαν σωστά. Θα περίμεναν ν’ ακούσουν από στιγμή σε στιγμή μια νέα ανακοίνωση που θα επιβεβαίωνε την κανονικότητα. Όμως στα μικρά άσπρα, αθέατα σχεδόν  μεγάφωνα, αναπαράχθηκε το ίδιο ξεκάθαρο μήνυμα. Ίσως και με αυξημένη ένταση, αυτή τη δεύτερη φορά. Τώρα, σχεδόν όλοι έμειναν έκπληκτοι. 
Ένας καλοντυμένος κύριος, τρίτης ηλικίας, αστειεύτηκε με φανερή όμως αμηχανία. «Πρωταπριλιά έχουμε σήμερα;» είπε σε μια κοπέλα με πληγωμένο ύφος, που βρισκόταν δίπλα του στην αποβάθρα.
Μια παρέα εφήβων άρχισε να σχολιάζει, φωνασκώντας εξυπνάδες που κατά βάθος έκρυβαν κάποια ανησυχία. Ένα γύρω, πολλά σαστισμένα βλέμματα κοιτούσαν τους άλλους, προσπαθώντας να αυτοπροσδιορίσουν πως θα ‘πρεπε να αισθάνονται. Κάποιοι που δεν άκουσαν είτε γιατί είχαν ακουστικά στ’ αυτιά είτε γιατί μιλούσαν στο τηλέφωνο, ρωτούσαν τους διπλανούς τους τι ακριβώς έγινε.
Ένα καταστροφικό μείγμα φόβου και απορίας απλώθηκε γρήγορα σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που περίμεναν το συρμό. Ένα μοναχικό μεσήλικα, μια μητέρα με δυό κοριτσάκια, ένα νεαρό ζευγάρι, μια κυρία, τουρίστρια μάλλον με μια βαλίτσα, ένα μετανάστη, προφανώς μουσουλμάνο.
Ο συρμός έφτασε με τον συνηθισμένο τρόπο. Ο φόβος και η παγωμάρα εντάθηκαν, κορυφώθηκαν αμέσως καθώς ήταν εντελώς άδειος, πράγμα αδύνατο εκείνη την ώρα αιχμής. Ταυτόχρονα με το άνοιγμα των θυρών, η ανακοίνωση ακούστηκε πάλι: «Ο συρμός που βρίσκεται στην αποβάθρα  έχει κατεύθυνση την ευτυχία. Παρακαλούνται να επιβιβαστούν μόνο οι επιβάτες που είναι έτοιμοι για τον συγκεκριμένο προορισμό, Ισχύει το παρόν εισιτήριο.»
Κάποιοι μπήκαν, ελάχιστοι. Περισσότεροι ήταν αυτοί, που απομακρύνθηκαν προς τα πίσω, λες και το τραίνο τους απειλούσε.
Όταν ο συρμός ξεκίνησε δίχως καθυστέρηση που προκαλεί συνήθως η πολυκοσμία, βρισκόμουν μέσα. Κοίταξα στο βάθος των ενιαίων βαγονιών. Είμαστε λίγοι, ελάχιστοι. Ένοιωσα ήρεμα διαφορετικά. Όχι μόνος, αλλά σε μια απόσταση αταραξίας από τους άλλους. Δεν ακουγόταν σχεδόν τίποτα, και η απουσία του γνωστού ήχου της τριβής πάνω στις ράγες, ήταν σαν μουσική που σιγά σιγά με κυρίευε. Παράλληλα είχα την απορία ποιοι μπήκαν μέσα μαζί με ‘μένα. Γιατί; Φανταζόμουν ότι αποκλείεται να ήταν κόσμος που πνιγόταν από το στρες. Άνθρωποι που βιάζονταν να πάνε σε δουλειές και είχαν το κεφάλι τους γεμάτο από διεκπεραιώσεις και ευθύνες, δεν θα πρόλαβαν καν, να σκεφτούν. Τα 2-3 δευτερόλεπτα, που έμειναν ανοιχτές οι πόρτες, δεν αρκούσαν. Ποιοι ήταν λοιπόν μαζί μου; Αργόσχολοι; Υπάρχουν; Ανεύθυνοι; Να μπήκε κάποιος από λάθος; Ήταν πιθανό;
Κάθισα στην αγαπημένη μου θέση, με πλάτη στο παράθυρο. Μια προστατευμένη γωνία με καλή οπτική. Αν ήταν όνειρο ότι ζούσα, είμαι βέβαιος, πως θα άκουγα μουσική, πως τα χρώματα γύρω μου θα είχαν κάτι από τα φίλτρα των κινηματογραφικών ταινιών, πως ο χρόνος θα κυλούσε γρήγορα. Απέναντι μου βρίσκονταν άνθρωποι με σάρκα και οστά. Δεν ονειρευόμουν. Και το ένοιωθα πως όλο αυτό, δεν είχε εξήγηση λογική, ευτυχώς.
Πριν να προλάβω να αναρωτηθώ περισσότερα, φτάσαμε σ’ ένα σταθμό, που τον διασχίσαμε χωρίς στάση. Δεν είμαι σίγουρος αν είδα κάποιον έξω. Ο φωτισμός όμως ήταν κανονικός. Συνεχίσαμε, και μου έκανε εντύπωση ότι δεν μιλούσε κανείς μας. Άρα, κανείς δεν μπήκε μέσα με παρέα. Μετά σκέφτηκα ότι όλοι είχαν τις σκέψεις τους, δίχως τους φόβους που ενίοτε μας ωθούν να πλησιάσουμε αγνώστους. Το αγρίεμα της μοναξιάς είναι χειρότερο.
Χαλάρωσα, ένοιωσα ελεύθερος. Περάσαμε κι άλλους σταθμούς. Κανείς δεν βρισκόταν έξω, μόνο τα φώτα. Ο συρμός, κινούμενος στη μαύρη σήραγγα, ήταν σαν να σμίλευε το χρόνο και το χώρο. Μια γλυκιά χαρά με πλησίαζε μα την πρόλαβε ο δυνατός ήχος της ανακοίνωσης: «Ο σταθμός που ακολουθεί είναι τερματικός. Παρακαλούνται οι επιβάτες να εξέλθουν. Οι πόρτες του σταθμού θα ανοίξουν για να βρείτε την ευτυχία. Ισχύει το παρόν εισιτήριο.»
Ένοιωσα να ζαρώνω από τον φόβο. Δεν είχα εισιτήριο.



*     *     *






ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΑΝΝΗ ΞΥΔΗ


Γεννήθηκα το 1969 στην Αθήνα, όπου και εξακολουθώ να ζω ως τώρα. Η αναγνώσεις λογοτεχνίας αλλά και ποίησης από τα παιδικά-εφηβικά μου χρόνια, όχι μόνο ήταν τα πρώτα ταξίδια που ενεργοποίησαν τη φαντασία μου, αλλά με την πάροδο του χρόνου -μαζί με τη μουσική- διαμόρφωσαν τον ψυχικό μου κόσμο, γεμίζοντας τον με αισθαντικότητα και δημιουργώντας ένα συναρπαστικό καταφύγιο. Άλλωστε όπως είχε πει ο Seamus Heany, «η ποίηση έχει την ικανότητα να χτίζει χώρους φωλιές, που στο μέλλον όλες οι άλλες πραγματικότητες, θα πάνε εκεί να κατοικήσουν.» Άρχισα να γράφω από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Αργότερα ποίημα μου δημοσιεύτηκε σε φοιτητικό περιοδικό. Σπούδασα Πληροφορική στο Τ.Ε.Ι. Αθήνας, κάνοντας όμως την Πρακτική μου άσκηση στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, διψώντας να ισορροπήσω την μεθοδικότητα και την οργανωμένη σκέψη, με την ελευθερία της Τέχνης και της πνευματικής δημιουργίας. Διορίστηκα καθηγητής Β’θμιας Εκπαίδευσης και συνέχισα να γράφω, ασχολούμενος κυρίως με το διήγημα και τη Νουβέλα. Το 2007 συμμετείχα στο Σεμινάριο Συγγραφής Διηγήματος με τον Σωτήρη Δημητρίου στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Η πρώτη μου ‘επίσημη έκδοση’ πραγματοποιήθηκε με τη βράβευση μου στο διαγωνισμό «Ασημένια σελίδα ΙΙ» των εκδόσεων Μωραΐτη-Εντύποις, με το ποίημα ‘Ροβινσώνας’. Έχω δημοσιεύσει χρονογραφήματα μου στην λογοτεχνική ιστοσελίδα tobiblio.net με την οποία συνεργάζομαι αποστέλλοντας λογοτεχνικά κείμενα και φωτογραφίες. Στον 2ο ετήσιο διαγωνισμό του περιοδικού Κέφαλος, διακρίθηκα με έπαινο για το διήγημα μου «ο φόβος του Ξένου». Το ίδιο περιοδικό δημοσίευσε έργα μου στο ‘λογοτεχνικό ημερολόγιο του 2020’. Στα διηγήματα που σας στέλνω, το νήμα που συνδέει τους ήρωες είναι η μοναξιά των ηρώων και η αναζήτηση της αγάπης. Στον ελεύθερο χρόνο μου, έχω ασχοληθεί με την Ορειβασία, την Φωτογραφία, -βραβευμένος σε διαγωνισμό-και τον εθελοντισμό. –Συμμετοχή για 2 χρόνια στους Γιατρούς του κόσμου-. Επίσης έχω συνεργαστεί σαν παραγωγός με το Γ’ πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, έχοντας βραβευθεί σε διαγωνισμό Σταυρολέξου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!