Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Μαρία Μπραστιάνου - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - ΚΕΦΑΛΟΣ

To Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τους λογοτέχνες και τις τέχνες.

ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Μαρία Μπραστιάνου - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ



Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» (ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ 3ο ΤΟΜΟ γίνονται δεκτές έως τις 31/12/2019 - ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ: ΕΔΩ) και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν. Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία έχει συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.

Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Μαρία Μπραστιάνου, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΜΠΡΑΣΤΙΑΝΟΥ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Λογοτεχνία είναι η τέχνη που ως εκφραστικό της τρόπο χρησιμοποιεί το λόγο.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Εκτός από τέρψη, δηλαδή απόλαυση και διασκέδαση, προσφέρει τρόπο σκέψης, ποιότητα ζωής, πνευματική καλλιέργεια, είναι αγωγός παιδείας και βοηθάει  να δούμε τον κόσμο με άλλη ματιά.  

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

-Ο νους του σύγχρονου ανθρώπου κατακλύζεται καθημερινά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με σύντομα κείμενα που του προσφέρουν ένα είδος πνευματικής τροφής που δεν τον βάζει στη διαδικασία να εμβαθύνει ή να του δώσει αφορμή για σκέψη. Η ποίηση προυποθέτει λαχτάρα για  έμπνευση, για στοχασμό και πολλές φορές για ενδοσκόπηση και πιστεύω πως ο καθένας που ψάχνει να βρει στην καθημερινότητά του όλα αυτά  χαράζει και το μέλλον της ποίησης. 

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Ποίηση για μένα είναι ένα ταξίδι που άλλοτε μου φανερώνει τις ομορφιές του και άλλοτε ακολουθώντας τα βήματα του ποιητή προσπαθώ να τις ανακαλύψω. 

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Από μικρή ηλικία... με συνέπαιρνε να βλέπω τις σκέψεις μου αποτυπωμένες πάνω στο χαρτί. 

6. Γιατί γράφετε;

Είναι μια εσωτερική ανάγκη να εξωτερικεύω ότι υπάρχει μέσα μου και να παροτρύνω τους άλλους να δουν κάτι που ίσως να μη είχαν προσέξει ταξιδεύοντας και εγώ μαζί τους.  

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Οτιδήποτε θα μπορούσε να γίνει πηγή έμπνευσης. Ο ουρανός και η γη είναι γεμάτα εμπνεύσεις!  

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Ασχολούμαι με την παιδική λογοτεχνία , διήγημα και μυθιστόρημα. 

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Κάθε έργο μου προσπαθώ να γίνεται πηγή έμπνευσης, μάθησης, να δίνει ελπίδα και να προσθέτει ομορφιά, να ξυπνάει μνήμες και να προσφέρει ιδανικά όπως κάνουν η Τυτώ και η Πιπιστρέλα στο πρώτο μου βιβλίο Η Τυτώ και ο Μέγας Αλέξανδρος,  να ταξιδεύει και να δείχνει  στους αναγνώστες του πως υπάρχει κι άλλος τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας. Να συναντά  ανθρώπους που τα ιδανικά τους γίνεται τρόπος ζωής και δεν στέκουν στη θεωρία όπως ο ¨Οσιος Ονούφριος και η γιαγιά Μαρία στο δεύτερό μου βιβλίο.  

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Η ΟΜΟΡΦΗ ΜΗΛΙΑ». 

Θαυμάζοντας τους ανθρώπους που ξεπερνούν τον εαυτό τους για κάποιο ιδανικό και η ζωή τους γίνεται θυσία στο βωμό της αγάπης και της ανιδιοτέλειας, η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι πηγή έμπνευσης και μίμησης. Κι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να είναι ένας Άγιος ή ένας απλός άνθρωπος που ζει δίπλα μας. Και η σχέση μας μαζί του μπορεί να μας ανυψώσει στην προσπάθειά μας ν’ ανθίσουμε πνευματικά.   

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Κυρίως οι βραδινές ώρες όπου η σιωπή της νύχτας γίνεται σύμμαχος περισυλλογής.


12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Η ανάγκη έκφρασης δεν παύει να υφίσταται ευτυχώς ακόμα και σε δύσκολες εποχές όπου και αυτή η κρίση στα χέρια ενός καλλιτέχνη γίνεται πηγή αφύπνισης και έμπνευσης παρόλο που δυσκολεύει την καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής.  


13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Πληθωρική η λογοτεχνική παραγωγή σήμερα με πολλούς και αξιόλογους τεχνίτες του λόγου όπου ο καθένας έχει να πει κάτι με τον δικό του ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο. 

14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Το μυστικό της κάθε  επιτυχίας έγκειται στο κοινό που απευθύνεται ένα βιβλίο και στο πόσο καλά είναι δουλεμένη η ιδέα του βιβλίου ώστε να συναρπάσει. Φυσικά ο τρόπος προώθησης και διαφήμισης παίζει μεγάλο ρόλο. 


15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Φυσικά το έντυπο χωρίς να απαξιώνω το ηλεκτρονικό που έχει κι αυτό πλέον τη θέση του στη ζωή μας. 

16.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να συνεχίσει να ομορφαίνει τον κόσμο με τον δικό του διαφορετικό τρόπο. 

17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

Η αλήθεια της Μήδειας της Daniele Platero.

18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Ο Κρόνιν, ο Μπαλζάκ, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ελύτης , ο Καβάφης και πολλοί, πολλοί άλλοι. 

19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Οι χωριάτες του Μπαλζάκ , Τα κλειδιά της βασιλείας του Κρόνιν , οι Ιστορίες για παιδιά του Ουάιλντ και το Παραμύθι χωρίς όνομα της Π. Δέλτα. 

20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Να συνεχίσω να έχω έμπνευση και αυτά που γράφω να ακουμπούν τις καρδιές των αναγνωστών. 

*     *     *

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΑΝΘΙΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ο ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
(της Μαρίας Μπραστιάνου) 

Ηταν ένα δροσερό απογευματάκι στις αρχές του καλοκαιριού. Ένα
απαλό, ευχάριστο αεράκι κυμάτιζε τις κουρτίνες του παράθυρου,
δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας όπου καθόταν η μικρή Μαρία και με
μεγάλο ενθουσιασμό ζωγράφιζε ξένοιαστη! Της άρεσε τόσο πολύ να είναι
στο σπίτι της γιαγιάς, γιατί κάθε φορά που την επισκεπτόταν ήταν μοναδική
και γεμάτη εκπλήξεις! Μάθαινε τόσα πολλά από τη γιαγιά!
Η Μαρία σε μια στιγμή σήκωσε απαλά το κεφαλάκι της, κοίταξε έξω
τον κήπο και αναστέναξε…
– Τι όμορφος κήπος! μονολόγησε. Η γιαγιά γέμισε όλες τις γλάστρες με
πετούνιες! Τι όμορφες που είναι! είπε και συνέχισε να ζωγραφίζει.
Έτσι όπως ήταν απορροφημένη στη ζωγραφιά της, δεν είχε προσέξει
την κατσαρόλα που ήταν στο μάτι της κουζίνας, όταν ξαφνικά...
– Γιαγιά, γιαγιά, τρέξε! Κάτι χύνεται στην κουζίνα! έβαλε τις φωνές η
μικρή Μαρία.
Τα βήματα της γιαγιάς ακούστηκαν βιαστικά.
– Έρχομαι, έρχομαι, χαρά μου! φώναξε η γιαγιά και βιάστηκε περισσό-
τερο.
– Βιάσου, γιαγιά, τρέχει όλο το ζουμί έξω από την κατσαρόλα! ξανα-
φώναξε φοβισμένη η Μαρία.
Η γιαγιά μπήκε στην κουζίνα κρατώντας το βιβλίο της στο χέρι.
– Αχ, βρε παιδί μου, πώς ξέχασα να χαμηλώσω τη θερμοκρασία… πω,
πω, γέμισε ο τόπος… Μαρία μου, φέρε μου, σε παρακαλώ, το σφουγγάρι.
– Αμέσως, γιαγιά μου, το φέρνω, κι έτρεξε στον νεροχύτη.
– Ορίστε, γιαγιά!
– Μπράβο, σ’ ευχαριστώ, χαρά μου! Έτσι… αυτό ήταν, τελείωσε, όλα
τακτοποιήθηκαν. Ξεχάστηκα εντελώς διαβάζοντας.
– Τι βράζεις γιαγιά;
– Βράζω σιτάρι, Μαρία μου, για να κάνω κόλλυβα!
– Κόλλυβα; Για ποιον γιαγιά;
– Θα κάνω κόλλυβα για τον
Άγιο Ονούφριο, χαρά μου! Αύριο
είναι η γιορτή του!
– Για έναν Άγιο; Πώς είναι
δυνατόν να κάνεις κόλλυβα για
έναν Άγιο, γιαγιά μου;
– Και οι Άγιοι ήταν άνθρωποι
σαν κι εμάς κι αυτός είναι ο καλύ-
τερος τρόπος για να τους τιμή-
σουμε. Όταν διαβάζει την ευχή ο
Ιερέας λέει: «προς δόξα και τιμή
στον Άγιο» κι επίσης ζητάει από
τον Θεό να ευλογήσει αυτούς που
ετοίμασαν και στόλισαν τα κόλ-
λυβα. Δηλαδή είναι πολύ μεγάλη
ευλογία και για μας! Εμείς γινό-
μαστε αιτία να μεγαλώσει η δόξα
του Αγίου εκεί στον Παράδεισο
α σου πω μια ιστορία για λουλούδια που άνθισαν όχι σε κήπο, αλλά
στην έρημο!
– Μα στην έρημο δεν φυτρώνουν λουλούδια, καλέ γιαγιά!
– Ποιος στο είπε; γέλασε η γιαγιά πειράζοντας τη μικρή Μαρία.
Θα δεις… Λοιπόν, χρειαζόμαστε καρύδια! Θέλεις να τα σπάσεις σε
μικρότερα κομματάκια εσύ, Μαρία μου;
– Ναι, θέλω! Και χαρούμενη χτύπησε παλαμάκια τα χέρια της!
Πώς όμως;
– Θα τα ρίξουμε μέσα στο γουδί κι εσύ με το γουδοχέρι θα τα
σπάσεις πολύ μικρά. Θα νοστιμίσουν πολύ τα κόλλυβα!
– Εντάξει, γιαγιά μου!
Η γιαγιά κατέβασε απ’ το ντουλάπι ένα μεγάλο ξύλινο γουδί και η
Μαρία χαρούμενη ξεκίνησε να στουμπίζει τα καρύδια.
– Εσύ τι κάνεις γιαγιά;
– Θα καβουρντίσω λίγο σουσάμι. Θα το βάλω στο τηγάνι να ψηθεί
λιγάκι και μετά θα το στουμπίσουμε και αυτό. Να δεις τι νόστιμο που
θα γίνει!
Αφού η Μαρία τελείωσε με τα καρύδια και τα έβαλε σ’ ένα μεγάλο
μπολ, η γιαγιά σκούπισε το γουδί κι έριξε το σουσάμι.
– Μμμμ, τι υπέροχα που μυρίζει, γιαγιά!
– Ναι, χαρά μου, πραγματικά! Και μυρίζει και νοστιμίζει περισσό-
τερο από τα καρύδια. Ας το βάλουμε κι αυτό στο μπολ μας.
– Τι άλλο θα χρειαστούμε; ρώτησε η Μαρία.
– Χρειαζόμαστε φρυγανιά τριμμένη, άχνη ζάχαρη, λίγη κανέλα και
σοκολατένιες ελίτσες. Πολλές νοικοκυρές βάζουν σπόρια από ρόδι,
φιστίκι Αιγίνης κι άλλους ξηρούς καρπούς. Ό,τι προτιμά κι ό,τι έχει
ο καθένας. Αλλά όλα αυτά θα τα χρειαστούμε αφού στεγνώσει το
σιτάρι. Και επειδή ήσουν ο καλύτερος βοηθός και έσπασες τα καρύ-
δια πιο καλά και από μένα, τι λες; Πάμε στον κήπο να καθίσουμε και
να κεραστούμε παγωτό;
– Ναι! Παγωτό! Γιαγιά μου, σ’ αγαπώ πολύ! Χοροπήδησε η Μαρία
και αγκάλιασε τη γιαγιά της.
– Και ’γω σ’ αγαπώ, χαρά μου, είπε η γιαγιά και σφιχταγκάλιασε
την εγγονούλα της.
Καθισμένες γιαγιά και εγγονή γύρω από το τραπέζι του κήπου,
απολάμβαναν η μία την παρέα της άλλης, όπως και το σοκολατένιο
παγωτό τους. Η γιαγιά είχε φέρει μαζί της και το βιβλίο που διάβαζε.

– Κοίτα, Μαρία μου, αυτός είναι ο Άγιος Ονούφριος. Και έδειξε μια
μεγάλη εικόνα του Αγίου.
– Πω, πω! Τι μεγάλη γενειάδα που
έχει! θαύμασε η Μαρία.
– Πολύ μεγάλη, γέλασε η γιαγιά. Ο
Άγιος Ονούφριος, Μαρία μου, είναι ένα
απ’ αυτά τα λουλούδια που σου έλεγα
που άνθισαν στην έρημο. Τα συνηθι-
σμένα λουλούδια που ξέρεις δεν είναι τα
μόνα που ανθίζουν και μοσχοβολούν.
Και οι άνθρωποι που ζουν μόνο για τον
Θεό και όλη τους τη ζωή την αφιερώ-
νουν μόνο σ’ Εκείνον ανθίζουν πνευμα-
τικά και η βιωτή τους μοσχοβολά μπρο-

στά στον Θεό και τους ανθρώπους.



Ένας Ανθεμουσιανός απόγονος
(της Μαρίας Μπραστιάνου) 


Εκείνη τη νύχτα είχε την πιο όμορφη αστροφεγγιά! Ο ουρανός
ξάστερος και καθαρός, χωρίς σύννεφα, γεμάτος αστέρια
να τρεμοπαίζουν από ψηλά σαν φαναράκια. Κι ένα φεγγάρι,
τόσο φωτεινό, που έκανε τα πάντα να λάμπουν!
Το μυρωδάτο γιασεμί και το μεθυστικό νυχτολούλουδο
ανέδιδαν τα αρώματά τους… Μαζί με το ευωδιαστό θυμίαμα
από την Ακολουθία, που μόλις είχε τελειώσει, άπλωναν
την ευωδιά τους και πρόσθεταν τη δική τους πινελιά στην
ομορφιά αυτής της ξεχωριστής βραδιάς.
Νύχτα ζεστή, γλυκιά, ιδανική για περιήγηση και περισυλλογή.
Μέσα από τα χαλάσματα του παλιού Μοναστηριού,
που βρίσκεται ακριβώς από την πάνω πλευρά του καινούργιου,
φάνηκε να ξεπροβάλλει το κεφάλι της Τυτούς! Αυτό το
τόσο ξεχωριστό, μεγάλο κεφάλι με το κατάλευκο πρόσωπο
σε σχήμα καρδιάς και τα κατάμαυρα μάτια της που περιεργάζονται
διαρκώς τον χώρο.
η ώρα για τη βόλτα της, ως νυχτόβιο πουλί που είναι.
Σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω και βγήκε
από τη φωλιά της απλώνοντας τις μακριές της φτερούγες.
Η ειδική κατασκευή τους στις άκρες έκαναν το πέταγμά της
αθόρυβο. Το κάτω μέρος του πτερώματός της και η κοιλιά
της έλαμπαν στο φως του φεγγαριού, μιας και είναι λευκά. Γι’
αυτό και το όνομά της είναι Τυτώ Alba, δηλαδή Τυτώ η Λευκή.
Πετούσε αργά, απολαμβάνοντας την ηρεμία και τη γαλήνη
της βραδιάς. Έκανε τον καθιερωμένο κύκλο πάνω από
τον τρούλο της εκκλησίας και, τεντώνοντας τα μακριά της
πόδια, γαντζώθηκε στο κλαδί του δέντρου που συνήθιζε να
περνάει τις ώρες της, όταν ήθελε να συλλογιστεί.
Τι όμορφη νύχτα! σκεφτόταν. Μα τη διέκοψε ο ήχος ενός
τρωκτικού που έπιασαν τα ασύμμετρα αυτιά της.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον ακούσει. Το κάθε αυτί
της επεξεργάζεται διαφορετικά τους ήχους και ο εγκέφαλός
της αναλύει τα ηχητικά σήματα με τέτοιο τρόπο, που την οδηγεί
κατευθείαν στο θήραμά της. Και δεν είναι τυχαία τοποθετημένα
τ’ αυτιά της, το ένα να κοιτάει προς τα πάνω και το
άλλο προς τα κάτω. Έτσι προσανατολίζεται τη νύχτα. Δεν χρειάζεται
καθόλου να βλέπει, για να κυνηγήσει στο σκοτάδι…
Το τρωκτικό, κανονικά, δεν θα είχε καμία ελπίδα να της
ξεφύγει, αλλά απόψε… η Τυτώ δεν είχε διάθεση για κυνήγι.
Ήθελε απλώς να θαυμάσει την υπέροχη θέα από ψηλά και
να νιώσει, ακόμη μία φορά, τόσο τυχερή και περήφανη που

ήταν μόνιμος κάτοικος του συγκεκριμένου Μοναστηριού.
Το Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας,
χτισμένο στους νότιους πρόποδες του όρους Ομβριανού,
μοιάζει σαν αετοφωλιά και είναι «ένα» με τη φύση!
Η εντυπωσιακή του θέση και η μεγάλη ιστορία τόσο του
Μοναστηριού, όσο και της περιοχής, ήταν ο λόγος που η οικογένεια
της Τυτούς το είχε διαλέξει εδώ και χρόνια για κατοικία
της. Εκείνη συνεχίζει αυτή την παράδοση, μα το ίδιο

θα κάνουν και τα δικά της παιδιά.
«Υπέροχη θέα! Δεν συμφωνείς;».
«Πιπιστρέλα; Εδώ είσαι; Δεν σε πρόσεξα!
Ήμουν βυθισμένη στις σκέψεις μου… Είναι
όλα τόσο υπέροχα απόψε! Δεν μπορείς να
μην τα θαυμάσεις!».
«Ήμουν σίγουρη πως θα σ’ έβρισκα εδώ.
Έχω λίγη ώρα που σε περιμένω».
«Κρεμασμένη ανάποδα, όπως πάντα! Δεν
σου ’ρχεται το αίμα στο κεφάλι έτσι; Σε βλέπω
και ζαλίζομαι!».
«Τυτώ, αγαπημένη μου φίλη, αφού ξέρεις πως έτσι ξεκουράζομαι…
Νυχτερίδα είμαι!».
«Είπες πως με περίμενες. Έγινε κάτι;».
«Σου έχω πολύ ενδιαφέροντα νέα!».
«Μη μου πεις πως κρυφάκουγες πάλι!».
«Δεν κρυφάκουγα, ξεκουραζόμουν μετά το γεύμα μου…».
«Πού ακριβώς;».
«Έξω από το παράθυρο του Ηγουμένου, που εκείνη τη
στιγμή έτυχε να μιλάει στο τηλέφωνο και… άκουσα χωρίς
να το θέλω!».
«Πιπιστρέλα, να έχεις αρχοντιά. Μην καταδέχεσαι να το
κάνεις αυτό. Είναι κάτι πολύ ύπουλο που, αν σου γίνει συνήθεια,
δεν κόβεται εύκολα».
«Ναι, ναι, ξέρω, ξέρω… Δεν είναι σωστό, είναι άσχημο…
Θέλεις, όμως, να σου πω τι άκουσα ή όχι;».

«Ορίστε, πες μου».
«Έτσι όπως ήμουν κρεμασμένη, λοιπόν, έξω από το παράθυρο
του Ηγουμένου, τον άκουσα να λέει πως θα χαιρόταν
πολύ να φιλοξενήσει στο Μοναστήρι, για όσο διάστημα
χρειαστεί, έναν απόγονο μιας… Ίλης, της Α…, Αν…, μιας
Ίλης, τέλος πάντων, που έχει να κάνει με μούσια!».
«Τι λες, βρε Πιπιστρέλα; Τι “Ίλης με μούσια”; Τι είναι αυτά
που λες;».
«Μιας Ίλης που ξεκινάει από “Α” και καταλήγει σε “μούσια”.
Δεν κατάλαβα και πολύ καλά, για να σου πω την αλήθεια!».
«Μήπως άκουσες να λέει… “Ανθεμουσίας”;».
«Α, μπράβο! Αυτό ακριβώς… “Ανθεμουσίας”! Τι σου είπα;
Έχει να κάνει με μούσια!».
«Βρε, Πιπιστρέλα, δεν έχει καμία σχέση με μούσια… Ίσα
- ίσα!».
«Αλήθεια, ποια είναι αυτή η Ανθεμουσία και γιατί τη λένε
“Ίλη”;».
«Περίμενε ένα λεπτό… Αν πρόκειται για έναν τέτοιον
απόγονο, όπως είπες, θα είναι πολύ σημαντικός! Δεν είμαι
σίγουρη αν σου το έχω αναφέρει και άλλοτε, όλος αυτός ο
κάμπος που απλώνεται μπροστά μας, απ’ άκρη σ’ άκρη, έως
εκεί που βλέπουν τα μάτια σου, είναι η κοιλάδα του ποταμού
Ανθεμούντα».
«Ποταμού; Ποιανού ποταμού; Βλέπεις εσύ πουθενά κανένα
ποτάμι;».
«Θυμάσαι τις προάλλες που έβρεξε και γέμισε το ρέμα μέχρι

επάνω; Αυτό που μοιάζει με ρέμα τώρα, είναι ο ποταμός
Ανθεμούντας. Νομίζω πως υπήρχε και πόλη με το ίδιο όνομα,
αλλά δεν είμαι σίγουρη. Ελπίζω και εύχομαι να μάθουμε
περισσότερα… Τώρα, όσον αφορά την Ίλη, την ονομάζουν
έτσι γιατί σχετίζεται με το Ιππικό. Και “Ανθεμουσία”, γιατί είναι
το Ιππικό της περιοχής του Ανθεμούντα».
«Πω πω! Ποτέ δεν φανταζόμουν πως μένουμε σε μια περιοχή
με ιστορική σημασία! Δεν το χωράει το μυαλό μου…
Κι αν κατάλαβα καλά, απ’ ό,τι άκουσα δηλαδή, ο επισκέπτης
μας θα είναι… άλογο. Ο Ηγούμενος έλεγε πως δεν
υπάρχει στάβλος, αλλά μπορεί να ετοιμάσει κάποιον κατάλληλο
χώρο. Δεν θα φιλοξενούσε σε στάβλο έναν άνθρωπο!
».
«Και εγώ αυτό πιστεύω. Ας κάνουμε λοιπόν υπομονή και,
σε λίγο χρονικό διάστημα, θα μας λυθούν όλες οι απορίες».
«Υπομονή; Θα σκάσω, αν δεν μάθω, βρε Τυτώ! Μ’ έχει
φάει η περιέργεια! Ένας απόγονος της Ανθεμουσίας Ίλης!
Δεν το πιστεύω…».
«Τι σου έλεγα πως αυτή σου η συνήθεια είναι ύπουλη και
δεν κόβεται εύκολα;».
«Ααα! Επίσης, ξέχασα να σου πω… Ο Ηγούμενος μετά,
αφού τελείωσε αυτό το τηλεφώνημα, μίλησε πάλι στο τηλέφωνο!
».
«Μου φαίνεται πως έμεινες κρεμασμένη πολλή ώρα έξω
από το παράθυρο, Πιπιστρέλα!».
«Έλα τώρα, Τυτώ, μην έχεις αυτό το ύφος! Εκείνο το δωμάτιο

είναι ιδανικό για ξεκούραση… με τέτοια θέα!».
«Ακριβώς, για να ξεκουραστούμε και όχι για να κρυφακούμε!
».
«Καλά, καλά… το κατάλαβα! Το δεύτερο τηλεφώνημα δεν
κράτησε πολύ. Ο Ηγούμενος είπε μόνο: “Θα σας περιμένω με
μεγάλη χαρά, όποτε σας βολέψει. Το Μοναστήρι μας είναι
πάντα ανοιχτό”. Ύστερα, καληνύχτισε και έκλεισε».
«Μάλλον θα έχουμε και άλλες επισκέψεις. Το πιο πιθανό
είναι να έρθει εκείνη η οικογένεια με τα δυο παιδάκια που
αγαπούν πολύ τον Ηγούμενο».
«Ναι, αυτό υπέθεσα κι εγώ! Θα περιμένω πώς και πώς να
περάσουν οι μέρες, να έρθει ο απόγονος και τα παιδιά! Ελπίζω
αυτή τη φορά να μη με φοβηθούν…» είπε λίγο στενοχωρημένη
η Πιπιστρέλα.
«Καλή μου Πιπιστρέλα, μη στενοχωριέσαι! Τα παιδιά είναι
μικρά ακόμη και δεν ξέρουν. Είμαι σίγουρη πως αυτή τη
φορά θα είναι καλύτερα τα πράγματα μεταξύ σας! Όσο για
τον απόγονο, έχει κινήσει και το δικό μου ενδιαφέρον. Θα
είναι μεγάλη τιμή να τον γνωρίσουμε… Μιας και το δωμάτιο
του Ηγουμένου έχει την πιο ωραία θέα, αν θελήσεις να
ξεκουραστείς κάποια άλλη στιγμή, σου προτείνω να το προτιμήσεις!
».
«Τυτώ! Εσύ μου λες να πάω να κρυφακούσω;».
«Καληνύχτα, Πιπιστρέλα. Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο», είπε
η Τυτώ, ενώ απομακρυνόταν από το δέντρο.
Η φιγούρα της χάθηκε μέσα στη νύχτα, αφήνοντας τη

φίλη της γεμάτη ερωτηματικά να μουρμουρίζει…
«Πάντα αυτό κάνει! Να κρυφακούσω ή όχι; Τι ήθελε να πει;
Όλο με βάζει σε σκέψεις… Ας πάω να τσιμπήσω κάτι, γιατί με
άδειο στομάχι δεν μπορώ να σκεφτώ. Κάτω από τη λάμπα,
στην είσοδο του Μοναστηριού, έχει μπόλικους “μεζέδες”!
Νυχτοπεταλούδες, κουνούπια… Delicatessen!». Αυτά είπε

και πέταξε βιαστικά.



*     *     *



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ MAΡΙΑ ΜΠΡΑΣΤΙΑΝΟΥ

Γεννήθηκα στο νησί της Θάσου αλλά μεγάλωσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης όπου και ζω με τα τρία παιδιά μου. Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα εικόνες και βιώματα τόσο από τη θάλασσα, όσο και από τη μοναδική Ηπειρώτικη φύση απ’ όπου είναι η μισή μου καταγωγή. 
Η μεγάλη μου αγάπη για τα παιδιά με οδήγησε να γίνω Παιδαγωγός Προσχολικής ηλικίας έχοντας την πεποίθηση πως  οι σωστές βάσεις και η  πολλή αγάπη στην τρυφερή αυτή ηλικία  είναι απαραίτητα στη ψυχική και διανοητική ανάπτυξη των παιδιών.
 Ασχολήθηκα  πάνω από εφτά χρόνια με τις κατηχητικές ομάδες διοργανώνοντας εκπαιδευτικά προγράμματα σε παιδιά νηπιαγωγείου και δημοτικού με εικαστικές δημιουργίες, υλοποίηση εκδηλώσεων με θεατρικό και μουσικό περιεχόμενο διασκευάζοντας παραμύθια, κουκλοθέατρο και ομιλίες. 
Έτσι, η μεγάλη αυτή αγάπη για τα παιδιά ξεχείλισε και  στο χαρτί με τη μορφή παιδικών βιβλίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τις απόψεις σας!